Ηταν Σεπτέμβριος του 2005 και είχε ήδη διανύσει δεκατρία χρόνια στο τιμόνι της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, όταν τον συνάντησα στην Κορυτσά και μου παραχώρησε για την «Κ» μια εκ βαθέων συνέντευξη-απολογισμό του έργου του.
Μόλις είχε τελέσει τα επίσημα θυρανοίξια του επιβλητικού ιερού ναού της Αναστάσεως του Κυρίου στο κέντρο της πόλης και ένιωθε υπερήφανος γι’ αυτό. Κοντά τρεις ώρες κράτησε η συζήτησή μας στο εκεί επισκοπικό κατάλυμα, μιλώντας για όλα και για όλους. Καθώς έφευγα τον αποχαιρέτησα ευχόμενος να συνεχίσει με τη βοήθεια του Θεού την πολύτιμη για χιλιάδες ανθρώπους αποστολή του.
«Δεν το βλέπω για πολύ ακόμα, έχει μείνει ελάχιστο λάδι στο καντήλι μου…», μου είπε, αφού με ασπάστηκε, υπονοώντας το προχωρημένο της ηλικίας του, σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Το «καντήλι» του κράτησε αναμμένο άλλα είκοσι χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έθεσε ακόμα πιο γερά τα θεμέλια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας. Η «ώρα που ο Κύριος θα κρίνει ότι πρέπει να με καλέσει κοντά του…», είχε προσθέσει τότε. Με όρους κοσμικούς ο Αναστάσιος ηττήθηκε στην ύστατη μάχη του με τον αήττητο χρόνο το πρωί του Σαββάτου στον «Ευαγγελισμό», όπου νοσηλευόταν, έχοντας κλείσει 95 χρόνια μιας μεστής πνευματικής ζωής και προσφοράς στο ποίμνιό του και όχι μόνον.
Στα Τίρανα

Εν μέσω γενικευμένου πένθους στην Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη για την απώλεια της φωτεινής αυτής προσωπικότητας, παγκόσμιας ακτινοβολίας, η Εκκλησία της Αλβανίας εισέρχεται στην μετά Αναστάσιο εποχή. Δεν προβλέπεται εύκολη, μολονότι ο ίδιος φέρεται να έχει προνοήσει, όπως έκανε για όλα, ώστε να μην υπάρξουν σοβαροί κραδασμοί. Είχε μεριμνήσει και για την ταφή του στον προαύλιο χώρο του καθεδρικού των Τιράνων, όπου έχει διαμορφωθεί ήδη ο χώρος. Η σορός του επρόκειτο να τεθεί εκεί σήμερα σε λαϊκό προσκύνημα. Ο διάδοχός του θα αναδειχθεί από την Ιερά Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα είναι Αλβανός ιερωμένος, με το όνομα του μητροπολίτη Κορυτσάς να ακούγεται ως πιθανό.
Μολονότι πρόκειται για αμιγώς εκκλησιαστικό θέμα, η κοσμική αλβανική εξουσία (κυβέρνηση, προεδρία κ.λπ.) πολύ δύσκολα θα αντέξει στον πειρασμό της παρασκηνιακής παρέμβασης στην εκλογή διαδόχου. Μπορεί να μην αναμείχθηκε, φανερά τουλάχιστον, στην εκλογή μουφτή, αλλά στην περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπάρχει ιστορικό και μάλιστα βαρύ. Η αλβανική πλευρά αντιμετωπίζει τον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διαχρονικά ως «βραχίονα» των ελληνικών σχεδιασμών.
Ενδιαφέρον θα υπάρξει οπωσδήποτε και από τον διεθνή παράγοντα δεδομένου ότι θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία, που συσπειρώνει ποσοστό πλέον του 25% των πιστών, έναν πυλώνα εσωτερικής σταθερότητας για την Αλβανία.
Στον τιτάνιο αγώνα του για την «ανάσταση» της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία, ο Αναστάσιος είχε να αντιπαλέψει πέρα από το προχωρημένο της ηλικίας του, την εύθραυστη υγεία του, την οποία είχε θέσει σε δεύτερη μοίρα, μολονότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Νίκησε δύο καρκίνους, τιθάσευσε τον ύπουλο σακχαρώδη διαβήτη, αδιαφόρησε για τον διαβρωτικό χρόνο – όλα αυτά «με τη δύναμη του Θεού», όπως πάντα έλεγε.
