Τα Χριστούγεννα που μου έχουν μείνει αξέχαστα είναι όταν ήμουν στην παιδική ηλικία των έξι ετών και οι γονείς μου με είχαν γράψει στο νηπιαγωγείο, της Σχολής Σαλβάνου, που τότε ήταν πολύ γνωστό, στην οδό Βίκτωρος Ουγκό. Εκείνη η βραδιά της παραμονής των Χριστουγέννων του 1934 ήταν θαυμάσια και πραγματικά έχει χαραχτεί στη μνήμη μου.
Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο γιορτινή και ζεστή, στην αίθουσα ακούγονταν μουσικές, ενώ τα βλέμματα τράβαγε το στολισμένο με φωτάκια και φανταχτερά, μικρά και μεγάλα στολίδια έλατο, που ήταν αληθινό, κάτι ιδιαιτέρως σπάνιο για τότε. Ολα μαζί τα παιδιά περνάγαμε θαυμάσια. Γελάγαμε, παίζαμε και χορεύαμε, δίχως να μας νοιάζει τίποτα. Βρισκόμασταν σε αυτή την τρυφερή ηλικία που το παιχνίδι ήταν πάνω από όλα, σαν να μην υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα στη Γη.
Οπως όλα τα ωραία, έτσι και η γιορτή κάποια στιγμή έφτασε στο τέλος της και ήρθε η μητέρα μου για να με πάρει και να επιστρέψουμε στο σπίτι μας. Οταν τέλειωσαν οι διακοπές των Χριστουγέννων και με πήγε ξανά στο νηπιαγωγείο, για κακή μου τύχη και χωρίς να το περιμένω, την κάλεσαν στο γραφείο του διευθυντή. Ανέβηκε λοιπόν στο γραφείο και εγώ την περίμενα ανήσυχος. Υστερα από λίγο, κατέβηκε σχεδόν κλαίγοντας. Τη ρώτησα: «Μαμά, τι έγινε;» και μου απάντησε σοκαρισμένη ότι «σε απέβαλαν και πρέπει να σε πάρω από εδώ και να φύγουμε». Οπως μου εξήγησε τότε, πήγε μια κυρία και διαμαρτυρήθηκε λέγοντας πως, εκείνο το βράδυ της γιορτής, η κόρη της τής είπε πως την πείραξα. «Τι θα κάνουμε τώρα, πώς θα το πούμε στον μπαμπά σου;» μου είπε. Εγώ φυσικά περίμενα ότι ο πατέρας μου θα με μαλώσει. Αλλά όταν εκείνος άκουσε την ιστορία, με αγκάλιασε, με σήκωσε στα χέρια του και με έβαλε στους ώμους του, ενώ προς έκπληξή μου μού είπε «μπράβο, παιδί μου, έτσι να κάνεις».
«Μαμά, τι έγινε;», τη ρώτησα και μου απάντησε σοκαρισμένη ότι «σε απέβαλαν από το νηπιαγωγείο και πρέπει να σε πάρω από εδώ και να φύγουμε».
Περάσανε τα χρόνια. Πραγματικά πολλά χρόνια. Βρισκόμαστε στη Μεταπολίτευση. Μια μέρα πήγα να δω τον φίλο μου Ιάκωβο Καμπανέλλη στο γραφείο του. Αφού με υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά και αγκαλιαστήκαμε, γιατί είχαμε πολύ καιρό να ιδωθούμε, μου εξομολογήθηκε πως ήταν πολύ στεναχωρημένος. «Είχα την καλύτερη γραμματέα του κόσμου και τώρα πήρε τη σύνταξή της και φεύγει. Πού θα βρω τόσο καλή γραμματέα;». Εκείνη την ώρα, καθώς συζητούσαμε, μπήκε μέσα μια κυρία και της είπε ο Ιάκωβος «να σου συστήσω τον κύριο Πατρίκιο». Εκείνη έδωσε μια απάντηση που κανείς δεν περίμενε: «Εγώ τον ξέρω. Ημασταν συμμαθητές στο νηπιαγωγείο της Σαλβάνου». «Εσύ ήσουν εκείνη που με κάρφωσε και με έδιωξαν;» απάντησα, και αφού το επιβεβαίωσε σκάσαμε όλοι στα γέλια.
Δεν την ξαναείδα από τότε και δεν θυμάμαι και το όνομά της. Εχω ζήσει πολλά όμορφα Χριστούγεννα, αλλά αυτό είναι μια φοβερή σύμπτωση που θα μου μείνει αξέχαστη.
* Ο κ. Τίτος Πατρίκιος είναι ποιητής.

