Ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου του 1991, έφτανε στο πρωτόγονο αεροδρόμιο των Τιράνων ένας ρασοφόρος. Τον περίμεναν καμιά τριανταριά άτομα, ανάμεσά τους και ο επιτετραμμένος της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα, Νίκος Κανέλλος.
Μετά τις διατυπώσεις στον έλεγχο διαβατηρίων, κατευθύνθηκαν όλοι μαζί στον κατεστραμμένο ορθόδοξο χριστιανικό ναό του Ευαγγελισμού, στο κέντρο των Τιράνων, στη θέση του οποίου είχε ανεγερθεί γυμναστήριο. Σε αυτό γυμναζόταν ο πιτσιρικάς, τότε, Πύρρος Δήμας, μετέπειτα χρυσός ολυμπιονίκης με τα ελληνικά χρώματα στην άρση βαρών.
Εκεί, ο διοπτροφόρος ιερωμένος τέλεσε, πάνω σε κάποια χαλάσματα, την πρώτη, ύστερα από είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια, Θεία Λειτουργία στην Αλβανία, με τους ανθρώπους του καθεστώτος –κυβερνούσε ακόμη ο Ραμίζ Αλία– να τον παρακολουθούν σε κάθε κίνησή του και τους απλούς πολίτες, που δεν είχαν αντικρίσει άλλη φορά μια τέτοια μορφή, να τον περιεργάζονται σαν εξωγήινο!
Ο άνθρωπος με τα ράσα, τα λευκά γένια και το σπινθηροβόλο βλέμμα δεν ήταν άλλος από τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ο οποίος έφτανε ως έξαρχος του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου, εντεταλμένος και αποφασισμένος να επωμισθεί το βαρύ φορτίο της ανοικοδόμησης από τα ερείπια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία, την οποία από το 1967 το καθεστώς του Χότζα είχε κατεδαφίσει πλήρως, απαγορεύοντας κάθε θρησκευτική εκδήλωση και μετατρέποντας τους ναούς σε μουσεία ή και στάβλους.
Ο Γολγοθάς του Αναστασίου, ο οποίος θα εξελισσόταν σε μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης Ορθοδοξίας, ξεκίνησε από τις ιεραποστολές στα βάθη της Αφρικής και συνεχίστηκε στην κατερειπωμένη Αλβανία, στην ιστορία της οποίας θα καταγραφεί ως μια προσωπικότητα που συνέβαλε τόσο στην εσωτερική θρησκευτική αρμονία όσο και στην προβολή διεθνώς της εικόνας της, όσο και αν διάφοροι ακραίοι εθνικιστικοί αλλά και ισλαμικοί κύκλοι προσπάθησαν να αμαυρώσουν το φωτεινό του προφίλ.
«Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου»
Ήταν ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου του 1990, όταν δέχθηκε στο Ναϊρόμπι της Κένυας, όπου δραστηριοποιείτο στο πλαίσιο ιεραποστολής, ένα τηλεφώνημα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με το οποίο ο τότε Πατριάρχης Δημήτριος τον καλούσε να μεταβεί ως πατριαρχικός έξαρχος στην Αλβανία.
Η απόφαση ήταν μεγάλη. Θα αναγκαζόταν να αφήσει στη μέση το σπουδαίο έργο του και την ανθρωπιστική βοήθεια που προσέφερε στους φτωχούς και δεινοπαθούντες Αφρικανούς. Εξίσου μεγάλη, όμως, ήταν και η πρόκληση. Αν ήταν να πάει σε κάποια μεγάλη πόλη ή σε μια πλούσια χώρα, δεν ετίθετο καν ζήτημα για τον σεμνό ιεράρχη. Θα το απέρριπτε. Στην Αλβανία, όμως, όπου κατέρρεε το στυγνό καθεστώς και οι νέοι, κυρίως, άνθρωποι δεν είχαν ακούσει καν για τον Χριστό, ούτε ήξεραν να κάνουν τον σταυρό τους;
Ζήτησε μια μικρή προθεσμία για να διαλογιστεί και αφού πέρασε πολλές ώρες κλεισμένος στο φτωχικό δωματιάκι του, η απάντησή του στο δεύτερο τηλεφώνημα του Φαναρίου ήταν: «Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου».
