Από το γραφείο του βλέπει κανείς το Μέγαρο Μουσικής και το Μπάουχαους κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας σε τέλειο καδράρισμα. Ομως, αυτό που κλέβει την προσοχή είναι ένα ωραίο πορτρέτο του πατέρα του Ανδρέα καθώς και διάφορα αναμνηστικά από τη μεγαλειώδη πορεία του κονιάκ «Μεταξά». Ο ίδιος ο Ηλίας Μεταξάς, θαλερός και διαυγής, βάλθηκε να διηγηθεί την ενδιαφέρουσα ζωή του, αλλά και την ιστορία ενός εκ των πιο γνωστών ελληνικών προϊόντων παγκοσμίως. Δεν υπήρχε ελληνικό σπίτι που να μην είχε μπει το μπουκάλι με το έμβλημα του Σαλαμινομάχου και τα αστέρια ως «διάδημα» πάνω από την ετικέτα, όχι μόνο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, αλλά στην Αλεξάνδρεια, στο Σικάγο, στο Μόντρεαλ, στην Πόλη. Για δεκαετίες ολόκληρες το Metaxa έρεε εκεί όπου ζούσε ο ελληνισμός.

«Γεννήθηκα το 1936 στον Πειραιά, το σπίτι μας όμως ήταν στη λεωφόρο Αμαλίας απέναντι από το Ζάππειο, σε μια πολυκατοικία του Ζαμπέλη. Περάσαμε εκεί την Κατοχή, η γειτονιά βρέθηκε στο επίκεντρο του Εμφυλίου. Τόσο εγώ όσο και ο αδελφός μου ο Σπύρος αποφοιτήσαμε από το Κολλέγιο. Υστερα αυτός πήγε για σπουδές στις ΗΠΑ και εγώ σπούδασα οινολόγος στην Ντιζόν της Γαλλίας, όπου ειδικεύτηκα στη σαμπάνια και το κονιάκ. Ημασταν οι δυο μας χαρακτήρες αντίθετοι αλλά συμπληρωματικοί. Του πήγαιναν γάντι οι πωλήσεις, η προώθηση, ενώ εγώ ήμουν ο άνθρωπος της παραγωγής. Η επιχειρηματική ιστορία της οικογένειάς μας ξεκινάει με ένα εμπορικό κατάστημα στη Χαλκίδα, όπου οι Ψαριανοί πρόγονοι κατέφυγαν μετά την καταστροφή του νησιού. Το αρχικό μας επίθετο ήταν Βρούλος, αλλά μια και εμπορευόμασταν και μετάξι, γίναμε τελικά “Μεταξάδες”. Ανήσυχος και δραστήριος, ο παππούς μου Σπύρος άφησε την Εύβοια, ήρθε στον Πειραιά το 1870, που ήταν το ανερχόμενο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της Ελλάδας. Εκεί αγόρασε σε δημοπρασία και τις εγκαταστάσεις ενός παλιού αποστακτηρίου επί της οδού Αριστείδου 16 και έτσι ξεκίνησε να παράγει το Metaxa το 1888, με τη βοήθεια των αδελφών του που συνέδραμαν στην προσπάθεια. H εκκίνηση έγινε συγκυριακά διότι ο παππούς βρήκε έναν παλιό άμβυκα μέσα στις εγκαταστάσεις. Το δε μείγμα ήταν δικής του έμπνευσης. Το αποκαλούν κονιάκ, αλλά η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα μοναδικό ποτό που φτιάχτηκε ως σπεσιαλιτέ: είναι μια ανάμειξη οινικού οινοπνεύματος με μοσχάτο κρασί από τη Σάμο και βότανα, μια ειδική συνταγή που ωριμάζει σε δρύινα βαρέλια», εξηγεί ο Ηλίας Μεταξάς.
Το αποκαλούν κονιάκ, αλλά πρόκειται για ένα μοναδικό ποτό: είναι μια ανάμειξη οινικού οινοπνεύματος με μοσχάτο κρασί από τη Σάμο και βότανα, μια ειδική συνταγή που ωριμάζει σε δρύινα βαρέλια.