Και σε αυτή τη δύναμη, μαζί με εκείνη της επιστήμης, είχε εναποθέσει τις ελπίδες να ξεπεράσει και τούτη τη δοκιμασία, όπως φέρεται να είπε σε στενό συνεργάτη του, λίγο προτού επιβιβαστεί στο αεροπλάνο της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, που τον μετέφερε από τα Τίρανα για νοσηλεία στην Αθήνα.

Από το μηδέν
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε συνείδηση των προβλημάτων στην Αλβανία, προερχόμενος από τις ζούγκλες της Αφρικής, από το ιεραποστολικό του έργο στις πιο δύσκολες και δύσβατες περιοχές της ηπείρου.
«Το ταξίδι που ξεκινήσαμε είναι μακρύ και δύσκολο. Η δικτατορία του Χότζα δεν άφησε τίποτα όρθιο. Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Η καχυποψία του καθεστώτος είναι μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθειά μας. Μας αντιπαλεύουν σκληρά οι ισλαμιστές, αλλά και κάποιοι κύκλοι του Βατικανού. Θα παλέψουμε και με τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρουμε», μου είχε πει όταν τον συνάντησα το 1992, σ’ ένα δωμάτιο ημιερειπωμένου κτιρίου στα Τίρανα, που το φώτιζε ένα κερί και το ζέσταινε ένα μαγκάλι. Αυτό ήταν το κατάλυμα-καταφύγιό του.
Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος έφτασε στα Τίρανα τον Ιούνιο του 1991, ως έξαρχος του Φαναρίου προερχόμενος από την Αφρική, όπου άσκησε τιτάνιο ιεραποστολικό έργο, και αγαπήθηκε από αμέτρητους ανθρώπους χριστιανούς και μη.
Εκεί, στο Ναϊρόμπι, τον Σεπτέμβριο του 1990 δέχτηκε το τηλεφώνημα του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου που του ζητούσε να αναλάβει να αναστήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, την οποία το καθεστώς Χότζα είχε καταργήσει διά νόμου, όπως και τα άλλα θρησκευτικά δόγματα (Καθολικοί, Μουσουλμάνοι) το 1967, γκρεμίζοντας εκκλησίες και μοναστήρια, και «ξυρίζοντας» τους ιερείς.
«Το σκέφτηκα πολύ γιατί δεν ήξερα πολλά πράγματα για την κατάσταση στην Αλβανία και τι θα συναντούσα, αν αναλάμβανα αυτή την αποστολή. Αλλά είπα μέσα μου «ας γίνει το θέλημα του Κυρίου». Και είπα το «ναι» στον Παναγιώτατο…», μας είχε αφηγηθεί.

Η άφιξη
Με το που πάτησε το πόδι του στο υποτυπώδες αεροδρόμιο Ρίνα των Τιράνων, βρέθηκε σε μια χώρα όπου το κομμουνιστικό καθεστώς την εξουσίαζε επί μισό αιώνα, έπνεε τα λοίσθια, ενώ και η μετάβαση στη δημοκρατία δεν ήταν διόλου βέβαιη. Τον υποδέχτηκαν καμιά τριανταριά τολμηροί χριστιανοί ορθόδοξοι και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στο κέντρο των Τιράνων, στα χαλάσματα ενός ναού (Ευαγγελισμού) που ο Χότζα είχε μετατρέψει σε γυμναστήριο. Εκεί τέλεσε την πρώτη μετά το 1967 Θεία Λειτουργία και εγκαταστάθηκε δίπλα σε ένα απομεινάρι του ναού, το οποίο ονόμασε αρχιεπισκοπικό κτίριο(!) και ξεκίνησε τη δράση του.