Δεν γνώριζε, βέβαια, την αλβανική πραγματικότητα ούτε φυσικά ήταν σε θέση να προβλέψει το χάος μέσα στο οποίο θα έπρεπε να επιβιώσει και να δραστηριοποιηθεί, καθώς στη χώρα κατέρρεαν τα πάντα και είχε αρχίσει ήδη να φουσκώνει το τσουνάμι της φυγής των ανθρώπων.
Χρειάστηκε να περιμένει αρκετούς μήνες για να πάρει βίζα, αλλά και για να ευδοκιμήσει το δραματικό παρασκήνιο –με ισχυρές πιέσεις του διεθνούς παράγοντα προς τα Τίρανα– προκειμένου η αλβανική ηγεσία να αποδεχθεί την παρουσία ενός Έλληνα ιερωμένου στην κορυφή της πυραμίδας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία μπορεί να είχε εκθεμελιωθεί από τον Χότζα, παρέμενε ωστόσο βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των μεγαλύτερων στην ηλικία ανθρώπων – ειδικά του Νότου, όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο.
Για τον αλβανικό εθνικισμό, διαχεόμενο στην πολιτική και πνευματική τάξη, ο Αναστάσιος δεν ήταν ένας απλός ποιμενάρχης, ο θρησκευτικός ηγέτης όσων ασπάζονταν ή επρόκειτο να ασπαστούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά ο Δούρειος Ίππος της Ελλάδας, ο εντεταλμένος να διαβρώσει την εθνική συνείδηση και εν τέλει να εξελληνίσει την Αλβανία.
Ύστερα, ήταν και τα άλλα θρησκευτικά δόγματα, με τη δική τους προϊστορία και τους δικούς τους στόχους στην Αλβανία. Και πίσω από αυτά, το γεωπολιτικό ενδιαφέρον για μια χώρα η οποία πάσχιζε να σταθεί στα πόδια της: ο αραβικός ισλαμισμός δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την επανίδρυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρώντας την Αλβανία, με το ποσοστό των μουσουλμάνων να υπερβαίνει το 60% στον πληθυσμό, προνομιακό πεδίο για το Κοράνι, μολονότι αυτή η χώρα ουδέποτε είχε, ούτε και σήμερα έχει, παράδοση στον θρησκευτικό φανατισμό. Ένα αμιγώς μουσουλμανικό –και γιατί όχι ισλαμικό– κράτος στην Ευρώπη θα ήταν «δώρο Αλλάχ» για τα κέντρα του σκληρού ισλαμισμού της Ανατολής, ένα πρώτης τάξεως προγεφύρωμα στη χριστιανική Ευρώπη.
Αλλά και το Βατικανό, με παραδοσιακά ισχυρή την επιρροή του καθολικισμού στον Βορρά με επίκεντρο τη Σκόδρα, δεν χοροπηδούσε από τη χαρά του με την παρουσία του Αναστασίου στα Τίρανα, αν και επισήμως ουδέποτε του δημιούργησε πρόβλημα. Μάλιστα, ο Πάπας Βενέδικτος τον δέχτηκε αργότερα στην Αγία Έδρα με υψηλές τιμές.
Μολαταύτα, ο Αναστάσιος εξελέγη στις 24 Ιουνίου 1992 από την Ιερά Σύνοδο του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας. Ταυτοχρόνως, η Πατριαρχική Σύνοδος εξέλεξε τρεις μητροπολίτες, τον Αργυροκάστρου Αλέξανδρο, τον Κορυτσάς Χριστόδουλο και τον Βερατίου Ιγνάτιο – Έλληνες οι δύο πρώτοι και Έλληνας με αρβανίτικη καταγωγή ο τρίτος.
Το Φανάρι ωστόσο είχε υπολογίσει –ή θέλησε να προκαταλάβει με την απόφασή του τις όποιες αντιδράσεις των Τιράνων– χωρίς τον ξενοδόχο, την αλβανική κυβέρνηση δηλαδή. Με το που πληροφορήθηκε, λοιπόν, τηλεφωνικά την προαγωγή του ο Αναστάσιος, ρώτησε αμέσως εάν η απόφαση ήταν σε γνώση της αλβανικής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα, που εν τω μεταξύ είχε ανέβει με εκλογές στην εξουσία. Η απάντηση ήταν αρνητική.
