Αυτή την εβδομάδα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από το ξέσπασμα του ελληνικού #MeToo, που ανάγκασε την ελληνική κοινωνία να παραδεχτεί ότι η βία κατά των γυναικών είναι γεγονός και δημιούργησε ένα ρεύμα που απαίτησε την αλλαγή των κανόνων.
Ομως, τι έχει αλλάξει στην ελληνική κοινωνία δομικά, πόσο έχουν μεταβληθεί οι νοοτροπίες, η νομική και η κοινωνική αντιμετώπιση; Πόσο εύκολο είναι σε μια γυναίκα σήμερα να βγει και να καταγγείλει τον κακοποιητή της και πόσο βέβαιο είναι ότι θα βρει τελικά το δίκιο της; Πώς κατάφερε η χώρα μας να περάσει τόσο γρήγορα στο anti-woke, πριν καλά προλάβουν να ξεριζωθούν πατριαρχικές νοοτροπίες και νοσηρές αντιλήψεις;
Η «Κ» συνομιλεί με γυναίκες από τον ακαδημαϊκό χώρο, τον χώρο της Δικαιοσύνης, αλλά και της ψυχολογίας, και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει ποιο είναι το αποτύπωμα του κινήματος στην ελληνική κοινωνία.
Αλλαξε το κλίμα
«Η αλλαγή που έχει συντελεστεί είναι ουσιωδέστατη, άλλαξε το zeitgeist», τονίζει η συγγραφέας και πρώην καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Λένα Διβάνη.
Οπως περιγράφει, είναι εμφανές στο πώς αντιδρούν οι άνθρωποι πλέον: από τα παλαιότερα χονδροειδή αστεία, που πλέον υπάρχει ένα άγχος να μην ακούγονται, μέχρι το κλίμα μέσα στις σχολές, όπου υπήρχε μεγάλος αριθμός παρενοχλήσεων. Είναι πολύ πιθανόν, προσθέτει, ότι δεν θα γίνει ποτέ το κύμα αποκαλύψεων που υπήρξε σε άλλες χώρες του εξωτερικού, όμως πολλοί φοβήθηκαν.
«Νομίζω ότι το οφείλουμε στις πρωινές εκπομπές, γιατί κατάφεραν και εκλαΐκευσαν το θέμα», τονίζει. Οπως περιγράφει, «βγήκαν στη φόρα τα άπλυτα των ηθοποιών, πρώτον, επειδή έχουν απήχηση και λαϊκό έρεισμα και επειδή δεν έχουν δύναμη να σταματήσουν τις φήμες».
«Αν γινόταν αυτό για πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, θα είχε σταματήσει στο φτερό. Ποιοι όμως έχουν μεγάλο κοινό, αλλά δεν έχουν δύναμη να το σταματήσουν; Οι ηθοποιοί. Το έπιασαν αυτό οι πρωινές εκπομπές και ξεσπάθωσαν. Το θέμα μπήκε σε κάθε νοικοκυριό».
Η Ελενα Ολγα Χρηστίδη, ψυχολόγος, υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφέρει ότι δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε γυναίκες με δημόσιο βήμα και από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους να κάνουν αλυσιδωτά και δημοσίως τις καταγγελίες τους. Αυτό, σε συνδυασμό με τον δημόσιο διάλογο και την ορατότητα συζητήσεων για το θέμα, ενδυνάμωσε περισσότερες γυναίκες να κάνουν το βήμα και να καταγγείλουν τους κακοποιητές τους.
«Οσοι και όσες έχουν δημόσιο βήμα υποχρεώθηκαν να ασχοληθούν επιτέλους με ζητήματα έμφυλης ισότητας και φεμινισμού, με καλύτερο ή χειρότερο τρόπο. Πάντως, συζητήσεις που γίνονταν μόνο σε φεμινιστικές κοινότητες ή κλειστούς κοινωνικούς κύκλους, πλέον βγήκαν στο φως και απασχόλησαν τα κυρίαρχα αφηγήματα».
