Οι Ελληνες επιστήμονες διαπρέπουν σε ξένα πανεπιστήμια. Μάλιστα, ο ένας στους δύο εργάζεται σε ίδρυμα διεθνούς κύρους και εμβέλειας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης ΑΕΙ.
Πώς θα μπορούσε η ελληνική πολιτεία να προσελκύσει κάποια από αυτά τα «μυαλά» πίσω στην Ελλάδα; Θα ήθελαν οι ίδιοι να επιστρέψουν; Τι τους έλκει πίσω στην πατρίδα και τι τους αποθαρρύνει;
Το δείγμα
Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να δώσει έρευνα του Ινστιτούτου Πολιτικής «Δέον», σε Ελληνες πανεπιστημιακούς που εργάζονται σε ξένα ΑΕΙ. Τα στελέχη του ινστιτούτου εντόπισαν διαδικτυακά 3.879 Ελληνες σε 84 πανεπιστήμια σε 15 χώρες. Στην έρευνα απάντησαν 493 Ελληνες πανεπιστημιακοί. «Πρόκειται για σημαντικό δείγμα, τη στιγμή που ο μέσος όρος απαντήσεων σε ανάλογες έρευνες είναι 200 με 250», παρατηρεί στην «Κ» η Αφροδίτη Ξύδη, εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου «Δέον». Για την πραγματοποίηση της έρευνας η κ. Ξύδη συνεργάστηκε με την κ. Κορίνα Αναγνωστόπουλου, σύμβουλο στρατηγικής.
Οι τρεις στους πέντε από τους καθηγητές που απάντησαν στην έρευνα δηλώνουν ότι θέλουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αλλά ως παράγοντες που τους αποτρέπουν ανέφεραν τις χαμηλές απολαβές, την έλλειψη αξιοκρατίας, τη γραφειοκρατία, την απουσία αναπτυξιακού οράματος, όπως αυτό υποδηλώνεται από τη χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας.
«Η γενιά της κρίσης» είναι η μεγαλύτερη ομάδα των Ελλήνων επιστημόνων που εργάζονται σε ξένα ΑΕΙ. Το 28% είναι ηλικίας 36 έως 45 ετών, άρα μάλλον μετανάστευσαν για να ξεφύγουν από τη δίνη της οξείας δημοσιονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα τη δεκαετία του ’10. Μαζί με την ηλικιακή ομάδα των 26-35 (το 23% του συνόλου) και εκείνη των 46-55 (το 22%) συγκροτούν ένα δυναμικό επιστημονικό προσωπικό που κάνει καριέρα εκτός Ελλάδος. Μάλιστα, το 31% εργάζεται σε ξένα πανεπιστήμια που βρέθηκαν μεταξύ των 25 καλύτερων του κόσμου, ενώ το 23% σε ΑΕΙ που βρίσκονται σε θέσεις μεταξύ 26 και 50, σύμφωνα με τη γνωστή λίστα αξιολόγησης QS University Rank 2024. Μεταξύ αυτών είναι τα βρετανικά Imperial, Κέμπριτζ και Οξφόρδη, το ΕΤΗ της Ζυρίχης, το ολλανδικό Delft, το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.
Οι περισσότεροι από τους Ελληνες σε ξένα πανεπιστήμια ζουν σε αγγλόφωνες χώρες (το 31% στις ΗΠΑ, το 27% στη Βρετανία, το 8% στην Αυστραλία), ενώ στη Γηραιά Ηπειρο οι περισσότεροι ζουν στη Σουηδία και στη Γερμανία (7% εκάστη), την Ελβετία (4,6%) και την Ολλανδία (4,4%).
Τρεις στους πέντε πανεπιστημιακούς δηλώνουν ότι θέλουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αλλά τους αποτρέπουν η έλλειψη αξιοκρατίας, η γραφειοκρατία, το επίπεδο των αποδοχών και η χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας.