«Με έζωσαν τα φίδια, αισθανόμουν ότι μπαίνουμε σε περιπέτειες», θα μου πει σε μία από τις πολλές συζητήσεις μας αργότερα. Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν την επομένη ζήτησε συνάντηση με τον Μπερίσα, αλλά οι μέρες περνούσαν χωρίς να παίρνει απάντηση. Με τα πολλά και κατόπιν πιέσεων της Αθήνας αλλά και της Ουάσιγκτον, ο Μπερίσα δέχθηκε να δει τον Αρχιεπίσκοπο, στον οποίο μέχρι εκείνη την ώρα στενοί συνεργάτες του, που γνώριζαν τι σημαίνει αλβανική ξεροκεφαλιά, συνιστούσαν να τα παρατήσει, διαβλέποντας το μάταιο της προσπάθειας. Η συνάντηση έγινε σε φιλική ατμόσφαιρα, όμως ο Μπερίσα ξεκαθάρισε στον ιεράρχη, αλλά και στην πατριαρχική αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε αμέσως μετά, ότι δέχεται την εγκατάστασή του στην κορυφή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όχι όμως και την πλαισίωσή του από άλλους εξ Ελλάδος ιερωμένους. Το μήνυμα ήταν σαφές: Τα Τίρανα δεν ήθελαν μια «ελληνοποιημένη» Ορθόδοξη Εκκλησία. Συμφωνούσαν, έστω και αναγκαστικά, στην παρουσία του ηγέτη, επ’ ουδενί, όμως, δεν δέχονταν σύνοδο συγκροτούμενη από Έλληνες ιερείς, αφού αυτή θα εξέλεγε από τα μέλη της τον διάδοχο του Αναστασίου, όταν στο μέλλον ερχόταν η ώρα. Άρα και ο μετά τον Αναστάσιο Αρχιεπίσκοπος θα ήταν Έλληνας, πράγμα αδιανόητο για τους Αλβανούς ηγέτες.
Ο Αναστάσιος βρέθηκε ενώπιον ενός σοβαρού προβλήματος: πώς θα μπορούσε να διοικήσει την Εκκλησία χωρίς σύνοδο; Και αν επέμενε ο Μπερίσα, θα έβρισκε Αλβανούς ιερωμένους για να τη συγκροτήσει; Μπορούσε, όμως, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, να κάνει πίσω ή έπρεπε να τραβήξει μπροστά, έστω και με την κατάσταση ως είχε, και όπου βγει; Επέλεξε τον δεύτερο δρόμο, μολονότι ήξερε πως η πορεία θα ήταν επίπονη και, το σπουδαιότερο, αμφίβολη ως προς το αποτέλεσμα.
Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα των μητροπολιτών, πάγωσε ο διορισμός τους μέχρι το 1997. Τότε πλέον παραιτήθηκαν ο Κορυτσάς και ο Αργυροκάστρου, για να αντικατασταθούν από άλλους, όταν στην κυβέρνηση ήρθε ο ορθόδοξος χριστιανός Φάτος Νάνο, ενώ παρέμεινε ο μητροπολίτης Βερατίου.
Ο τραχύς ανήφορος αρχίζει
Σε αυτή την ατμόσφαιρα, στις 2 Αυγούστου 1992 ενθρονίστηκε Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας παρουσία εκατοντάδων πιστών στον καθεδρικό ναό των Τιράνων (Ευαγγελισμού της Θεοτόκου), ο οποίος είχε διαμορφωθεί όπως όπως σε εκκλησία. Μια μικρή οργανωμένη «κλάκα» εκκλησιαστικών αντιφρονούντων, μάλλον κατευθυνόμενων από τις μυστικές υπηρεσίες, επιχείρησε να προκαλέσει αναστάτωση φωνάζοντας στην τελετή συνθήματα όπως «ανάξιος» κατά του Αναστασίου, πλην όμως αποδοκιμάστηκε και απομονώθηκε από το πλήθος των ορθοδόξων, που κραύγαζαν «άξιος άξιος». Ήταν, ωστόσο, ένα μήνυμα ότι ο δρόμος δεν θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Πράγματι ο τραχύς, μαρτυρικός ανήφορος στην πραγματικότητα άρχιζε από εκείνη την ημέρα.