Η άφιξή του στα Τίρανα δεν ενθουσίασε καθόλου το καθεστώς του Ραμίζ Αλία, διαδόχου του Χότζα, αλλά και τον βαθύ αλβανικό εθνικισμό που είχε αρχίσει να αναδύεται καθώς χαλάρωναν τα αυταρχικά κομμουνιστικά δεσμά. Η παρουσία στην κορυφή της πυραμίδας τής υπό ανόρθωση Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενός Ελληνα ιερωμένου, ερέθιζε τα παραδοσιακά ανθελληνικά σύνδρομα που κυριαρχούσαν σε μερίδα του πληθυσμού και τα οποία τροφοδοτούσε επιμελώς το κομμουνιστικό καθεστώς, διαχέοντας στην κοινωνία τη θεωρία της «εχθρικής περικύκλωσης», στην οποία η Ελλάδα κατείχε τα σκήπτρα, ως ο υποχθόνιος ιστορικός εχθρός από τον Νότο που επιβουλεύεται την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας.
Τα εμπόδια άρχισαν να ορθώνονται με «το καλημέρα» για τον μειλίχιο ιεράρχη. Στην αρχή δεν του έδιναν βίζα, κάτι που σήμαινε ότι εάν έβγαινε από την Αλβανία δεν θα μπορούσε να επιστρέψει. Ο πρωθυπουργός Μπερίσα, που εν τω μεταξύ είχε αναλάβει την κυβέρνηση, αρνείτο να τον δεχθεί και τα μηνύματα που κατέφθαναν στο Φανάρι έφεραν την αλβανική ηγεσία να μην αποδέχεται την παρουσία του φωτισμένου ποιμένα.

Κατόπιν πολλαπλών πιέσεων, ελληνικών, ευρωπαϊκών και αμερικανικών, ωστόσο, τον Ιούνιο του 1992 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, σηματοδοτώντας τη «χρυσή εποχή» για τον ορθόδοξο πληθυσμό της Αλβανίας. Από τις πρώτες κινήσεις του ήταν η συγκρότηση μιας «μίνι» αρχιερατικής συνόδου, αποτελούμενης από τρεις μητροπολίτες προερχόμενους εξ ανάγκης από την Ελλάδα, και ένας Γολγοθάς ξεκίνησε σε όλα τα επίπεδα: Η επιστροφή της περιουσίας της Εκκλησίας που είχε δημεύσει το καθεστώς, η αποκατάσταση κατεστραμμένων εκκλησιών και μοναστηριών και η ανέγερση νέων, η διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας στους, ουκ ολίγους, φτωχούς της χώρας, η διοργάνωση συσσιτίων για του πένητες και, κυρίως, η καλλιέργεια ελπίδας στους απλούς ανθρώπους στις πόλεις και στα χωριά της επικράτειας. Στη διαδρομή το έργο του θα συμπεριλάβει την ίδρυση νοσοκομείου, κατασκευή υδροηλεκτρικού σταθμού, φροντιστηρίων ξένων γλωσσών κ.ά.
Ουκ ολίγες φορές εθεάθη καβάλα σε γαϊδουράκι, να σκαρφαλώνει σε απομακρυσμένα χωριά του αλβανικού Βορρά για να μεταφέρει το μήνυμα αγάπης στους ανθρώπους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Αρνείτο να δεχθεί προσφορές για τις μετακινήσεις του, ούτε θωρακισμένου αυτοκινήτου από εύπορους χριστιανούς. «Με προστατεύει ο Θεός και οι εν Χριστώ αδελφοί…», συνήθιζε να λέει.
Καθώς μέσα από το εκκλησιαστικό και ανθρωπιστικό του έργο η απήχησή του στους Αλβανούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους αυξανόταν συνεχώς, η καχυποψία στους εθνικιστικούς αλλά και τους ισλαμιστικούς κύκλους, όπως και σε κάποιους καθολικούς, εντεινόταν και οι προσπάθειες να τον ταυτίσουν με το ελληνικό «παιγνίδι» επιρροής αυξάνονταν. Με κάθε αφορμή εκδηλώνονταν εναντίον του επιθέσεις διά των ΜΜΕ του τύπου «ο μαύρος συνταγματάρχης», «ο ελληνικός Δούρειος Ιππος», που στόχευαν στην υπονόμευση της απήχησής του.
