Μιλώντας από την άλλη όχθη των ΑΕΙ

Δίδαξαν μέχρι τη συνταξιοδότησή τους στο δημόσιο πανεπιστήμιο και μεταπήδησαν ως ομότιμοι στην ιδιωτική εκπαίδευση. Πώς συγκρίνουν τα μη κρατικά με τα παλαιά ιδρύματα;

6' 18" χρόνος ανάγνωσης

Συνέδεσαν την επαγγελματική τους διαδρομή με το δημόσιο πανεπιστήμιο. Πήραν από αυτό τίτλους και τιμές, διακρίθηκαν επιστημονικά και επαγγελματικά. Σήμερα κατέχουν υψηλόβαθμες θέσεις σε ιδιωτικά ελληνικά κολέγια τα οποία, συνεργαζόμενα με ευρωπαϊκά ΑΕΙ, θα καταθέσουν στις αρχές του 2025 αίτηση στο υπουργείο Παιδείας για να λάβουν άδεια ίδρυσης μη κρατικού πανεπιστημίου. Η παρουσία εγνωσμένου κύρους πανεπιστημιακών –όπως ο Κωνσταντίνος Αρκουμάνης, ο Γιώργος Δέλλιος, ο Αντώνης Μανιτάκης, η Μαρίνα Οικονόμου-Λαλιώτη– σε ιδιωτικά κολέγια προϊδεάζει για την κατεύθυνση που θα πάρει το εγχείρημα της μη κρατικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μάλιστα, σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, ιδιωτικά κολέγια που θέλουν να λάβουν άδεια μη κρατικού ΑΕΙ αναζητούν πανεπιστημιακούς που έχουν αποχωρήσει από το δημόσιο πανεπιστήμιο για να καλύψουν κομβικές θέσεις στο ακαδημαϊκό τους προσωπικό, προσθέτοντας κύρος στο εγχείρημα. Δεν λείπουν πάντως οι επικρίσεις από καθηγητές δημοσίων ΑΕΙ, που θεωρούν ότι η συμμετοχή συναδέλφων τους σε μη κρατικά ΑΕΙ δεν συνάδει με τη θέση και τη διαδρομή τους στο δημόσιο ΑΕΙ. Πρόκειται για ιδεολογικές αγκυλώσεις;

Μιλώντας από την άλλη όχθη των ΑΕΙ-1

«Υποστήριξα ένθερμα το εγχείρημα της ίδρυσης μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ και στην Ελλάδα. Και αυτό διότι η δεκάχρονη ακαδημαϊκή θητεία μου σε ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου, αρχικά στο νομικό τμήμα ελληνικού δικαίου της Πάφου ως πρώτος κοσμήτορας και ιδρυτής του, και από το 2020 μέχρι σήμερα ως πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής του νομικού τμήματος ελληνικού δικαίου του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, μου έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια όταν είναι καλά στελεχωμένα και έχουν τις κατάλληλες υποδομές, όταν εκτός από τη διδασκαλία είναι προσανατολισμένα και στην έρευνα και επιδιώκουν, συστηματικά, τη διεθνή αναγνώρισή τους από τις μετρήσεις αξιολόγησης της ποιότητάς τους από διεθνείς οργανισμούς και την κατάταξή τους σε υψηλή θέση στα διεθνή ranking, τότε είναι πλήρως ανταγωνιστικά με τα δημόσια», παρατηρεί στην «Κ» ο Αντώνης Μανιτάκης, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ και πρόεδρος του επιστημονικού συμβουλίου της Νομικής του κυπριακού Πανεπιστημίου Nicosia, το οποίο θα ιδρύσει παράρτημά του στην Αθήνα. «Ειρήσθω εν παρόδω», προσθέτει ο ίδιος, «έκανα τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές μου σπουδές στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, χωρίς να γνωρίζω τότε ότι ήταν ίδρυμα κοινωφελούς χαρακτήρα και διευθυνόταν από ιδιώτες, εκπροσώπους των επιμελητηρίων και του δήμου. Τα καλύτερα και πιο φημισμένα πανεπιστήμια στο Βέλγιο είναι κοινωφελή ιδρύματα, δηλαδή μη κρατικά, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως αυτά που πρόκειται να ιδρυθούν στην Ελλάδα με βάση τον νέο νόμο».