Και μια σύμπτωση με ισχυρό συμβολισμό, την οποία συνήθιζε να αφηγείται όταν αναφερόταν στο δύσκολο ξεκίνημά του: Σύμφωνα με το πατριαρχικό τυπικό, το έγγραφο της εκ μέρους του αποδοχής της απόφασης του Πατριαρχείου για την ανάληψη της ηγεσίας τοποθετείται πάνω στο Ευαγγέλιο, το οποίο ανοίγεται τυχαία. Στην περίπτωσή του, άνοιξε στην περικοπή της Μεγάλης Παρασκευής!
Τα εμπόδια που ο Αναστάσιος έπρεπε να υπερπηδήσει ήταν πολλά και απρόβλεπτα. Κυρίως, όμως, ήταν υποχρεωμένος να κινείται μονίμως σε κλίμα καχυποψίας και απειλών το οποίο τροφοδοτούσαν με κάθε τρόπο όσοι δεν τον ήθελαν στην Αλβανία – και ήταν πολλοί.
Του πρότειναν κάποιοι ευκατάστατοι ορθόδοξοι να του αγοράσουν για τις μετακινήσεις του μια θωρακισμένη Μερσέντες, ώστε να αισθάνεται ασφαλής, αλλά αρνήθηκε. Σκαρφάλωνε σε ορεινές περιοχές πότε καβάλα σε γαϊδουράκι και πότε με τα πόδια.
Ανεβαίνοντας από την πλατεία Σκεντέρμπεη τη λεωφόρο Ρούγκα ε Ντούρεσιτ, η οποία οδηγεί στο Δυρράχιο, στα δεξιά ήταν και παραμένει ο χώρος των πρεσβειών και αριστερά, λίγο πιο πάνω, η Αρχιεπισκοπή. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την εγκατάστασή του στην Αλβανία και σε μία από τις δημοσιογραφικές μας αποστολές μάς δέχτηκε στο «αρχιεπισκοπικό μέγαρο». Νιώσαμε σοκ όταν μπήκαμε στο κτίριο για να τον συναντήσουμε. Έμενε κυριολεκτικά σε ένα ερείπιο. Ήταν μια παλιά εκκλησία η οποία είχε μετατραπεί από το καθεστώς σε κλειστό γυμναστήριο. Εκεί ο Αναστάσιος είχε στήσει το στρατηγείο του. Αυτή ήταν η Αρχιεπισκοπή!
Μας δέχτηκε σ’ ένα δωματιάκι, τα τζάμια στα παράθυρα του οποίου ήταν σπασμένα και καλύπτονταν από χαρτόνια. Ένας παλιός καναπές, μια υποτυπώδης βιβλιοθήκη με λίγα εκκλησιαστικά βιβλία, μια εικόνα του Χριστού, ένα μαγκάλι για να ζεσταίνει τον χώρο και κάποια μισοσβησμένα κεριά.
«Έχουμε δύο έως τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο ηλεκτρικό ρεύμα και δεν υπάρχει καλοριφέρ. Ας είναι καλά το μαγκάλι», μου είπε, και στην επισήμανσή μου για τον κίνδυνο των αναθυμιάσεων, απάντησε χαμογελώντας:
«Δεν βαριέσαι, όσο αντέξει το φιτίλι από το καντήλι μου».
Μιλήσαμε τότε πολύ και για πολλά.
«Το ταξίδι που ξεκινήσαμε είναι μακρύ και δύσκολο. Η δικτατορία του Χότζα δεν άφησε τίποτα όρθιο. Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Η καχυποψία του καθεστώτος είναι μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθειά μας. Μας αντιπαλεύουν σκληρά οι ισλαμιστές, αλλά και κάποιοι κύκλοι του Βατικανού. Θα παλέψουμε και με τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρουμε», μου είπε.