Η αποτυχία
Το αξιοθαύμαστο είναι ότι οι πρώτες παρτίδες που έκανε ο Σπύρος Μεταξάς δεν ήταν επιτυχημένες και κάποιοι τις γύριζαν πίσω. Δεν το έβαλε κάτω. Η τεράστια καταξίωση του Metaxa, ωστόσο, δεν ήρθε μόνο μέσα από το πείσμα και την ειδική του σύσταση, αλλά από την εμπορική ευφυΐα του δημιουργού του, που από πολύ νωρίς στράφηκε στον απόδημο ελληνισμό. Από την Αίγυπτο έως και άλλα μέρη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και από εκεί στις αρχές του 1900 και στην Αμερική, γνωρίζει πολύ μεγάλη αναγνώριση και δημοφιλία. Η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας γράφει ότι κατά τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς του 1893, «αι αίθουσαι της Ελληνικής Εμπορικής Λέσχης αντήχουν χθες και προχθές το όνομα του Μεταξά, απαγγελλόμενον αδιακόπως υπό των υπαλλήλων, εν γένει δε καταπληκτική είναι η διάδοσις του εξαίρετου τούτου ελληνικού προϊόντος».

Το 1909 ο Σπύρος έφυγε από τη ζωή, αλλά συνέχισε η σύζυγός του Δέσποινα. Ανέλαβε τον οίκο και τον διηύθυνε μέχρι τη δεκαετία του 1930, όταν οι τρεις γιοι της, ο Αγγελος, ο Γιώργος και ο Ανδρέας, ενηλικιώθηκαν και ανέλαβαν διευθυντικές θέσεις. Τα τρία αδέλφια μοιράστηκαν τις ευθύνες, με τον Ανδρέα να αναλαμβάνει τον ρόλο του Chief Blender και τον Αγγελο να είναι πρώτος στις πωλήσεις. Την ίδια εξωστρεφή στάση κράτησε και η δεύτερη γενιά, που είχε μοναδικούς διαδόχους τον Ηλία και τον Σπύρο. «Ο πατέρας μας Ανδρέας, που εργαζόταν κι αυτός με τα αδέλφια του, ήθελε από νωρίς να μας βάλει να συνηθίζουμε στο πνεύμα της δουλειάς και μας έπαιρνε μαζί στον Πειραιά, όπου από καθαρή τύχη το κτίριό μας είχε γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς. Οταν φτάσαμε να πάρουμε εμείς στα χέρια μας τα ηνία τη δεκαετία του 1950, η επιχείρηση είχε αντέξει τη Μικρασιατική Καταστροφή, δύο πολέμους, ποτοαπαγόρευση στην Αμερική, συνεχόμενες οικονομικές κρίσεις στη χώρα μας. Σκεφτείτε ότι όταν ξεκίνησε να παράγεται το Metaxa, τα σύνορά μας μόλις είχαν συμπεριλάβει τη Θεσσαλία και την Αρτα», υπογραμμίζει ο συνομιλητής μας. Με τον αδελφό του δεν είχαν μια εύκολη αποστολή μπροστά τους. Από τη μια ήταν το νεαρό της ηλικίας, από την άλλη το γεγονός ότι πολλά πράγματα έπρεπε να εκσυγχρονιστούν ώστε να μπορέσει η δουλειά να ξαναστηθεί στα πόδια της και να αυξήσει την εξαγωγική ρώμη που είχε, καθώς η εσωτερική αγορά δεν είχε ακόμη συνέλθει από την Κατοχή. «Το εργοστάσιο ζούσε ουσιαστικά από τις πωλήσεις στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Οταν παραλάβαμε το κτίριο το 1955 είχε τη μορφή της βιοτεχνίας, στους τοίχους είχε τούβλα, κάτω άμμο και οι 40 εργάτες δούλευαν με τα χέρια. Ηταν προφανές ότι έτσι δεν θα μπορούσαμε να πάμε πολύ μακριά».