Μιλώντας από την άλλη όχθη των ΑΕΙ-2

«Θεωρώ τιμή μου ότι υπηρέτησα στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Hταν όνειρο, πόθος, πάθος. Αλλά όχι, δεν υποτίμησα ποτέ τον ιδιωτικό τομέα. Μετά την αφυπηρέτηση δεν ήθελα να κλειστώ. Aλλωστε συνεχίζω να διδάσκω σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημοσίου ΑΕΙ. Ομως, πιστεύω ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τους νέους, οι οποίοι για κάποιους λόγους δεν κατάφεραν να εισαχθούν σε δημόσιο πανεπιστήμιο και επέλεξαν ιδιωτικό. Πρέπει να τους δίνουμε ευκαιρίες και από την εμπειρία μου δεν είναι κατώτερου επιπέδου φοιτητές από εκείνους των δημόσιων ΑΕΙ», παρατηρεί από την πλευρά της στην «Κ» η Μαρίνα Οικονόμου-Λαλιώτη, ομότιμη καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονική σύμβουλος και καθηγήτρια στη Σχολή Ψυχολογίας στο Μητροπολιτικό Κολέγιο.

Μαζί της συμφωνεί ο Κωνσταντίνος Αρκουμάνης, ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος του ακαδημαϊκού συμβουλίου του Μητροπολιτικού Κολεγίου. Πτυχιούχος Φυσικής, με ειδίκευση στη Μηχανική του Περιβάλλοντος, ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα στο Imperial College του Λονδίνου, διετέλεσε αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου City του Λονδίνου, είναι μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Μηχανικών της Αγγλίας και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην τάξη των θετικών επιστημών. «Μα όχι, δεν ισχύει η διάκριση που κάνετε, είναι λάθος η άποψη ότι τα δημόσια πανεπιστήμια είναι καλύτερα από τα ιδιωτικά. Σε άλλες χώρες τα δημόσια έχουν ισχυρότερη ακαδημαϊκή φήμη, ίσως λόγω και της μακρόχρονης εδραιωμένης θέσης τους, σε άλλες τα ιδιωτικά», παρατηρεί ο κ. Αρκουμάνης. «Οπως συμβαίνει διεθνώς σε πολλούς τομείς, υπάρχουν πανεπιστήμια τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, άλλα πολύ καλά και άλλα λιγότερο καλά. Δεν βλέπω γιατί στη χώρα μας θα συμβεί κάτι διαφορετικό. Αλλωστε, παραρτήματα θα δημιουργήσουν στην Ελλάδα και δημόσια, φημισμένα, ευρωπαϊκά πανεπιστήμια», συμπληρώνει στην «Κ» ο Γεώργιος Δέλλιος, ομότιμος καθηγητής Νομικής ΑΠΘ, που έχει διατελέσει κοσμήτορας στη σχολή του και αντιπρύτανης στο ίδρυμα. Σήμερα είναι κοσμήτορας στην υπό σύσταση Νομική Σχολή του City στη Θεσσαλονίκη, η οποία θα λειτουργήσει σε συνεργασία με το βρετανικό δημόσιο πανεπιστήμιο του York.

«Σημασία έχει να δούμε τους όρους λειτουργίας κάθε ΑΕΙ και το έργο του», παρατηρεί ο κ. Αρκουμάνης. «Η ποιότητα των σπουδών δεν εξαρτάται από το αν ένα ΑΕΙ είναι δημόσιο ή ιδιωτικό, αλλά από ποικίλες παραμέτρους που αφορούν όλα τα πανεπιστήμια, όπως η επάρκεια υποδομών και ανθρώπινων πόρων, η επιλογή διδασκόντων με έμφαση στη διδακτική ικανότητα και την ποιότητα –όχι μόνο ποσότητα– του ερευνητικού έργου, η δόμηση προγραμμάτων σπουδών με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και την εξέλιξη της επιστήμης, η ύπαρξη σαφών διδακτικών αποτελεσμάτων για κάθε πρόγραμμα σπουδών και κάθε μάθημα, η εφαρμογή μεθόδων διδασκαλίας και αξιολόγησης που φέρνουν τον φοιτητή κοντά στην πρακτική εφαρμογή της επιστήμης που σπουδάζει», τονίζει ο κ. Δέλλιος.