Ένας αρχιμανδρίτης βάζει μπουρλότο
Με την ενθρόνισή του, ο Αναστάσιος τοποθέτησε κατόπιν διαπραγματεύσεων με την απρόθυμη αλβανική κυβέρνηση στη Μητρόπολη Αργυροκάστρου, το σπουδαιότερο κέντρο του Ελληνισμού στη Βόρειο Ήπειρο, δύο αρχιμανδρίτες: τον νυν μητροπολίτη Δημήτριο και τον Χρυσόστομο Μαϋδώνη. Ο τελευταίος, ωστόσο, δεν έδειξε να περιορίζεται στα αμιγώς θρησκευτικά του καθήκοντα. Συνδέθηκε γρήγορα με σκληροπυρηνικά στοιχεία της μειονότητας και μαζί με τον λόγο του Θεού μετέδιδε «εθνικά» μηνύματα, τροφοδοτώντας και αυτός από το πόστο του αλυτρωτικά –όπως τα εξελάμβανε η αλβανική πλευρά– αισθήματα στους ομογενείς.
Όπως ήταν επόμενο, τέθηκε στο στόχαστρο του καθεστώτος, το οποίο βρήκε μια καλή αφορμή για να πλήξει το θρησκευτικό φρόνημα των Ελλήνων της Αλβανίας και πρωτίστως τον Αρχιεπίσκοπο. Οι σχέσεις Ελλήνων και Αλβανών ορθοδόξων για πρώτη φορά δοκιμάστηκαν στ’ αλήθεια. Επανήλθε το τροπάρι που είχε καλλιεργήσει επί μισό αιώνα το κομμουνιστικό καθεστώς για ελληνικά σχέδια αποστασιοποίησης της Αλβανίας, τα οποία έθεταν υπό αμφισβήτηση την εθνική και εδαφική της ακεραιότητα.
Στις 24 Ιουνίου 1993, η αστυνομία του Αργυροκάστρου αξίωσε από τον Μαϋδώνη να εγκαταλείψει την ίδια κιόλας ημέρα την Αλβανία, με πρόσχημα ότι στερούνταν άδειας παραμονής. Εκείνος αρνήθηκε και έτσι, μόλις έπεσε η νύχτα, η αστυνομία έθεσε υπό επιτήρηση το σπίτι όπου έμενε και στο οποίο έτυχε να φιλοξενείται εκείνο το βράδυ και ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, χωρίς να ξέρει τι να κάνει.
Ακολούθησαν ολονύκτιες διαπραγματεύσεις με στελέχη του ελληνικού προξενείου, δεδομένου ότι ο Μαϋδώνης ήταν Έλληνας πολίτης, οι οποίες πάντως κατέληξαν σε αδιέξοδο.
Καθώς ξημέρωνε, το νέο διαδόθηκε στα χωριά της Δρόπολης. Οι καμπάνες στις εκκλησίες ήχησαν και σε λίγη ώρα άρχισαν να καταφθάνουν έξω από το σπίτι του Μαϋδώνη εκατοντάδες πιστοί, στην πλειονότητά τους Έλληνες αλλά και Αλβανοί ορθόδοξοι. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εξαιτίας της δολοφονίας ενός Αλβανού στρατιώτη και του τραυματισμού άλλων δύο σε κέντρο νεοσυλλέκτων στο χωριό Επισκοπή, απέναντι από την Κακαβιά – γεγονός το οποίο αποδόθηκε από τις αλβανικές αρχές σε Έλληνες μειονοτικούς παραστρατιωτικούς (την ευθύνη ανέλαβε αργότερα με προκήρυξή της η οργάνωση ΜΑΒΗ – Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου). Στην κηδεία του στρατιώτη, οι Αρχές έκριναν σκόπιμο να περιφέρουν στους δρόμους του Αργυροκάστρου τη σορό του, προκαλώντας ανθελληνικό ντελίριο στον αλβανικό πληθυσμό. Η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτρισθεί επικίνδυνα.