Ολα περνούσαν από μένα: από την υποδομή έως τις γευστικές δοκιμές. Εχω δοκιμάσει δείγματα για εκατομμύρια λίτρα Metaxa, τα πάντα μέσα στην εταιρεία περνούσαν από τα χέρια μου.
Η ανοικοδόμηση
Πρώτη κίνηση ήταν να αγοράσουν ένα βομβαρδισμένο όμορο οικόπεδο και σταδιακά ανοικοδόμησαν νέες εγκαταστάσεις, εξοπλίζοντάς τες με γερμανικά μηχανήματα και γαλλικά βαρέλια. Ξανάχτισαν τις αποθήκες που ήταν στην οδό Κάστορος στον Πειραιά και προσλήφθηκαν νέοι συνεργάτες. «Εγινε αναδιοργάνωση των αντιπροσωπειών και της παραγωγής από εμένα, όσο ο αδελφός μου ασταμάτητα ταξίδευε στην Ελλάδα και το εξωτερικό για τις πωλήσεις. Και πάλι όμως, όσο πιο καλά πηγαίναμε τόσο μεγαλύτερη αγωνία είχαμε αν η δομή που φτιάξαμε μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις, την αύξηση της ζήτησης. Κάπως έτσι κάναμε το μεγάλο βήμα της μετεγκατάστασης στο 13ο χιλιόμετρο της Οδού Αθηνών – Λαμίας, με την ανέγερση του νέου κτιρίου να ξεκινάει το 1967. Μια λέξη μου έρχεται στο μυαλό για εκείνη την περίοδο που κάναμε το άλμα: κόπος. Ατελείωτος κόπος να γίνουν όλα σωστά. Δεν είχαμε κανένα περιθώριο για επανάπαυση. Μη συγκρίνετε τη σημερινή εποχή όπου βρίσκεις όποιον εξειδικευμένο τεχνίτη θες. Τότε ένας επιχειρηματίας έπρεπε να τα κάνει σχεδόν όλα μόνος του. Ερχόταν π.χ. ένα γερμανικό μηχάνημα, έπρεπε να φέρουμε έναν Γερμανό ειδικό, έναν διερμηνέα να μεταφράζει, να καταλάβω πώς θα το χειριστούμε και ύστερα να το εξηγήσουμε στον εργάτη. Ολα περνούσαν από μένα: από την υποδομή έως τις γευστικές δοκιμές. Εχω δοκιμάσει δείγματα για εκατομμύρια λίτρα Metaxa, τα πάντα μέσα στην εταιρεία περνούσαν από τα χέρια μου και τα μάτια μου. Αλλά να σας πω κάτι: ευτύχησα στον γάμο μου, έκανα τρία υπέροχα παιδιά, θεωρούσα όμως και την εταιρεία το μωρό μου, που έπρεπε να το φροντίζω».

Αν το κάνεις μόνο για τα λεφτά, η επιχείρηση δεν θα πάει καλά
Οι δεύτερες σκέψεις για την πώληση, ο οδηγός για επιτυχημένες μπίζνες «με φαντασία και όχι ζήλια» και η πείρα από έναν γάμο που αντέχει 64 χρόνια.
