Αν με ρωτούσες μέχρι πριν από λίγες ημέρες, θα έλεγα ότι το δυσκολότερο πράγμα που έχω κάνει σε αυτή τη δουλειά ήταν ότι πήρα τηλέφωνο στο σπίτι γονιών χαροκαμένων από το δυστύχημα των Τεμπών. Σήμερα θα απαντούσα ότι το δυσκολότερο πράγμα που έχω κάνει ήταν να πάρω τηλέφωνο στο ίδιο σπίτι, δύο χρόνια αργότερα. Ο χρόνος δεν απαλύνει την απώλεια του παιδιού σου, την παγιώνει.
Ευτυχώς, την πρώτη φορά δεν απάντησε κανείς στο τηλέφωνο. Hταν Τρίτη και κάθε Τρίτη ο Σωτήρης Μήτσκας, 60 ετών, πάει στα μνήματα. «Δεν δουλεύω τις Τρίτες πλέον, τις έχω αφιερώσει στην κόρη μου», θα μου έλεγε την επομένη. Τις τελευταίες ημέρες ένα βίντεο έχει κάνει τον γύρο των κοινωνικών δικτύων. Ο κ. Μήτσκας εμφανίζεται εκεί να απαντάει στις αιτιάσεις ότι οι συγγενείς των θυμάτων προσβλέπουν σε αποζημιώσεις. «Λεφτά έχουμε. Παιδιά δεν έχουμε», ήταν η φράση του που έγινε σύνθημα.
«Εκανε σχέδια»
Η κόρη του, Ιφιγένεια, χάθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 2023, ημέρα Τρίτη. Γι’ αυτό κάθε Τρίτη επισκέπτεται το μνήμα της. Ηταν 23 ετών. Το δυστύχημα τη βρήκε πάνω στο άλμα της προς μια ζωή γεμάτη περιπέτεια. Είχε μόλις τελειώσει την ΑΣΤΕΡ στη Ρόδο, εργαζόταν και έκανε σχέδια για μια καριέρα στον χώρο της φιλοξενίας. «Hθελε να ταξιδέψει. “Και εδώ θα πάμε μπαμπά”, έλεγε, “και εκεί θα πάμε μπαμπά”». Εκείνος χαμογελούσε. Της είχε μεγάλη αδυναμία. Oλοι στην οικογένεια το ήξεραν, δεν κρυβόταν. Δεν τον παρεξηγούσαν, όμως, ούτε η γυναίκα του ούτε η μεγαλύτερη κόρη τους.
Είχε μια λάμψη αυτό το κορίτσι, η διάθεσή της για ζωή σε μαγνήτιζε. «Eμοιαζε στη μάνα της, που έχει καταγωγή από τη Μολδαβία. Είχε μια ιδιαίτερη ομορφιά, ξανθά μαλλιά, γαλαζοπράσινα μάτια. Ηταν άγγελος ομορφιάς και καλοσύνης, γι’ αυτό δεν την έχει ξεχάσει κανένας. Δεν υπάρχει μέρα που να πας στο μνήμα της και να μη δεις κεριά αναμμένα. Δεν είναι μόνο οι φίλοι και οι συγγενείς, όλοι οι άνθρωποι της πόλης που πηγαίνουν στα μνήματα περνούν από εκείνη». Αυτή η βουβή, αδιάκοπη συμπαράσταση από τη μικρή κοινωνία της πόλης τους είναι πολύτιμη και για τον ίδιο και για τη γυναίκα του.
Κατά τα άλλα οι μέρες περνούν μηχανικά, στον αυτόματο, αποστραγγισμένες από γέλια και χαρές: σπίτι, δουλειά (ο κ. Σωτήρης εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια σε ένα κατάστημα με ψιλικά), σπίτι, δουλειά, νεκροταφείο. «Eχουν περάσει δύο χρόνια, ας πούμε σχεδόν 700 μέρες, και νιώθω σαν να έγινε χθες, προχθές. Περνάει βασανιστικά αργά ο χρόνος. Κάθε μέρα κάτι είναι, τη μια θα είναι τα γενέθλιά της, την άλλη η γιορτή της, την άλλη κάτι άλλο. Δεν φεύγει, δεν ξεχνιέται, έρχεται συνεχώς κάποιο γεγονός και σ’ το θυμίζει». Ξερή η πληγή, με το παραμικρό άγγιγμα ματώνει.