Με το φως της ημέρας, το πλήθος των χριστιανών έξω από το σπίτι μεγάλωσε και οι δυνάμεις της αστυνομίας ενισχύθηκαν. Στην εξώπορτα είχαν στριμωχτεί δεκάδες γυναίκες για να μην επιτρέψουν την εισβολή των αστυνομικών. Οι ώρες περνούσαν και η αγωνία κορυφωνόταν. Ο διευθυντής της αστυνομίας, όμως, δεν έδινε εντολή για βίαιη επέμβαση. Ούτε η Αθήνα έστελνε οδηγίες στους διπλωμάτες της – και δεν τις έστειλε ποτέ. Όπως δεν έστειλε ποτέ και μηνύματα μεσολάβησης στα Τίρανα.
Κάποια στιγμή μια πέτρα, που ίσως πέταξε κάποιος από τη στροφή του σοκακιού, χτύπησε έναν αστυνομικό στο μέτωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε και αντέδρασε βίαια επιτιθέμενος εναντίον όσων βρίσκονταν κοντά του. Δημιουργήθηκε αναστάτωση. Σε λίγο οι αστυνομικοί ανασυντάχθηκαν και άρχισαν να απωθούν το πλήθος βίαια, αδιαφορώντας αν ήταν γυναίκες ή άντρες.
Στο μεταξύ είχε φθάσει από τα Τίρανα και η επίσημη εντολή για δράση. Προκλήθηκε πανδαιμόνιο. Οι αστυνομικοί έσπασαν την πόρτα, εισέβαλαν στο σπίτι και πήραν σηκωτό τον αρχιμανδρίτη Μαϋδώνη. Τον επιβίβασαν σε κλούβα και, καταδιωκόμενοι από εκατοντάδες ορθόδοξους χριστιανούς στους κατηφορικούς δρόμους του Αργυροκάστρου, κατευθύνθηκαν στην Κακαβιά όπου και τον απέλασαν στο ελληνικό φυλάκιο.
Η σκηνή κατά την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος περιπλανιόταν μόνος, σε απόγνωση, στα σοκάκια της πόλης σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο πλήθος και μεταδόθηκε από τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αντίδραση του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου υπήρξε δυναμική. Την ίδια ημέρα, την επόμενη και τη μεθεπόμενη, εκατοντάδες διαδηλωτές συγκρούονταν με την αστυνομία. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν φθάσει και από άλλες περιοχές, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και την Πρεμετή. Η αστυνομία είχε αναπτυχθεί στους δρόμους και στα ελληνικά μειονοτικά χωριά ασκώντας βία και τρομοκρατία, και προβαίνοντας σε προσαγωγές και συλλήψεις. Πολλοί μειονοτικοί κατήγγειλαν ότι βασανίστηκαν κατά την κράτηση και την ανάκρισή τους. Τις επόμενες ημέρες, ένα υπόμνημα διαμαρτυρίας που κυκλοφόρησε υπεγράφη από μερικές χιλιάδες ορθόδοξους πιστούς.
Οι τόνοι ανέβηκαν στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Αθήνα απάντησε με σκληρές δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και μαζικές απελάσεις λαθρομεταναστών, ενώ τα Τίρανα κατηγόρησαν την Ελλάδα για ανάλγητη στάση απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες και προσπάθεια υπονόμευσης της εθνικής της κυριαρχίας.
Λίγες ώρες μετά την απέλαση, το Γενικό Συμβούλιο της «Ομόνοιας» σε ανακοίνωσή του καταδίκασε την ενέργεια της αλβανικής κυβέρνησης, τονίζοντας πως αυτή «αποτελεί περαιτέρω κλιμάκωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικά και ειδικότερα των δικαιωμάτων της εθνικής ελληνικής μειονότητας».
Ο ελεγχόμενος από την αλβανική κυβέρνηση κρατικός ραδιοσταθμός προέβαλε την αλβανική εκδοχή για τα γεγονότα και την ένταση που προκλήθηκε. «Τις τελευταίες ημέρες», ανέφερε χαρακτηριστικά στις 6 Ιουλίου, «σημειώθηκε ένταση στις σχέσεις μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας, αφού η τοπική αστυνομία της επαρχίας Αργυροκάστρου εκδίωξε τον Έλληνα πολίτη Χρυσόστομο Μαϋδώνη, που βρισκόταν στην Αλβανία ως ιερέας επισκέπτης, χωρίς τα απαιτούμενα έγγραφα, και ο οποίος για μακρύ χρονικό διάστημα μοίραζε προκηρύξεις, έντυπα και χάρτες στους οποίους η Νότια Αλβανία παρουσιαζόταν ως τμήμα της Ελλάδας. Ο ίδιος διακήρυττε τη θρησκευτική διάσπαση και επιτέθηκε εναντίον του Πάπα του Βατικανού και της ισλαμικής θρησκείας. Για την εκδίωξη αυτού του Έλληνα πολίτη ενημερώθηκε επίσημα ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο.