Το 1989 ο Σπύρος Μεταξάς, που είχε το πλειοψηφικό πακέτο, αποφάσισε να πουλήσει την επιχείρηση στην Diageo, «οπότε ήταν μονόδρομος και για εμένα να κάνω το ίδιο», λέει μελαγχολικά ο Ηλίας Μεταξάς. «Τώρα που το σκέφτομαι αναδρομικά, ήταν κάτι που απεδείχθη ωφέλιμο για εμάς στο τέλος. Από τη μια υπήρχε το επιχείρημα ότι αν το είχαμε κρατήσει τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τη σύνθετη πραγματικότητα που προέκυψε στην αγορά. Από την άλλη, όμως, δείτε κατ’ αναλογίαν την περίπτωση του Grand Marnier που μέχρι σήμερα θριαμβεύει. Πουλήθηκε πρόσφατα από την οικογένεια στην οποία ανήκε. Παρέμεινε μια μεγάλη φίρμα και παράγει μόνο ένα εκατομμύριο κιβώτια, δεν είχε δάνεια και έβγαζε πολλά κέρδη. Και το φέρνω ως παράδειγμα διότι και το Metaxa είναι μοναδικό. Θα αντέχαμε, λοιπόν, διότι είναι ένα μοναδικό προϊόν και ακόμα και σήμερα οι Ελληνες που είναι παντού σπαρμένοι θα το υποστήριζαν. Είναι μια μάρκα ταυτισμένη με την Ελλάδα εδώ και έναν αιώνα», υπογραμμίζει, προσθέτοντας ότι αν έκανε ο ίδιος κάτι διαφορετικά με τους νυν υπευθύνους της προώθησης του ποτού, θα το πρόβαλλε πολύ περισσότερο στους τουρίστες: «Ερχονται εκατομμύρια άνθρωποι εδώ κάθε καλοκαίρι, είναι πρόσφορο το έδαφος».
Δραστήριος ακόμα και σε αυτή την ηλικία, ο Ηλίας Μεταξάς δεν έμεινε ποτέ άπραγος. Tα τελευταία χρόνια συμμετέχει και στη ναυτιλία, έχοντας μάλιστα στο γραφείο του και μια φωτογραφία της αγαπημένης του φίλης που τον έπεισε να κάνει αυτό το βήμα: «Η Νουνού Μαρτίνου ήταν ένα απίστευτο μυαλό και ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Με δική της προτροπή προχώρησα», μας λέει.

Η τρίτη γενιά
Αλλά αυτή η κίνηση δεν ήταν η μόνη, καθώς στο παρελθόν είχε απλωθεί από την παραγωγή του λικέρ, εξαγοράζοντας τον Κούτσικο, μέχρι και τα αφορολόγητα είδη στον σταθμό των Ευζώνων. Τελευταία, πήρε μια άλλη σπουδαία απόφαση. «Είχα κρατήσει αποθέματα μέσα σε δίλιτρα μπουκάλια από τον παππού μου από το Metaxa του 1920. Ετσι βγάλαμε πρόσφατα από την εταιρεία Metaxa (που είχε και αυτή δικά της παλιά αποθέματα) μια περιορισμένη σειρά από 999 φιάλες με αυτό το παλιό blend που είναι πάνω από 100 ετών και ονομάζεται “3rd Generation”». Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που επέστρεψε στο εργοστάσιο της ποτοποιίας του από το 1989. Πέρα από το επιχειρείν, ο Ηλίας Μεταξάς χρημάτισε και πρόεδρος στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Μεταξά, το οποίο ήταν δωρεά του θείου του στον Πειραιά, όπου πραγματοποίησε η οικογένεια την επιχειρηματική της εκκίνηση στην Αθήνα. «Γενικώς σε όλη μου τη ζωή δεν είχα ησυχία, ήμουν κυνηγός, έκανα καταδύσεις, δυο πράγματα που με έκαναν και απώλεσα νωρίς την ακοή μου. Αλλά να σας πω, σήμερα, σε αυτή την ηλικία, αν νιώσω αδυναμία πίνω ένα “3rd Generation” την ημέρα, που τον γιατρό τον κάνει πέρα».