Στο δωμάτιό της ο χρόνος έχει παγώσει εντελώς. «Δεν το έχει αγγίξει κανένας, όπως ήταν έτσι είναι. Καθόμαστε και μιλάμε με τις φωτογραφίες». Την πένθιμη μονοτονία σπάει μόνο το εγγονάκι τους. Δύο μήνες πριν από τα Τέμπη, η μεγάλη τους κόρη, «η Χριστίνα μου» όπως τη λέει ο μπαμπάς της, είχε φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Οταν η μαμά της έχει δουλειά, καμία φορά η μικρή Ιφιγένεια –από το όνομα της θείας της η οποία την υπεραγαπούσε– έρχεται στο σπίτι τους. «Είναι οι μόνες μέρες που χαμογελάμε. Με το παιδί ξεχνιέσαι». Οταν φεύγει, το βλέμμα παγώνει ξανά.
«Η γυναίκα μου είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Η μάνα είναι άλλο πράγμα, το κατάλαβα τώρα. Εγώ θα το αντιμετωπίσω, θα βρω το τσιγάρο, το ουίσκι. Η μάνα είναι αλλιώς». Ο ίδιος δεν μπαίνει στα σόσιαλ να δει τι γράφεται, δεν έχει καν κινητό. Ο,τι πιάνει το μάτι του από τις εφημερίδες που πουλάει και από τις ειδήσεις που θα δει το βράδυ, κι αυτές πολύ επιλεκτικά. Η γυναίκα του, όμως, είναι αλλιώς. Διαβάζει, ενημερώνεται, μιλάει με άλλους γονείς. «Μας διέλύσαν τη ζωή, δεν υπάρχει όρεξη για τίποτα. Εκεί που ήμασταν μια χαρά, έχουμε γεμίσει ένα συρτάρι με χάπια, ψυχοφάρμακα και τέτοια. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πλέον αυτό. Προσπαθώντας να φτιάξουμε το ένα πράγμα, χαλάμε το άλλο. Ειδικά τον τελευταία χρόνο, η κατάσταση έχει ξεφύγει».
Ο χρόνος περνάει αργά «Eχουν περάσει δύο χρόνια, ας πούμε σχεδόν 700 μέρες, και νιώθω σαν να έγινε χθες, προχθές. Περνάει βασανιστικά αργά ο χρόνος. Κάθε μέρα κάτι είναι, τη μια θα είναι τα γενέθλιά της, την άλλη η γιορτή της, την άλλη κάτι άλλο. Δεν φεύγει, δεν ξεχνιέται».
Το μυαλό δεν μπορεί να το χωρέσει. Οσο το επεξεργάζονται, τόσο πιο τρελό, πιο άδικο, πιο εγκληματικό φαίνεται. «Δύο τρένα κινούνται σε όλη την Ελλάδα και τράκαραν; Το 2023; Που ένα γράμμα στέλνεις και το παρακολουθείς με το κινητό πού βρίσκεται; Και μου λες δεν φταίω; Που πήραν τόσα εκατομμύρια από την Ευρώπη για τηλεδιοίκηση; Και είναι στις θέσεις τους και συνεχίζουν να πληρώνονται; Ενας εισαγγελέας, κάποιος, να βγει και να πει “τι γίνεται εδώ, ρε παιδιά”, ούτε ένας; Να πηγαίνεις στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και να σε στέλνει στην εκκλησία για παρηγοριά; Λες και περιμέναμε αυτή να μας πει να πάμε, στην εκκλησία και πηγαίναμε και πηγαίνουμε. Τι να πω. Το μόνο ότι αυτή δικάζει εδώ, αλλά υπάρχει κι ένας άλλος που δικάζει από πάνω».

