Οι υγειονομικές αρχές της χώρας βρίσκονται σε επιφυλακή μετά τον θάνατο ενός 20χρονου φοιτητή στην Πάτρα λόγω μηνιγγίτιδας και ειδικότερα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, λόγω μηνιγγιτιδόκοκκου οροομάδας Β. Εως και χθες το μεσημέρι είχε χορηγηθεί χημειοπροφύλαξη έναντι του παθογόνου σε περισσότερους από 200 φοιτητές και εργαζομένους σε υπηρεσίες των Πανεπιστημίων Πάτρας και Πελοποννήσου που στεγάζονται σε εγκαταστάσεις στην περιοχή Κουκούλι Πάτρας.
Πρόκειται για μία άπαξ δόση αντιβιοτικού που αποστειρώνει τον ρινοφάρυγγα των πιθανών ασυμπτωματικών φορέων για την αποτροπή μετάδοσης της νόσου. Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, με τα σημερινά δεδομένα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συρροής κρουσμάτων μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου στον Δήμο Πατρέων.
Σε αυτή τη φάση για τον φοιτητικό πληθυσμό των Πανεπιστημίων Πατρών και Πελοποννήσου, που δυνητικά έχει έρθει σε επαφή με το παθογόνο της μηνιγγίτιδας, η χημειοπροφύλαξη είναι το ασφαλέστερο μέσο. Σημειώνεται ότι χθες έγινε γνωστό ότι και ένα παιδί 2,5 ετών νοσηλεύεται –εκτός κινδύνου– σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης λόγω μηνιγγίτιδας.
Το περιστατικό του θανάτου του 20χρονου είναι το πρώτο που κατεγράφη φέτος στην Πάτρα, μία πόλη που, κατά τους ειδικούς, πάντα κάθε τέτοια εποχή έχει κρούσματα μηνιγγίτιδας, γεγονός που αποδίδεται και στις καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Οπως ανέφερε στην «Κ» η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Πατρών, Αννα Μαστοράκου, πέρυσι, κατά τη χειμερινή περίοδο, είχαν καταγραφεί τρία περιστατικά μεταξύ της πανεπιστημιακής κοινότητας, ενώ το περασμένο φθινόπωρο είχε νοσήσει με μηνιγγίτιδα μία μαθήτρια λυκείου. «Εχουμε την υποψία ότι υπάρχει μικροβιοφορία στην κοινότητα και ίσως με κάποιο πιο επιθετικό στέλεχος του παθογόνου», σημειώνει.
Σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας, τα κρούσματα μηνιγγίτιδας παρουσιάζουν αυξητική τάση από το 2023 και μετά, δηλαδή μετά την περίοδο της πανδημίας, κατά την οποία ο πληθυσμός είχε περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις του και δεν είχε έρθει σε επαφή με το παθογόνο. Την περίοδο 2004-2023 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ συνολικά 1.133 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου (από 4 έως 108 ανά έτος) και 68 θάνατοι, αριθμός που αντιστοιχεί σε θνητότητα 6%.
Την περίοδο της πανδημίας COVID-19 η επίπτωση της νόσου έφτασε στα χαμηλότερα επίπεδα (μόλις τρία περιστατικά το 2021 και τέσσερα το 2022), για να αυξηθεί ξανά το 2023 (15 κρούσματα και ένας θάνατος) φτάνοντας σε προπανδημικά επίπεδα. Το 2024 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ 37 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους κατεγράφη ένας θάνατος σε άτομο ηλικίας 16 ετών. Από τις αρχές του έτους 2025 μέχρι σήμερα έχουν δηλωθεί 8 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου. Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών το καλοκαίρι του 2024 ενέταξε στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών τον εμβολιασμό των βρεφών από δύο έως 18 μηνών έναντι του μηνιγγιτιδόκοκκου οροομάδας Β.
Δίχως συμπτώματα
Ασυμπτωματικοί φορείς μηνιγγιτιδόκοκκου είναι περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού, ωστόσο τα ποσοστά αποικισμού ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, από 2% σε παιδιά που δεν παρακολουθούν παιδικό σταθμό έως 24%-37% των εφήβων και νεαρών ενηλίκων ηλικίας 15-24 ετών. Η μετάδοση του μηνιγγιτιδόκοκκου γίνεται με την άμεση στενή επαφή από άτομο σε άτομο με τα σταγονίδια των αναπνευστικών εκκρίσεων.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ο μηνιγγιτιδόκοκκος μπορεί να εισχωρήσει στο ρινοφαρυγγικό επιθήλιο του ατόμου, να εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος και να προκαλέσει απειλητική για τη ζωή ασθένεια, όπως μικροβιαιμία, μηνιγγιτιδοκοκκική σηψαιμία ή και μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα. Είναι γνωστό διεθνώς ότι υπάρχουν κεραυνοβόλες μορφές μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου. Να σημειωθεί ότι έπειτα από έξαρση των αναπνευστικών ιώσεων παρατηρείται έξαρση κρουσμάτων μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου.