Καημός του είναι η πορεία της πατρίδας: «Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες. Το θέμα είναι οι Ελληνες να το καταλάβουν και να βοηθούν ανάλογα για να ορθοποδήσουμε. Και όχι να μαλώνουμε μεταξύ μας και να ζηλεύει ο ένας τον άλλο, να προσπαθεί να υπονομεύσει κανείς αυτόν που πετυχαίνει. Εμάς μας ζήλευαν όλοι. Το ξέρω από αυτό που ζούσαμε με τους άλλους επιχειρηματίες στον τομέα μας. Και στην πολιτική το ίδιο γίνεται. Τρώγονται αντί να τα βρουν και να δουν τι θα κάνουμε με τη χώρα μας. Διότι έχουμε εδώ δωρεάν “πρώτες ύλες” που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού, με τέτοια ποιότητα, σε ολόκληρο τον κόσμο: θάλασσα, ήλιος, ατμόσφαιρα, τοπία. Μας τα έδωσε ο Θεός τζάμπα. Αν τα αξιοποιούσαμε σωστά, όλα θα πήγαιναν καλά. Αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι ο υπερτουρισμός. Από τη μια θα χάσουμε τη χώρα, από την άλλη θα χάσουμε τελικά και τους τουρίστες που δεν θα αντέχουν να έρχονται. Χρειάζεται να πάρουμε μέτρα τώρα και επίσης να φροντίσουμε να είναι καλής ποιότητας οι επισκέπτες κάθε καλοκαίρι, να αφήνουν χρήματα στον τόπο μας», λέει ο Ηλίας Μεταξάς. «Δείτε πόσο καλά πάει το ελληνικό κρασί, δείτε το ούζο, τα αποστάγματα, έχει προχωρήσει πολύ η χώρα μας. Σας το ξαναείπα: έχουμε όλα τα φόντα να πάμε μπροστά».

Να έχεις σχέδιο
Και καλός επιχειρηματίας πώς γίνεσαι; «Αν πονάς αυτό που κάνεις. Αν το κάνεις για τα λεφτά και μόνο, δεν θα πάει καλά. Πρέπει να είναι προνοητικός κανείς, να ξέρει πού βαδίζει με ένα business plan, να έχει ερευνήσει αν υπάρχει ζήτηση. Οχι όπως αυτό που βλέπουμε να γίνεται συχνά στον τόπο μας, π.χ. έχει ένας σουβλατζίδικο και πάει καλά, και έπειτα από λίγο ανοίγει κάποιος κοντά του και τον ανταγωνίζεται κάνοντας το ίδιο. Επίσης, ο καλός επιχειρηματίας πρέπει να έχει φαντασία, να παρουσιάζει κάτι με φρεσκάδα, με ιδέες. Και πάνω από όλα να είναι συνεπής με την ποιότητα, να μην αφήνει ποτέ τον πελάτη παραπονεμένο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή του θα είναι ρόδινη και δεν θα βρει δυσκολίες μπροστά του. Ομως, αν ακολουθήσει αυτή τη συνταγή, πιστεύω ότι θα τα πάει καλά στο τέλος».
Για τους βιομηχάνους παλαιάς κοπής, όπως είναι ο Ηλίας Μεταξάς, οι σχέσεις με το προσωπικό ήταν κεφαλαιώδους σημασίας: «Μπορεί να ήμουν το αφεντικό στο εργοστάσιο, αλλά το 80% του χρόνου μου το περνούσα μέσα στον ιδρώτα των ανθρώπων που εργάζονταν για εμένα. Κατέβαινα στις μηχανές, τους εμψύχωνα, τους εκπαίδευα, τους μάθαινα πράγματα. Θα μου πεις, εσύ πού τα ήξερες τόσα; Εγώ τότε διάβαζα βιβλία, διάβαζα τα εγχειρίδια των μηχανών, ενώ αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο».
Μπορεί να ήμουν το αφεντικό στο εργοστάσιο, αλλά το 80% του χρόνου μου το περνούσα μέσα στον ιδρώτα των ανθρώπων που εργάζονταν για εμένα. Κατέβαινα στις μηχανές, τους εμψύχωνα, τους εκπαίδευα.