«Το αποτύπωμα το οποίο αφήνει το #MeΤoο είναι η αντίληψη ότι “η ντροπή πρέπει ν’ αλλάξει στρατόπεδο”, όπως ευφυώς το έθεσε ο Γάλλος συνήγορος της Ζιζέλ Πελικό», αναφέρει η δικηγόρος Κλειώ Παπαπαντολέων, που εκπροσώπησε την Αμαλία Προβελεγγίου, και σημειώνει ότι τα αδικήματα αυτά ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν, αόρατα, αχαρτογράφητα και ατιμώρητα.
«Ο μηχανισμός της ντροπής και της ενοχής και στη συνέχεια ο φόβος της διαπόμπευσης του θύματος από τον δράστη του –και όχι μόνο– είναι το διαβατήριο της ατιμωρησίας των εγκλημάτων αυτών».
Η δυσκολία της καταγγελίας
Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα του κινήματος, οι διαδικασίες για καταγγελίες παραμένουν χρονοβόρες, κοστοβόρες και κυρίως επώδυνες, γεγονός που, όπως εξηγεί η Παπαπαντολέων, λειτουργεί ανασταλτικά και αποτρεπτικά.
«Η διαδρομή που πρέπει να διανύσει ένας άνθρωπος τόσο στραπατσαρισμένος ψυχικά για να σταθεί απέναντι στον θύτη του είναι θηριώδης. Είναι ουσιαστικά μια πράξη επαναδιεκδίκησης και επανάκτησης της αξιοπρέπειάς του. Αυτά χρειάζονται δομές και πρακτικές ψυχοκοινωνικής στήριξης, παράλληλες της ποινικής διαδικασίας, οι οποίες στη χώρα μας είναι ανύπαρκτες», υπογραμμίζει και προσθέτει: «Στην Ελλάδα θεωρούμε ότι όλα θα λυθούν με την αύξηση των ποινών και την “ποσότητα” του εγκλεισμού, και όπως όλοι διαπιστώνουμε τα μέτρα αυτά αποτυγχάνουν παταγωδώς».
Η διερεύνηση των αδικημάτων αυτών έχει εγγενείς δυσκολίες: δεν υπάρχουν μάρτυρες και κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία είναι ανιχνεύσιμα για μικρό χρονικό διάστημα ή και καθόλου ανιχνεύσιμα. Ετσι, στο τέλος μένει η μαρτυρία του θύματος και η αξιοπιστία αυτού.
Στην υπόθεση της Αμαλίας Προβελεγγίου, οι μητέρες των συναθλητριών της ουσιαστικά υπονοούσαν ότι η ανήλικη ήταν αυτή που προκάλεσε τον προπονητή. Πρόσφατα, στη δίκη της υπόθεσης Φιλιππίδη, οι ερωτήσεις της εισαγγελικής αρχής προς το θύμα θεωρήθηκαν βαθύτατα προσβλητικές και οδήγησαν την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα, στην αποστολή εγκυκλίου προς τους δικαστές.
Η διαπόμπευση
«Υπάρχει το “πάρτι” διαπόμπευσης σε αυτές τις δίκες: χωρίς αξιοπιστία δεν υπάρχει μαρτυρία και χωρίς αξία ένα πρόσωπο δεν έχει αξιοπιστία», αναφέρει η Παπαπαντολέων. «Είναι θλιβερό να χρειάζεται εγκύκλιος της προέδρου του Αρείου Πάγου για να υπενθυμίσει στοιχειώδεις συνταγματικές υποχρεώσεις».
Η Ελενα Ολγα Χρηστίδη υπενθυμίζει πως σε ένα τραγικό ποσοστό των γυναικοκτονιών των τελευταίων ετών έχουν προηγηθεί συχνά όχι μία, αλλά απανωτές καταγγελίες των θυμάτων.