Ως προς το επιστημονικό πεδίο, οι θετικές επιστήμες (μηχανική, ιατρική, πληροφορική) έχουν τη μερίδα του λέοντος. Οι τέσσερις στους δέκα (39%) κατέχουν θέση στις δύο πρώτες ακαδημαϊκές βαθμίδες (καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές) στο ίδρυμά τους, ενώ επίσης οι τέσσερις στους δέκα (38%) διαχειρίζονται ερευνητικά κονδύλια που κυμαίνονται από 100.000 ευρώ έως και πάνω από 500.000 ευρώ. Γι’ αυτό, άλλωστε, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις προοπτικές της έρευνας που μπορούν να κάνουν στην περίπτωση που θα επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, οι έξι στους δέκα (59%) δήλωσαν θετικοί στην προοπτική να εργαστούν σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο, όχι πάντως χωρίς να θέτουν όρους. Αλλωστε, πάνω από τους μισούς δήλωσαν ότι θεωρούν πως το επίπεδο των καθηγητών των ελληνικών ΑΕΙ και των φοιτητών τους είναι καλό ή πολύ καλό.
Εύλογα, οι περισσότεροι προτιμούν ένα ελληνικό ίδρυμα με διεθνή απήχηση, ενώ είναι λογικό να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας, αφού προς το παρόν δεν λειτουργούν μη κρατικά ΑΕΙ στην Ελλάδα. Δεν είναι λίγοι, ωστόσο, και εκείνοι (43%) που θα έλεγαν «ναι» σε ένα μη δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Μάλιστα, θεωρείται ότι τα μη κρατικά ΑΕΙ που θα λειτουργήσουν από φέτος στην Ελλάδα θα δελεάσουν τους Ελληνες πανεπιστημιακούς του εξωτερικού να επιστρέψουν.
Επίσης, οι μετανάστες πανεπιστημιακοί θα ήθελαν θέση πλήρους απασχόλησης (το 52%) στο ελληνικό ΑΕΙ. «Στοιχείο που υποδηλώνει βεβαιότητα ως προς το σχέδιο της επιστροφής, αλλά και πρόθεση να επενδύσουν στην καριέρα τους στην Ελλάδα», όπως παρατηρεί η κ. Ξύδη. Πόσο μάλλον που μεταξύ των λόγων που θέλουν να επιστρέψουν είναι το επίπεδο ζωής στην Ελλάδα, η νοσταλγία και η διάθεση προσφοράς στην πατρίδα.
Και τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Το 68% θέτει ως ελάχιστο μισθό τις 4.000 ευρώ μεικτά, δηλαδή περίπου 3.000 ευρώ καθαρά. Ο σημερινός μισθός ενός Ελληνα καθηγητή πρώτης βαθμίδας είναι περίπου 2.300 ευρώ. «Δεν είναι μόνον οι απολαβές που μετρούν. Υπάρχει μια σειρά παραγόντων που επηρεάζουν την απόφαση ενός επιστήμονα που έχει κάνει επαγγελματικά βήματα σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως το ξένο ΑΕΙ, να τα παρατήσει όλα και να επιστρέψει στην Ελλάδα», δηλώνει η κ. Ξύδη. Και πόσο μάλλον όταν τα έχει καταφέρει σε ένα περιβάλλον που δεν στιγματίζεται –τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό– από την αναξιοκρατία, τη γραφειοκρατία, τη μικρή χρηματοδότηση για την έρευνα, την έλλειψη αναπτυξιακής κουλτούρας, την εσωστρέφεια.
Τα κίνητρα
Από τις απαντήσεις των Ελλήνων πανεπιστημιακών σε ΑΕΙ του εξωτερικού προκύπτουν τα μέτρα – κίνητρα, τα οποία θεωρούν οι ίδιοι κρίσιμα για το brain regain, δηλαδή τον επαναπατρισμό τους. «Υψηλότερες απολαβές, αύξηση της χρηματοδότησης της έρευνας, περισσότερες κρατικές επενδύσεις στα πανεπιστήμια, ο περιορισμός της πολιτικής επιρροής, η μείωση της γραφειοκρατίας είναι βασικά» συμπληρώνει η κ. Αναγνωστοπούλου. Αλλά δεν είναι μόνον η ελληνική κυβέρνηση που πρέπει να δράσει. Τα ίδια τα πανεπιστήμια οφείλουν να εγκαταλείψουν κακές πρακτικές και να λειτουργήσουν αναπτυξιακά, ενισχύοντας την αξιοκρατία στην επιλογή καθηγητών και τη διαφάνεια στη λειτουργία τους. Προβλήματα, βέβαια, που οι Ελληνες επιστήμονες τα εντοπίζουν όχι μόνο στα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά και στον δημόσιο βίο.
Η έρευνα θα παρουσιαστεί την προσεχή Τρίτη στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στην Αθήνα.