Νερό στον μύλο όλων εκείνων που εχθρεύονταν και υπογείως πολεμούσαν τον Αναστάσιο έπεφτε κατά καιρούς και από την εδώ πλευρά, μέρος της οποίας επεδίωκε να εργαλειοποιήσει το κύρος και την αίγλη του, σε θέματα που άπτονταν των διμερών σχέσεων και προβλημάτων της ελληνικής μειονότητας με τις κατά καιρούς κυβερνήσεις στα Τίρανα. Ηταν φορές που οι πιέσεις στον Αναστάσιο «να τοποθετηθεί» δημόσια υπέρ της Ελλάδας, σε τέτοιου είδους διενέξεις, τον έφερναν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. «Μα, καλά, εκεί στην Αθήνα δεν καταλαβαίνουν ότι είμαι ηγέτης όλων των Ορθοδόξων της Αλβανίας και όχι μόνο των εδώ Ελλήνων;», μας έλεγε υπενθυμίζοντας ότι αποτελεί μονίμως στόχο.
Ενδεικτικό επ’ αυτού ήταν το γεγονός ότι έως το 2018 δεν του είχε χορηγηθεί αλβανική υπηκοότητα, μολονότι ηγείτο ενός ποσοστού γύρω στο 25%-30% ορθοδόξων χριστιανών. Μάλιστα τον Δεκέμβριο του 1994, η κυβέρνηση του Σαλί Μπερίσα επιχείρησε να περάσει στο σχέδιο συντάγματος, το οποίο έθεσε σε δημοψήφισμα, άρθρο σύμφωνα με το οποίο οι ηγέτες των θρησκευτικών δογμάτων θα έπρεπε να είναι Αλβανοί υπήκοοι. Προκλήθηκε, ωστόσο, θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο στους χριστιανικούς κύκλους και οι ψηφοφόροι απέρριψαν το προτεινόμενο σύνταγμα. Συμπτωματικά, το δημοψήφισμα οργανώθηκε λίγους μήνες μετά την πολύκροτη δίκη πέντε στελεχών της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια» (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1994) με βαριές κατηγορίες περί κατασκοπείας, και ήταν τότε που στην Αθήνα ελαφρά τη καρδία διάφοροι τον καλούσαν να αποδοκιμάσει δημοσίως την αλβανική κυβέρνηση κ.λπ.
Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος υπήρξε κατά κοινή αναγνώριση μια φωτεινή προσωπικότητα όχι μόνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και της Αλβανίας ως κρατικής οντότητας, της οποίας διεθνώς υπήρξε εκ των καλυτέρων πρεσβευτών.
Η ζωή του
Γεννημένος στον Πειραιά το 1929 ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος διετέλεσε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατόπιν έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία σε πανεπιστήμια της Γερμανίας.
Χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης το 1964 ξεκινώντας το ιεραποστολικό του έργο στην Αφρική, κυρίως στην Ουγκάντα, στην Κένυα και στην Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο εκκλησιαστικό έργο. Καθότι πολύγλωσσος (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά, γνώσεις λατινικής, ισπανικής, ιταλικής, ρωσικής) μελέτησε σε βάθος πάμπολλα θρησκεύματα. Το έργο του, ωστόσο, γύρω από το Ισλάμ θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο Αναστάσιος προσέγγισε με έναν «ήπιο» τρόπο το Κοράνι και με κάθε ευκαιρία απηύθυνε εκκλήσεις για την αποφυγή εργαλειοποίησης της θρησκείας στις ανά τον πλανήτη διενέξεις.
Χαρακτηριστικά, με αφορμή τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και την προσπάθεια να δοθεί θρησκευτικός χαρακτήρας στη σύγκρουση είχε τονίσει στην «Κ» ότι «ουδείς έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το άγιο λάδι της θρησκείας για την ενίσχυση της φωτιάς των ενόπλων συγκρούσεων, η θρησκεία είναι θείο δώρο για να μαλακώνει τις καρδιές, να επουλώνει πληγές και να φέρνει ειρηνικά τους ανθρώπους πλησιέστερα».

Τα σχολεία που ίδρυσε
892 μαθητές φοιτούν στα 7 σχολεία της Αρχιεπισκοπής Αλβανίας
587 μαθητές φοιτούν στα 23 νηπιαγωγεία
317 φοιτητές σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο «Λόγος»
_______________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα μωρό που φιλοξενείτο σε δομή προσφύγων στο Κουτσόχερο της Λάρισας τον Ιούνιο του 2017. Ο Αναστάσιος εκοιμήθη έχοντας κλείσει 95 χρόνια μιας μεστής πνευματικής ζωής και προσφοράς στο ποίμνιό του και όχι μόνον. INTIME NEWS

