«Η ελληνικότητα ενυπάρχει στους Σικελούς. Είναι τόσο δεδομένη, που δεν το συνειδητοποιούν καν. Οχι όμως μόνο σε ό,τι αφορά την Ιστορία. Το προσωπικό μου παράδειγμα: Ηρθα για πρώτη φορά στην Αθήνα 18 ετών. Προσεγγίσαμε την Αττική οδικώς και περάσαμε από τα διυλιστήρια της Ελευσίνας. Μα, και για να πας από την Κατάνια, όπου γεννήθηκα, στις Συρακούσες πάλι το ίδιο βλέπεις. Εκεί, στην περιοχή που ονομάζεται Μέγαρα έχει επίσης διυλιστήρια. Και έτσι είπα και εγώ φτάνοντας στην Ελλάδα: “Α! Είναι σαν το σπίτι μου, αρχαία και φουγάρα μαζί”. Ελληνικότητα για εμένα δεν ήταν το θάμβος του νεοκλασικισμού αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Το ψωμί μας έχει την ίδια γεύση, τα σπίτια είναι εξίσου ανοιχτά και οι άνθρωποι ζεστοί», λέει η ελληνίστρια Κατερίνα Καρπινάτο, η οποία διδάσκει νέα ελληνικά στο Πανεπιστήμιο Κα Φοσκάρι της Βενετίας. Αντί να κάνουμε τη συνέντευξη σε έναν καφέ, προσφέρθηκε να μαγειρέψει σπίτι της, σ’ ένα ήσυχο κανάλι κοντά στην εκκλησία Σάντα Μαρία ντε λα Σαλούτε, όπου η Παναγία δοξάζεται με μια βυζαντινή ορθόδοξη εικόνα που έφεραν μαζί τους οι Ενετοί φεύγοντας από τον Χάνδακα. Παρότι την έβλεπα για πρώτη φορά μπροστά μου, το κλίμα ήταν εγκάρδιο, σαν να συναντούσα μια μακρινή ξαδέλφη (να, ξανά αυτή η «συγγένεια» στην οποίαν αναφερόταν συνεχώς η Σικελή). Μπορεί, ίσως, να οφείλετο και στα άπταιστα ελληνικά της, με μια ελαφρά τραγουδιστή προφορά σαν και αυτήν της Κέρκυρας.
Η δική της σχέση με την πατρίδα μας ξεκίνησε από τα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών που έκανε στο λύκειο. «Σήμερα, υπάρχουν 703 κλασικά λύκεια στην Ιταλία όπου οι μαθητές για πέντε χρόνια διδάσκονται γραμματική, κείμενα και ιστορία της λογοτεχνίας. Βέβαια, τα κείμενα της διδακτέας ύλης φτάνουν έως την εποχή του Ιουστινιανού κι εμένα με ένοιαζε να μάθω τι έγινε μετά στην Ελλάδα, στο Βυζάντιο, στο 1821. Ετσι, αυτό που ήταν στην αρχή περιέργεια για τη χώρα σας, έγινε αργότερα επάγγελμα», εξηγεί η Καρπινάτο, σερβίροντάς μου ριζότο.

Το FIAT έγινε… σπίτι
«Η παρθενική μου επίσκεψη ήταν το 1981 και αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η δημοφιλία του KKE, το βλέμμα προς τα Βαλκάνια και τη Ρωσία, ενώ στην Ιταλία υπήρχε το ευρωπαϊκό άνοιγμα του Μπερλινγκουέρ. Το άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι εκείνη την εποχή δεν ζούσαν τόσοι ξένοι στην Αθήνα και οι γιαγιάδες μου έλεγαν: “Να πάρεις ένα δικό μας παιδί να γίνεις Ελληνίδα”» λέει η Καρπινάτο, που δεν παντρεύτηκε συμπατριώτη μας αλλά έκανε κάτι πιο έξυπνο: «Το 1991, η γιαγιά μου μου είχε δώσει χρήματα για να αγοράσω ένα μικρό Fiat. Αντ’ αυτού πήρα ένα μικρό διαμέρισμα πίσω από τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, που έχω μέχρι σήμερα, και νιώθω ότι ανά πάσα στιγμή μπορώ να πεταχτώ στην Ελλάδα».
