«Η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επιθυμεί να εκφράση τον δίκαιον έπαινον διά τα μέχρι τούδε, χάριτι Θεού, συντελεσθέντα τεράστια βήματα ανασυγκροτήσεως της Ορθοδόξου κατ’ Αλβανίαν Εκκλησίας, την οποίαν κοσμεί και εμπνέει η φωτεινή προσωπικότης του Προκαθημένου αυτής Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Η διεθνής αναγνώρισις και συμπαράστασις εις το ειρηνευτικό και δι’ ολόκληρον τον αλβανικόν λαόν ευεργετικό έργον του εξόχου τούτου εκκλησιαστικού ηγέτη είχεν εξ αρχής εκτιμηθεί δεόντως υπό του Εξοχωτάτου Προέδρου της Δημοκρατίας της Αλβανίας Σαλί Μπερίσα. Υπενθυμίζεται η επίσημος δήλωσίς του, έχοντος πάντα λόγον να τιμά τον ιερόν αγώνα καταλλαγής, τον οποίον εν μέσω τόσων δυσχερειών και με πενιχρότατα μέσα διεξάγει ο ακάματος Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος».
Με αυτή την πρώτη του επιστολή προς την Αλβανική Προεδρία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να αντιδράσει στον ανυπόφορο πόλεμο της χοτζικής αθεΐας κατά του χαρισματικού ηγέτη της Ορθοδοξίας στην Αλβανία στη διάρκεια του 1990, μάταια. Η τοποθέτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Πατέρα της Ιεραποστολής στην Αφρική, Αναστασίου Γιαννουλάτου, στην Αρχή της Ορθόδοξης Αλβανικής Εκκλησίας ήταν, με βεβαιότητα, η καλύτερη και μοναδική λύση στην αλβανική αθεΐα. Γιατί ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ήταν ο μόνος που μπορούσε να αναπτύξει αυτό το τεράστιο ανοικοδομητικό και κοινωνικό έργο, διακηρύσσοντας ότι «με τις πέτρες που μας πολεμάνε, εμείς κτίζουμε εκκλησίες και σχολεία!».
Μια πνευματική Οντότητα με «Ο» κεφαλαίο
Δεν υπήρξαν διεθνείς οργανισμοί, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κοινοβουλευτικές επιτροπές της Ευρώπης και της Αμερικής, προσωπικότητες, διανοούμενοι και ξένοι δημοσιογράφοι που να μη θέλησαν να επισκεφθούν τον Μακαριστό στον μικρό και ταπεινό χώρο που η ελληνική πρεσβεία είχε εγγυηθεί να του παραχωρηθεί για ενάμισι έτος –μέχρι, δηλαδή, να ολοκληρωθεί το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο– στο ίδιο παλαιό συγκρότημα όπου μέναμε και με άλλους συναδέλφους της πρεσβείας∙ τον Μακαριστό, του οποίου το αποστολικό έργο, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, αναγνωρίστηκε από παντού, από κάθε θρησκεία. Θυμάμαι εκείνη την αδιάλειπτη και σοβαρή συνεργασία μαζί του, όταν πήγαινα στον χώρο του, με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές αποστολές οι οποίες ζητούσαν ενημέρωση και συνεργασία μαζί του σχετικά με τις δυσκολίες και τον πόλεμο που του δημιουργούσαν τα κραταιά εθνικιστικά στοιχεία της αλβανικής διοίκησης. Και επειδή τα βράδια κοβόταν το ρεύμα κάποιες περιόδους, ανεβαίναμε μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή, υπό τα βλέμματα των ανδρών της Σιγκουρίμι, οι οποίοι σημείωναν τα στοιχεία των επισκεπτών. Και φυσικά καταγράφονταν οι συνομιλίες στα απαραίτητα μικρόφωνα που υπήρχαν από τη χοτζική εποχή στα διαμερίσματά μας.
Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος υπήρξε, από την αρχή της αφιέρωσής του στις Ουράνιες Δυνάμεις, πάντα μια πνευματική Οντότητα με «Ο» κεφαλαίο και με τη μεταφυσική έννοια του όρου. Η παρουσία του ως προκαθημένου της Ορθοδοξίας σε μια χώρα όπως η Αλβανία της εποχής εκείνης αποτελεί γεγονός υψίστης σπουδαιότητος. Ήταν ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να φέρει την πολυπόθητη ισορροπία και συνεργασία της αλβανικής κρατικής μηχανής και της Εκκλησίας∙ ένας πολύπλευρος αγωνιστής της ειρήνης, εργαζόμενος αγόγγυστα, καρτερικά και με αυτοθυσία. Είναι αυτός που με τις διαλλακτικές του απόψεις κατόρθωσε να απομακρύνει την «Ουνία» από την Αλβανία, να φέρει την αποδοτική συνεργασία με όλα τα θρησκευτικά δόγματα που ενέσκηψαν ξαφνικά στην Αλβανία και ζητούσαν «μερίδιο», και να τύχει της απόλυτης αποδοχής μουσουλμάνων, καθολικών και διαμαρτυρομένων – ακόμα και εκείνων που τον μάχονταν. Εργαζόταν αδιάκοπα για τη συμφιλίωση εντός κι εκτός της Εκκλησίας, έχοντας ως αρχή ότι «το πιο σημαντικό για τον φτωχό και τον ταλαιπωρημένο είναι να σεβαστείς την αξιοπρέπειά του».
Με εδραιωμένη μέσα του τη βεβαιότητα της πίστης, προχωρούσε αδιάκοπα και αποφασιστικά μπροστά, παρά τις πλέον δύσκολες και δυσπρόσιτες αντιξοότητες του ακόμα «σταλινοποιημένου» καθεστώτος, και κέρδισε σιγά σιγά και άξια την αποδοχή αλλά και τον σεβασμό και τον θαυμασμό όλων, παρά τον σκληρό πόλεμο των ακραίων φασιστικών στοιχείων. Μαχόταν διαρκώς και συνέχιζε… Διακήρυττε πάντα ένα εσωτερικό σάλπισμα πίστης και ξεκινούσε κάθε φορά για τα ατελείωτα μονοπάτια της αγάπης, προσφέροντας ανακούφιση, παρηγοριά και στήριξη. Ήξερε τη γλώσσα της καλοσύνης και παρείχε ασταμάτητα βοήθεια σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Με το ήρεμο βλέμμα του και τις φωτεινές του πράξεις γαλήνευε την πονεμένη όψη των συνανθρώπων του, γιατρεύοντας τον πόνο τον βουβό. Αυτά τα απλά, αλλά ταυτόχρονα μεγάλα πράγματα έκανε μια ολόκληρη ζωή, από την Ιεραποστολή στην Αφρική μέχρι το ιεραποστολικό του έργο στην Αλβανία, ανοίγοντας νέους ορίζοντες. Δεν ασφυκτιούσε, γιατί δεν κλεινόταν σε δύο μονάχα διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Ξανοιγόταν στον κόσμο του «επέκεινα» και δημιουργούσε μέσα σε μια Οδύσσεια, ξεπερνώντας Σκύλλες και Χάρυβδες.