«Γιατί δεν καταγγέλλουν όσες δεν καταγγέλλουν; Μα ακριβώς γιατί όταν το κάνουν βρίσκονται στο έλεος ενός ανάλγητου συστήματος – από την αστυνομία μέχρι τους ελάχιστους ξενώνες φιλοξενίας, και από την απούσα ψυχοκοινωνική και νομική στήριξη μέχρι τον επανατραυματισμό στο δικαστήριο», τονίζει.
«Οι καταγγέλλουσες ξέρουν ότι αν δεν έχουν ισχυρή στήριξη από το κοντινό τους περιβάλλον, το θεσμικό πλαίσιο σε μεγάλο βαθμό θα τις απογοητεύσει και συχνά μπορεί να τις βάλει και σε θανατηφόρο κίνδυνο. Το σύστημα των θεσμών που καλούνται να τις προστατέψουν δεν λειτουργεί εκτός της βαθιάς πατριαρχίας που μας έχει γαλουχήσει, αλλά είναι κομμάτι της».
«Το κράτος αντιμετωπίζει το #MeToo με βαριά δολοφονική αδιαφορία», υπογραμμίζει η Λένα Διβάνη. «Ξέρουν ότι βαδίζουν στο άγνωστο, ότι στηρίζονται σε μια φίλη από δω σε μια μάνα ή έναν πατέρα. Φανταστείτε τον αριθμό των καταγγελιών που θα είχαμε αν υπήρχε ένα σύστημα να τις προστατέψει».
Το anti-woke
Και ξαφνικά πώς πέρασε τόσο έντονα στη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας το anti-woke, χωρίς να έχουν στην πραγματικότητα προηγηθεί υπερβολές που αναλυτές παρατηρούν σε άλλες χώρες. Η Κλειώ Παπαπαντολέων διακρίνει σε αυτό έναν διάχυτο «ρεβανσισμό».
Ευρύτερες κοινωνικές ομάδες που ένιωσαν ότι απειλήθηκαν ή θίχτηκαν από το κίνημα ΜeToo, όπως και ότι απειλείται ή αλλοιώνεται η δική τους ταυτότητα επειδή ένας άνδρας φοράει φόρεμα, θεωρούν ότι τώρα είναι στιγμή να «ανακαταλάβουν το κάστρο», αναφέρει και προειδοποιεί πως όποιος αγωνίζεται για τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων των άλλων, καταλήγει να πριονίζει και τα δικά του.
«Η Ιστορία και η πρόοδος δεν κινούνται γραμμικά. Ισα ίσα, όταν κάτι απειλεί την τάξη των πραγμάτων όπως την έχουμε μάθει, συνήθως προκαλείται και συσπείρωση των αντιδραστικών δυνάμεων που θέλουν τη συντήρηση των δοσμένων κοινωνικών δυναμικών», λέει η Ελενα Ολγα Χρηστίδη.
Επισημαίνει πως πρέπει «να πάμε κόντρα στις ακροδεξιές κορώνες περί “woke” κουλτούρας, να δώσουμε μάχη για οριζόντια και διασταυρούμενη υπεράσπιση όλων των δικαιωμάτων και να μην κάνουμε βήμα πίσω».
Η Λένα Διβάνη εξηγεί πως ένα μεγάλο μέρος του πατριαρχικού συστήματος φοβήθηκε και «τώρα λένε ότι τους έχει καταστρέψει τη ζωή το woke· ποιο είναι αυτό βέβαια ούτε ξέρουν, δηλαδή τι είναι σιωνιστικό σχέδιο;».
Η λέξη «ατζέντα» που χρησιμοποιείται, λέει, ακούγεται ύπουλη, ότι κάποιος έχει ένα σχέδιο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τονίζει, στην Ελλάδα δεν υπήρχε καν οργανωμένο κίνημα.