Κοινό θέμα στον ελληνικό και στον ιταλικό πολιτισμό είναι το βάρος και το κλέος του παρελθόντος: «Εχει πλάκα ότι οι Ιταλοί έχουν απαίτηση από έναν σημερινό Ελληνα που λέγεται Αριστοτέλης ή Ξενοφών να έχει απόλυτη γνώση του παρελθόντος και θα στενοχωρηθούν αν καταλάβουν ότι δεν έχει ιδέα, αλλά εάν μπουν σε έναν ταξιτζή στη Ρώμη που λέγεται Τσέζαρε και αντίστοιχα δεν ξέρει πολλά για τους Ρωμαίους, δεν θα τους νοιάξει. Από την άλλη, αυτό που λέω εγώ στους φοιτητές μου είναι ότι με το να μελετήσουν την αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα, δεν θα μάθουν μονάχα την Ιστορία. Αντιθέτως, θα τους δώσει στα χέρια τα κλειδιά κατανόησης των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας, αλλά και της Μέσης Ανατολής», επισημαίνει η Καρπινάτο για την έκκεντρη γεωγραφική μας θέση σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη, που ωστόσο είναι και ο μεγάλος μας πλούτος. Η ίδια βρέθηκε να διδάσκει νέα ελληνικά στη Βενετία πριν από 26 χρόνια χάρις στις προσπάθειες που έκανε ο τότε επικεφαλής του Ελληνικού Ινστιτούτου, Νίκος Παναγιωτάκης, να αναβιώσει τη διδασκαλία της γλώσσας μας. «Το ενδιαφέρον με το πανεπιστήμιό μας, που έχει ιδρυθεί το 1868, είναι ότι οι Βενετσιάνοι λόγω του κοσμοπολιτισμού και των εμπορικών δικτύων τους έδωσαν αμέσως χώρο στη γλωσσομάθεια. Τα νέα ελληνικά διδάσκονταν από την αρχή έως το 1890 και μετά υπήρξε μια σιγή έως το 1994. Αργότερα προέκυψε μια οργανική θέση, την οποία κατέχω. Ξεκινήσαμε με λίγα εφόδια, φτιάξαμε σιγά σιγά τη βιβλιοθήκη μας και είχαμε την ευτυχία ο σπουδαίος Μάριο Βίτι να μας δωρίσει τη δική του».
«Οι Ιταλοί έχουν απαίτηση από έναν Ελληνα που λέγεται Αριστοτέλης ή Ξενοφών να έχει απόλυτη γνώση του παρελθόντος, αλλά εάν μπουν σε έναν ταξιτζή στη Ρώμη που λέγεται Τσέζαρε και δεν ξέρει πολλά για τους Ρωμαίους, δεν θα τους νοιάξει».
Αυτήν την περίοδο φοιτούν 35 άτομα, που είτε θέλουν απλώς να μάθουν τα νέα ελληνικά είτε θέλουν να πάρουν και επισήμως πτυχίο γλωσσομάθειας. «Μου έχει κάνει εντύπωση η λαχτάρα που έχουν όλοι τους, το μεράκι, και έτσι ξεπερνούν τα εμπόδια της εκμάθησης». Και ποιοι ενδιαφέρονται για τη γλώσσα μας; «Υπάρχουν αυτοί που σπουδάζουν ιστορία ή αρχαιολογία, άλλοι που σπουδάζουν γενικά ξένες γλώσσες –κάνουν λ.χ. ελληνικά και κινεζικά–, υπάρχουν άνθρωποι που βγήκαν στη σύνταξη και βρήκαν χρόνο, άλλοι που πήγαν στην Ελλάδα με Εrasmus. Σε όλους λέω ότι αποκτώντας τη γνώση των νέων ελληνικών αποκτούν μεγαλύτερο βάθος και κατανόηση του κόσμου, πολύ διαφορετική από αυτή που σου δίνει η αγγλική ως lingua franca. Αλλά και για τους Ελληνες είναι σημαντικό να ακούν την ίδια τους τη γλώσσα από ξένους και να ξέρουν ότι κάποιοι προσπάθησαν να τους καταλάβουν και να τους αισθανθούν». Εως σήμερα, η Καρπινάτο συνεργάζεται με μια Ελληνίδα που διδάσκει με σύμβαση στο πανεπιστήμιο, όμως λόγω επικείμενων περικοπών που κάνει το κεντρικό κράτος στην Ιταλία δεν θα καλύπτεται εξ ολοκλήρου ο μισθός της τελευταίας. Αυτό το πρόβλημα θα δημιουργήσει σοβαρό ζήτημα.