»Όμως η ελληνική κυβέρνηση, αντί να ζητήσει τα αναγκαία στοιχεία για την παράνομη αντιαλβανική δραστηριότητα αυτού του ιερέα επισκέπτη και να την καταδικάσει, για να εκδικηθεί προέβη άμεσα σε μια σειρά μέτρων τα οποία προκάλεσαν την ένταση μεταξύ των δύο χωρών. Μεταξύ άλλων:
»Α) Ανεστάλησαν οι προγραμματισμένες επισκέψεις των υπουργών Οικονομίας, Εξωτερικών και Άμυνας της Ελλάδας στην Αλβανία.
»Β) Άρχισε επιχείρηση-σκούπα της αστυνομίας για τη μαζική, άμεση και χωρίς προειδοποίηση απέλαση των Αλβανών μεταναστών που εργάζονταν στην Ελλάδα, για τους οποίους στις διακυβερνητικές συναντήσεις είχε προβλεφθεί η νομιμοποίηση της απασχόλησής τους. Σε μία εβδομάδα εκδιώχθηκαν 20.981 Αλβανοί μετανάστες, από τους οποίους οι 3.401 με κανονικά έγγραφα και βίζα. Η επιχείρηση-σκούπα χαρακτηρίστηκε από τη χρήση σωματικής βίας (453 τραυματίες, από τους οποίους οι τέσσερις σοβαρά), τις μαζικές φυλακίσεις, την καταλήστευση των προσωπικών εσόδων των μεταναστών, την καταστροφή των εγγράφων τους και άλλες βίαιες πράξεις. Η όλη αυτή απάνθρωπη επιχείρηση εκδίκησης στοχεύει στην αποσταθεροποίηση της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και από το αίτημα των ελληνικών αρχών προς τους Αλβανούς μετανάστες να μεταβούν στα Τίρανα και να ανατρέψουν την κυβέρνηση, εάν επιθυμούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα».
Ήταν η πρώτη γερή δοκιμασία για τον Αρχιεπίσκοπο.
«Να φύγει ο μαύρος κόρακας…»
Θα ακολουθήσει η δίκη (Αύγουστος του 1994) πέντε στελεχών της μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια», με απίθανες κατηγορίες περί κατασκοπείας, έμμεσης εμπλοκής στο επεισόδιο της Επισκοπής κ.ά., η οποία ανέβασε στα ύψη τον πυρετό, προκαλώντας σπασμούς στις ελληνοαλβανικές σχέσεις με την απόπειρα, αμέσως μετά, των Τιράνων να εκδιώξουν τον Αναστάσιο.
Στην Αθήνα, το αντιαλβανικό κλίμα είχε ανέβει στα ύψη κι εκείνες τις ώρες κάποιοι ελληνικοί κύκλοι έκριναν ότι θα ήταν χρήσιμο να εργαλειοποιήσουν τον Αναστάσιο, πιέζοντάς τον να καταγγείλει ως στημένη τη δίκη και την αλβανική κυβέρνηση ότι έχει εξαπολύσει διωγμό κατά της ελληνικής μειονότητας.
Ο Αρχιεπίσκοπος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. «Καλά, δεν αντιλαμβάνονται ότι είμαι Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας και όχι μόνο του Ελληνισμού της;», διερωτήθηκε σε μια συνάντησή μας εκείνες τις ημέρες στα Τίρανα.