«Αυτό είναι παράδοση. Κάθε τι καλό και προοδευτικό, καθετί που αμφισβητεί το status quo, την πατριαρχία γελοιοποιείται, διότι η γελοιοποίηση είναι το μεγαλύτερο όπλο, δεν σηκώνει αντίλογο», υπογραμμίζει.
Οι γυναίκες, όμως, πλέον μιλούν και αυτό δεν μπορεί να σταματήσει. «Από τη στιγμή που βγαίνει φωνή από το στόμα σου, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Οι γυναίκες απέκτησαν φωνή. Τελείωσε».
Το χρονικό της γέννησης ενός κινήματος
Ηταν μέσα Ιανουαρίου του 2021 όταν έγινε η αρχή του ελληνικού #MeToo από την ολυμπιονίκη της ιστιοπλοΐας Σοφία Μπεκατώρου, η οποία κατήγγειλε παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας (ΕΙΟ) για σεξουαλική κακοποίηση το 1998 στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα, όταν ήταν 21 ετών. Οταν έγινε η καταγγελία, ήταν γνωστό ότι η υπόθεση είχε ήδη παραγραφεί, όμως η οδυνηρή μαρτυρία της είχε συμβολικό χαρακτήρα.
Ακολούθησε ένα κύμα καταγγελιών στον χώρο του αθλητισμού, αλλά και στον χώρο των τεχνών, και το ζήτημα της κακοποίησης αλλά και της παρενόχλησης μπήκε στη δημόσια συζήτηση.
Οι καταγγελίες των ηθοποιών από τον Μάρτιο του 2021 και μετά προσείλκυσαν ιδιαίτερα την προσοχή της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ. Ανάμεσά τους ήταν οι περιπτώσεις των Δημήτρη Λιγνάδη και Πέτρου Φιλιππίδη, που κατέληξαν στην ποινική δίωξη και των δύο γνωστών ηθοποιών, για αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα. Αυτή την περίοδο, η υπόθεση Φιλιππίδη κρίνεται στο Εφετείο.
Τον Φεβρουάριο του 2021, δημιουργήθηκε η ιστοσελίδα της πολιτείας, metoogreece.gr, για την καταγγελία κακοποιητικών συμπεριφορών.
Η κυβέρνηση προχώρησε ακόμη στη νομοθέτηση αυστηρότερων ποινών γι’ αυτά τα εγκλήματα και επέκτεινε την παραγραφή για την κακοποίηση ανηλίκων.
Είχαμε την πρώτη δίκη του ελληνικού #MeToo, που κατέληξε σε καταδίκη Ελληνα προπονητή ιστιοπλοΐας για περιστατικά σεξουαλικής βίας κατά της τότε ανήλικης αθλήτριας Αμαλίας Προβελεγγίου.
Το 2017, όταν το κίνημα #MeToo σάρωσε τον κόσμο, στην Ελλάδα είχε γίνει ελάχιστα αισθητό. Λίγη έκπληξη προκαλεί αυτή η καθυστέρηση. Η χώρα μας εξακολουθεί και σήμερα να κατέχει μία από τις χειρότερες θέσεις σε ό,τι αφορά τα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης στην Ε.Ε., σύμφωνα με τον Δείκτη Ισότητας των Φύλων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οπότε πολλές γυναίκες δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητες, ενώ ακόμη λιγότερες έχουν υψηλόβαθμες θέσεις.
Μελέτες δείχνουν ότι ένας συγκλονιστικός αριθμός Ελληνίδων έχει βιώσει παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ιδρύματος Friedrich Ebert Stiftung (FES), της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και της Γραμματείας Ισότητας της Συνομοσπονδίας, η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας είναι κανόνας. Ενας στους τρεις εργαζομένους δηλώνει πως έχει δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας του, ενώ τρία στα τέσσερα θύματα είναι γυναίκες εργαζόμενες.