Ωστόσο η Σικελή δεν πρόκειται να το βάλει κάτω. Αλλη μια φιλόδοξη προσπάθειά της είναι ότι είχε διοργανώσει μαθήματα νέων ελληνικών σε μαθητές λυκείων που έκαναν ήδη αρχαία, αξιοποιώντας καθηγητές που έρχονταν από την Ελλάδα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της κοινότητάς μας. «Σκεφτείτε ότι τα αρχαία τα διδάσκονται χιλιάδες παιδιά σε 703 σχολεία της Ιταλίας. Αν επενδύαμε στο 1% από αυτά ώστε να μάθουν νέα ελληνικά, θα δημιουργούσαμε ένα πραγματικό φυτώριο για το μέλλον. Θα μπορούσε να γίνει μια διμερής συμφωνία ανάμεσα στις χώρες μας και να μας στείλουν αποφοίτους ελληνικής φιλολογίας και γνώστες της ιταλικής για να κάνουν μαθήματα σε πόλεις όπου υπάρχουν και ελληνικές έδρες σπουδών: Βενετία, Ρώμη, Σικελία, Πάδοβα. Δεν είναι κάτι ούτε τόσο δύσκολο ούτε τόσο δαπανηρό».

Ο Ρικάρντος
Η επόμενη συνάντηση με την Καρπινάτο έγινε στην τάξη της. «Είμαι ο Ρικάρντος», μου είπε ένας νεαρός, προσθέτοντας κατά την ελληνική γραμματική ένα τελικό σίγμα στο όνομά του: «Με γοήτευε πολύ ο ήχος της γλώσσας σας και έτσι ξεκίνησα, έκανα και ένα πρόγραμμα Erasmus στην Αθήνα. Τι μεγάλη και ζωντανή πόλη. Οταν μιλούσα στους Ελληνες ελληνικά με κοιτούσαν ξαφνιασμένοι, αλλά τους άρεσε. Και μένα μου άρεσε ακόμη πιο πολύ», μου λέει και με αφήνει να καταλάβω ότι είναι πολύ πιο… κουλ να μιλάς μια γλώσσα που λίγοι ξέρουν παρά τα τετριμμένα αγγλικά. Η Ελίσα, στα 22 της, έχει μια άλλη ιστορία να διηγηθεί. «Ο παππούς μου είναι Ιταλός, που πήγε στην Πάτρα για δουλειά και γνώρισε τη Μικρασιάτισσα γιαγιά μου». Διακόπτει για λίγο και ύστερα ρωτάει την Καρπινάτο: «Πώς λέμε σε σωστά ελληνικά: την ερωτεύτηκε με το βλέμμα;». «Με την πρώτη ματιά» απαντά η καθηγήτρια. «Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά, λοιπόν, παντρεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, έκαναν οικογένεια. Μα εγώ νιώθω και Ιταλίδα και Ελληνίδα. Ηρθα στην Ελλάδα με Erasmus, γνώρισα φανταστικούς ανθρώπους, μπήκα σε μια χορωδία, εργάστηκα σε έναν εκδοτικό οίκο. Θεωρώ τεράστιο πλούτο μου που έχω τα εφόδια αυτής της γλώσσας».
Πέρα από τα νέα παιδιά, υπήρχαν και δύο φοιτητές με λευκά μαλλιά, συνταξιούχοι και οι δυο. Η Σαΐντα εργαζόταν στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, που ιδρύθηκε όταν ο καρδινάλιος Βησσαρίων έφερε από το Βυζάντιο στη Βενετία την πολύτιμη συλλογή χειρογράφων του. Κάθε μέρα έπιανε στα χέρια της τις περίφημες εκδόσεις του Αλδου Μανούτιου και όχι μόνο. Ετσι της δημιουργήθηκε η ανάγκη να μάθει νέα ελληνικά. Αντίστοιχη είναι η περίπτωση του Στέφανο, ο οποίος είχε ένα βιβλιοπωλείο με πανεπιστημιακές εκδόσεις και στα 70 του άρχισε να μαθαίνει ελληνικά: «Θα σας φανεί περίεργο, αλλά τώρα που μιλώ τις λέξεις σας, με πιάνει ακόμη μεγαλύτερη ντροπή που εισβάλαμε στην Ελλάδα το 1940». Εχει δίκιο η Καρπινάτο, μαζί με τη γλώσσα έρχεται και η ενσυναίσθηση.
____________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Η Κατερίνα Καρπινάτο με φοιτητές της στο Πανεπιστήμιο Κα Φοσκάρι της Βενετίας. «Με το να μελετήσουν την αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα, δεν θα μάθουν μονάχα την Ιστορία. Θα έχουν στα χέρια τους τα κλειδιά των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας, αλλά και της Μέσης Ανατολής», αναφέρει.