Ο απεσταλμένος και αγαπητός των Ουρανών
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια βραδιά ιδιαίτερης έντασης και δύσκολων αποφάσεων για τον Αρχιεπίσκοπο και την Ορθοδοξία: τη Μεγάλη Παρασκευή του 1994. Οι Αλβανοί, μη δίνοντας τη ζητηθείσα άδεια, απειλούσαν ότι θα κτυπούσαν το εκκλησίασμα σε περίπτωση εξόδου του επιταφίου έξω από την παλαιά Μητρόπολη του Ευαγγελισμού, στη λεωφόρο Καβάγια. Βρισκόμουν δίπλα του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κρατώντας ανοικτή τη Σύνοψη και διαβάζοντας τα τηλεγραφήματα που έστελνε η Αθήνα και μου μετέφερε η γραμματέας της πρεσβείας… Λίγο πριν από το τέλος των «Εγκωμίων», ο Αρχιεπίσκοπος με κοίταξε με νόημα. Του είπα τη γνώμη μου. Σιώπησε. Ο ακάματος και γενναίος ιεράρχης είχε ήδη πάρει την απόφασή του. «Κηδεύουμε τον Υιό του Θεού», είπε και κατέβαινε ήδη από τον θρόνο ψάλλοντας… Τον ακολούθησα… Τελικά, η αστυνομία του Μπερίσα δεν τόλμησε να κτυπήσει το πλήθος…
Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε επικοινωνήσει τρεις-τέσσερις φορές, αλλά προ δεκαμήνου μού τηλεφώνησε συγκινημένος –μιλήσαμε επί 25 λεπτά– για να με συγχαρεί για το πρόσφατο βιβλίο μου –του το είχα στείλει– σχετικά με την υπηρεσία μου στα Τίρανα την περίοδο 1992-1996. Μου είπε πως δεν πίστευε ότι θα ζήσει να διαβάσει, πριν φύγει από τη ζωή, «τόσες αλήθειες για τα πέτρινα χρόνια της Ιεροσύνης του». Θυμήθηκε δε πολλές στιγμές από τη συνεργασία μας και μου υποσχέθηκε ότι θα κρατήσει το βιβλίο στο πολύ προσωπικό του αρχείο.
Για μένα, όπως τον γνώρισα στα τρία χρόνια μου στην Αλβανία, είναι ο αναδιοργανωτής της Ορθοδοξίας, ο αγωνιστής της Ιεραποστολής, ο ενάρετος και ηθικός ιεράρχης, ο απεσταλμένος και αγαπητός των Ουρανών, η ειρηνοποιός δύναμη της καταλλαγής, ο Όσιος των μέχρι του ερχομού του απελπισμένων ορθοδόξων, ο προστάτης των αναξιοπαθούντων όλων των δογμάτων, ώστε ο σεβασμός στο πρόσωπό του να είναι διεθνής. Είναι μια γαλήνια και πνευματική μορφή «κατ’ εικόνα και ομοίωση»! Έγινε άμεσα δεκτός με το αυξημένο θεολογικό κύρος του και τα εμπνευσμένα μηνύματά του στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και το 2006 μάλιστα κόσμησε την Προεδρία του ως ο ιεράρχης που βημάτισε την Αλβανία μετά τον Κοσμά τον Αιτωλό, που τίμησε την Ιεροσύνη και το ράσο του. Αναδείχθηκε σε μια θρησκευτική προσωπικότητα με αναγνωρισιμότητα και απήχηση, λόγω του τεράστιου έργου της επανόρθωσης της Ορθοδοξίας από τη στάχτη της. Σήμερα, η αλβανική Ορθοδοξία προσεύχεται για έναν Όσιο που επί 33 χρόνια ανύψωσε την πίστη και την αδελφοσύνη μεταξύ των θρησκειών. Για μια άσβεστη πηγή πνευματικότητας και φιλανθρωπίας, για έναν ιεράρχη στον οποίο όχι μόνο οι Αλβανοί και οι Έλληνες, αλλά και οι θρησκευόμενοι όλων των δογμάτων σκύβουν το κεφάλι στην ακτινοβολία της Ιεροσύνης του!
*Ο Χρήστος Γ. Φαϊλάδης είναι διεθνολόγος, τέως σύμβουλος Δημόσιας Διπλωματίας και συγγραφέας του βιβλίου Ανάλεκτα από το ημερολόγιο ενός συμβούλου Τύπου – «Σελίδες Αλβανίας» – Η δημοσιογραφία ως τεκμήριο Ιστορίας των Διπλωματικών Σχέσεων Ελλάδας-Αλβανίας (1992-1996), Λειμών, Αθήνα 2023.