Εν μέσω των διαρκών εντάσεων στις ελληνοαλβανικές σχέσεις εκείνη την περίοδο, ο Μπερίσα σχεδίαζε την εκδίωξη του Αναστασίου, τον οποίο θεωρούσε, ανεξαρτήτως του τι μετέδιδε προς τα έξω, ως «Δούρειο Ίππο» των ελληνικών επιβουλών εις βάρος της Αλβανίας. Έτσι, στο σχέδιο συντάγματος που είχε ετοιμάσει και επρόκειτο να τεθεί προς έγκριση τον Δεκέμβριο του 1994, περιλαμβανόταν παράγραφος κατά την οποία «οι αρχηγοί των μεγάλων θρησκευτικών κοινοτήτων έπρεπε να είναι Αλβανοί υπήκοοι γεννημένοι στην Αλβανία και με μόνιμη διαμονή σε αυτήν τα τελευταία είκοσι έτη».
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι εάν το σχέδιο ψηφιζόταν, ο Αναστάσιος έπρεπε την επομένη να τα μαζέψει και να φύγει, αφήνοντας την Ορθόδοξη Εκκλησία στην τύχη του καθεστώτος, το οποίο βρισκόταν υπό την ασφυκτική επιρροή ισλαμικών κύκλων. Ο κόσμος των ορθόδοξων χριστιανών απ’ άκρη σ’ άκρη στην Αλβανία ξεσηκώθηκε. Το ίδιο και πολλοί άθεοι Αλβανοί, οι οποίοι αναγνώριζαν και απολάμβαναν το ανθρωπιστικό έργο του ιεράρχη. Ταυτοχρόνως, εντάθηκαν οι εναντίον του επιθέσεις από αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους.
Καθώς η ημέρα του δημοψηφίσματος πλησίαζε, οι ώρες για τον Αναστάσιο γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Οι δρόμοι γύρω από την Αρχιεπισκοπή είχαν γεμίσει με συνθήματα όπως «Έξω ο μαύρος κόρακας» κ.ά., ενώ τις νύχτες άγνωστοι πυροβολούσαν μέσα από διερχόμενα αυτοκίνητα με καλάσνικοφ, γαζώνοντας το κτίριο της Αρχιεπισκοπής.
Στις δυτικές διπλωματικές αποστολές προκλήθηκε ανησυχία για τη ζωή του ηγέτη των ορθοδόξων. Μάλιστα, την παραμονή του δημοψηφίσματος, από την αμερικανική πρεσβεία διαμηνύθηκε στον Αναστάσιο να αποφύγει να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στο σπίτι του. Όπως και έγινε: Ο Αρχιεπίσκοπος ξημερώθηκε στην ελληνική πρεσβεία, στο σπίτι του πρέσβη Χρήστου Τσαλίκη.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπήρξε κόλαφος για τον Μπερίσα. Οι Αλβανοί απέρριψαν με ποσοστό 54% τις προτάσεις του και η συμβολή των ορθοδόξων υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση ισχυρού ρεύματος εναντίον της συνταγματικής επιλογής του καθεστώτος. Ο Αναστάσιος παρέμεινε και εδραιώθηκε στην Αλβανία, ανόρθωσε την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά μέχρι το 2018 η αλβανική υπηκοότητα δεν του είχε δοθεί.
Είχα ρωτήσει τρεις φορές, σε ισάριθμες συνεντεύξεις, τον Μπερίσα γιατί δεν ικανοποιούσε το σχετικό αίτημα του Αναστασίου και τις τρεις φορές μού μίλησε με τα καλύτερα λόγια για εκείνον, πλην όμως παρέπεμψε το ζήτημα στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ούτε εκείνος, πάντως, προχωρούσε το θέμα, φοβούμενος τις αντιδράσεις των εθνικιστικών κύκλων και, βεβαίως, θεωρώντας δεδομένη την απροθυμία του Μπερίσα. Ο Αναστάσιος θα πορευθεί σε καθεστώς ομηρίας, δίχως υπηκοότητα δηλαδή, έως το 2018, οπότε ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Ιλίρ Μέτα, με μια τολμηρή κίνηση, θα αποκαταστήσει την καταφανή αδικία εις βάρος του ηγέτη των ορθοδόξων.•
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: 25 Ιανουαρίου 2018. Άνδρας παρατηρεί μια κατεστραμμένη τοιχογραφία στον Ναό του Αγίου Αθανασίου στη Λεσινίτσα της Αλβανίας. © REUTERS/Florion Goga via Ideal Image