Ο Ηλίας Μεταξάς καταλήγει πάντως –χωρίς να το κατονομάσει– ότι αυτό που ξεχωρίζει τον επιτυχημένο στο επιχειρείν είναι η ανησυχία, να μην επαναπαύεται στις δάφνες του: «Παραλάβαμε με τον αδελφό μου το Metaxa και θελήσαμε να το κάνουμε καλύτερο. Αν θέλαμε να συνεχίσει την καλή του πορεία, έπρεπε να βελτιωνόμαστε συνεχώς σε όλα τα επίπεδα». Το ίδιο πρέπει να γίνεται και με τις χώρες. Να βελτιώνονται συνεχώς: «Το πόσο αγαπάνε οι σημερινοί νέοι Ελληνες την πατρίδα τους θα φανεί από το αν θα πάρουν την απόφαση να επιστρέψουν από το εξωτερικό όπου πήγαν στην κρίση και να βοηθήσουν τη χώρα τώρα που πηγαίνει καλά. Eχουμε έλλειψη χεριών και μυαλών». Η συζήτηση διακόπτεται διότι η γραμματέας του φέρνει δυο ποτήρια με το καμάρι του, το «3rd Generation», και δυο κουραμπιέδες από τη Μήλο. «Μου τους έφερε ο μεγάλος μου γιος, είναι απίθανοι. Πριν τους φάτε, να τους βουτήξετε μέσα στο ποτήρι», με παρότρυνε, και είχε δίκιο. Η γεύση απογειώθηκε (και εγώ μαζί της, που 12 η ώρα το μεσημέρι έπεσα στα βαριά αλκοολούχα ποτά).
Εκείνη την ώρα ήρθε και η θυγατέρα του, η Ζήκα, που πήρε το όνομα της γιαγιάς της, Ζωής. «Εχω καλά παιδιά, διότι έχω και καλό γάμο. Μία είναι η μυστική συνταγή για ευτυχισμένη συμβίωση: υπομονή, υποχώρηση, συνεννόηση. Αν θες να είσαι με τον άλλο, δεν μπορείς να κάνεις το δικό σου και το έτερον ήμισυ να κάνει το δικό του. Κάποτε ομονοούσαν τα ζευγάρια, τώρα χωρίζουν. Είμαστε 64 χρόνια μαζί με τη γυναίκα μου και είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί της. Είμαι, δε, σίγουρος ότι ούτε θα είχα κάνει όσα έκανα, ούτε θα είχα ζήσει τόσο, ούτε θα ήμουν σε αυτή την καλή κατάσταση». Εφυγα ελαφρώς μεθυσμένη από τη συνέντευξη με την απόλυτη πεποίθηση ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν γερνούν. Παλαιώνουν σαν το Metaxa.
Κατσικάκι α λα Μεταξά
Ο Ηλίας Μεταξάς είναι πρώτης τάξεως μάγειρας και θέλησε να μας προτείνει μια εορταστική συνταγή.
Ξεκινάμε από τη γέμιση του κατσικιού. Το ρύζι το τσιγαρίζουμε με βούτυρο και κρεμμυδάκι μέχρι να γυαλίσει και το βράζουμε μέχρι να γίνει al dente. Τότε αλατοπιπερώνουμε, βάζουμε τα κομμένα συκωτάκια, μανιτάρια, σταφίδα, μπαχαρικά (εγώ βάζω μπαχάρι και κανέλα), λίγο λαδάκι και λεμόνι. Αφήνουμε το μείγμα στην άκρη και προετοιμάζουμε το κατσικάκι για το ψήσιμο, το αλείφουμε με βούτυρο, το αλατοπιπερώνουμε, το μπαχαρώνουμε και ύστερα τοποθετούμε το μείγμα και του ράβουμε την κοιλιά προσεκτικά. Το βάζουμε στον φούρνο με πατατούλες. Στη μέση του ψησίματος του κάνουμε 2-3 ενέσεις με Metaxa στο ψαχνό του. Οχι στο ρύζι, διότι θα εξατμιστεί. Θέλει ησυχία στο ψήσιμο και όχι βιασύνες. Εγώ μετά έφτιαχνα και μια κρεπ σουζέτ. Και μην ξεχνάτε, αφού μαγειρεύετε να αφήνετε την κουζίνα λαμπίκο.
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτ. : Θαλερός και δραστήριος ο Ηλίας Μεταξάς στο γραφείο του στην Αθήνα, με τον πατέρα του Ανδρέα να απεικονίζεται στον πίνακα πίσω του. Η παραγωγή του γνωστού κονιάκ, που αγαπήθηκε από Ελληνες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, συνεχίστηκε από τρεις γενιές Μεταξάδων, ξεκινώντας από το 1888. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