«Συσπειρωνόμαστε»
Ο Σωτήρης Μήτσκας είναι ευγνώμων για εκείνους τους γονείς που «έχουν κάποιες παραπάνω δυνατότητες από αυτές που έχουμε εμείς» και ανακίνησαν το θέμα. «Αλλιώς θα είχε βαλτώσει. Μέσα σε μία εβδομάδα κάποιοι είχαν βγάλει τα πορίσματά τους και ότι ήταν ανθρώπινο λάθος και ότι το τρένο δεν κουβαλούσε τίποτα. Αλλά μετά από καιρό, αφού κλάψαμε, είπαμε κάτσε να δούμε τι έγινε και πώς έγινε και βλέπεις πού φτάσαμε. Δίπλα μας είναι τα Σκόπια, ξέρουμε τι γίνεται με το λαθρεμπόριο καυσίμων, όλοι το ξέρουν. Αλλά είναι πανίσχυροι, εγώ, ο Σωτήρης, ο Νίκος, είμαστε ανθρωπάκια του Θεού, πώς να τα βάλεις μ’ αυτούς. Τουλάχιστον όσο περνάει ο καιρός, συσπειρώνονται κι άλλοι μαζί μας».
Ολοι οι γονείς, με πρώτη και κύρια τη Μαρία Καρυστιανού, έχουν δεχθεί σφοδρή κριτική, μεταξύ άλλων ότι είναι υποκινούμενοι. «Κι όμως, δεν ανήκουν όλοι οι γονείς σε μια πλευρά κομματικά. Οταν κάναμε τον σύλλογο κανένας ποτέ δεν αναφέρθηκε σε κομματικά. Είδαμε τι έκαναν και οι άλλοι στο Μάτι. Εχει μπει σαν δηλητήριο στους ανθρώπους αυτό της καρέκλας, της εξουσίας. Δεν ήμασταν οι Ελληνες κάποτε έτσι. Ημασταν αλλιώς. Πολύ αλλιώς».
Η ελπίδα, βέβαια, πεθαίνει τελευταία. Ο κ. Μήτσκας περίμενε να ακούσει το ίδιο βράδυ τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Alpha. Ποιος ξέρει, ίσως έλεγε κάτι διαφορετικό. «Είδες στη Σερβία τι έγινε…». Δεν επιβεβαιώθηκε. «Περίμενα μια πιο αντρίκεια εξήγηση. Ενα “έσφαλα”, “δεν έπρεπε να πω αυτό”, “έπρεπε να κάνουμε αυτό κι αυτό”. Αντίθετα ακούσαμε “δεν ήξερα, δεν έφταιγα, όλοι οι άλλοι έφταιξαν εκτός από μένα”. Αυτό το πολιτικό κόστος κανείς δεν θέλει να το πάρει. Οχι ότι θα άλλαζε τίποτα, αλλά τέλος πάντων».
«Δεν έφταιγε ο Θεός»
Δεν πήραν τη συγγνώμη, θα πορευθούν με τα όπλα που ήδη έχουν. Την αγάπη του ενός για τον άλλο και την πίστη τους. «Οταν Τον συναντήσω, θα Τον ρωτήσω γιατί έγινε ό,τι έγινε. Μέχρι στιγμής όσες φορές Τον έχω ρωτήσει δεν έχω πάρει απάντηση. Αλλά δεν έφταιγε ο Θεός γι’ αυτό που έγινε, οι άνθρωποι έφταιγαν. Ο Θεός τους αγαπάει τους ανθρώπους». Ενα πράγμα Του έχει ζητήσει. «Ο,τι ήταν να κάνουμε στη ζωή μας εμείς το κάναμε. Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω μερικά χρόνια ακόμη να τους δω όλους να πληρώνουν. Δεν υπάρχει για μένα δικαίωση, δεν θα έρθουν τα παιδιά πίσω. Δικαίωση είναι, για να μην πω καμία άλλη κουβέντα, τουλάχιστον να μπουν φυλακή».

