Αν, όπως παλαιότερα, οι εφημερίδες είχαν κοσμικές στήλες, σε αυτές θα έπρεπε να δημοσιευτεί το παρόν σημείωμα. Διότι η αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας των μελών της τέως βασιλικής οικογένειας παρουσιάζει σήμερα περισσότερο κουτσομπολίστικο παρά γενικότερο ενδιαφέρον.
Με αυτή τη διευκρίνιση, το ότι δηλαδή το ζήτημα έχει κυρίως παραπολιτικό και όχι πολιτικό ενδιαφέρον και την ελπίδα ότι ο υπουργός Εσωτερικών δεν εξέδωσε ακόμη την προβλεπόμενη απόφαση, ας διαβάσει ο αναγνώστης τις ακόλουθες δύο παρατηρήσεις:
• Το «de Grèce» ή «ντε Γκρες» που, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των εφημερίδων, δήλωσαν ως επώνυμο οι ενδιαφερόμενοι, δεν είναι βέβαια κανονικό επώνυμο. Είναι δηλωτικό τόπου καταγωγής. Ως τέτοιο όμως το «ντε Γκρες» –δηλαδή «της Ελλάδος» και μάλιστα με κενό ανάμεσα στις δυο λέξεις, κατά το γαλλικό de ή το γερμανικό von– το εν λόγω «επώνυμο» δεν προσδιορίζει, ούτε μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητα των συγκεκριμένων προσώπων, όπως θα έπρεπε. Διότι χιλιάδες συμπατριώτες μας με το όνομα Παύλος ή Νικόλαος, θα μπορούσαν, επικαλούμενοι την αρχή της ισότητας, να διεκδικήσουν αντί άλλου επωνύμου το «της Ελλάδος» (ή «της Ηλείας», ή «της Καρδίτσας») και να το χρησιμοποιήσουν, προκαλώντας αληθινό χάος στις συναλλαγές. Από αυτή την άποψη, η αίτηση των ανωτέρω δεν πληροί, κατά τη γνώμη μου, τις προϋποθέσεις του ν. 2215/1994, ο οποίος ζητεί από αυτούς να δηλώσουν επώνυμο της επιλογής τους και όχι κάτι που δεν μοιάζει καν με επώνυμο.
Δεν συνιστά κατ’ εξοχήν διάκριση η χρήση από έναν Ελληνα πολίτη, αντί επωνύμου, του δηλωτικού του τόπου καταγωγής του, όπως έκαναν παλαιότερα οι βασιλείς και, γενικότερα, οι ευγενείς;
• Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι το Σύνταγμα δεν απαγορεύει μόνο την απονομή τίτλων ευγενείας, αλλά και τίτλων «διάκρισης» (άρθρο 4 παρ. 7). Δεν συνιστά όμως κατ’ εξοχήν διάκριση η χρήση από έναν Ελληνα πολίτη, αντί επωνύμου, του δηλωτικού του τόπου καταγωγής του, όπως έκαναν παλαιότερα οι βασιλείς και, γενικότερα, οι ευγενείς;
Με όλο τον σεβασμό, λοιπόν, υποβάλλω τις παρατηρήσεις αυτές στον υπουργό Εσωτερικών, στον οποίο ανήκει ο τελευταίος λόγος, εν προκειμένω. Ως παλαιό μαθητή μάλιστα Ηλία Νικολακόπουλου και, ως εκ τούτου, καλό γνώστη της νεότερης ιστορίας μας, θα του συνιστούσα και κάτι ακόμη: να θυμηθεί τον Τιμολέοντα Φιλήμονα, τον γνωστό δημοσιογράφο, πολιτικό και διανοούμενο, ο οποίος, το 1868, είχε αντιταχθεί στην απονομή του τίτλου του «δούκα της Σπάρτης» στον μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο. Γιατί; Διότι το απαγόρευε ήδη από τότε ρητά το Σύνταγμα.
Οσο για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, θα τους προέτρεπα να χρησιμοποιήσουν ως επώνυμο το πολύ συγγενές «Δεγρές» ή, ακόμη, σωστότερα «Δαγρές», δανειζόμενοι το επώνυμο ενός γνωστού πολιτικού του 19ου αιώνα: του Κωνσταντίνου Δαγρέ (1821-1898), επανειλημμένα βουλευτή Μεσσηνίας, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Βρωμόβρυση της Αλφείας.
Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