Μιλώντας από την άλλη όχθη των ΑΕΙ-3

«Θα είναι άδικο βέβαια να μη δηλώσω ότι τα δημόσια ΑΕΙ στην Ελλάδα υπερτερούν στην έρευνα, διαθέτουν καθηγητές διεθνούς κύρους. Αλλά και τα ιδιωτικά, τουλάχιστον με βάση την εμπειρία μου, έχουν πλεονεκτήματα έναντι των δημοσίων», συμπληρώνει ο κ. Αρκουμάνης. Αυτά σχετίζονται με τις εγκαταστάσεις, το ακαδημαϊκό περιβάλλον και κυρίως το διδακτικό πλαίσιο και το προσωπικό ενδιαφέρον των καθηγητών για τους φοιτητές.

Λιγότεροι φοιτητές

«Εκ πρώτης όψεως τα μη κρατικά πανεπιστήμια έχουν τα εξής πλεονεκτήματα: έχουν πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών, 30 κατά ανώτατο όριο ανά τμήμα, σύμφωνα με τους ορισμούς της Αρχής Ποιότητας Σπουδών των χωρών τους, έχουν ετήσιες αξιολογήσεις και αναθεωρήσεις της διδασκαλίας των μαθημάτων, διαδραστική μέθοδο διδασκαλίας, ερευνητικές εργασίες, υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, ενδιάμεσες εντός του εξαμήνου εξετάσεις και κυρίως, το πιο σημαντικό, όποιος κριθεί στάσιμος επαναλαμβάνει το έτος», λέει ο κ. Μανιτάκης.

«Μην το υποτιμάμε, η κατάσταση των υποδομών δείχνει σεβασμό προς τους εργαζομένους και, εν προκειμένω, δημιουργούν εκπαιδευτική ατμόσφαιρα πολύ γόνιμη. Οι αίθουσες διδασκαλίας είναι μικρές, επιτρέπουν την καλύτερη συνεργασία του καθηγητή με φοιτητές και αυτό δίνει τη δυνατότητα στους φοιτητές να αναδείξουν τις ικανότητές τους. Απόδειξη είναι η μεγάλη συμμετοχή των φοιτητών στα μαθήματα», παρατηρεί η κ. Οικονόμου-Λαλιώτη.

Η λειτουργία των μη κρατικών ΑΕΙ θα επιτρέψει επίσης να αξιοποιηθεί μεγάλο μέρος των κατόχων διδακτορικών – επιστήμονες, που είτε μετανάστευσαν στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά είτε απασχολούνται στην Ελλάδα σε θέσεις κατώτερες των προσόντων τους. «Η υποχρέωση των μη κρατικών ΑΕΙ να έχουν το 90% των διδασκόντων με διδακτορικό δεν είναι δύσκολο να εκπληρωθεί, αφού σήμερα υπάρχει μεγάλος αριθμός Ελλήνων επιστημόνων με πολύ αξιόλογα διδακτορικά, ελληνικών ή ξένων ΑΕΙ. Με την απασχόληση τέτοιων επιστημόνων στα μη κρατικά ΑΕΙ στην Ελλάδα θα επιτευχθεί, βέβαια, και η πολλαπλά επιθυμητή παραμονή ή επιστροφή τους στη χώρα μας, προς όφελος του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας», σημειώνει ο κ. Δέλλιος.

Μιλώντας από την άλλη όχθη των ΑΕΙ-4

«Πιστεύω ακράδαντα ότι η ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ και στην Ελλάδα θα αναγκάσει τα δημόσια πανεπιστήμια να εκσυγχρονιστούν και να δείξουν την υπεροχή τους απέναντι στα ιδιωτικά. Τουλάχιστον να πάψουν να είναι απλώς, σε ό,τι αφορά κυρίως τις κοινωνικές επιστήμες, εξεταστικά κέντρα και να πνίγονται ακαδημαϊκά από τις “δημοκρατικές” εκλογές των οργάνων της διοίκησής τους. Τα πανεπιστήμια παράγουν γνώσεις και δεν είναι τόποι έκφρασης των ιδεολογικών και κομματικών πεποιθήσεων. Πρέπει για τις θέσεις διοίκησης να επιλέγονται οι ικανότεροι και όχι οι πολιτικά αρεστοί», παρατηρεί ο κ. Μανιτάκης.

Ο ίδιος, βέβαια, στην ερώτηση τι θα πρότεινε σε έναν 18χρονο για την επιλογή δημοσίου ή ιδιωτικού ΑΕΙ, δηλώνει: «Η επιλογή του εξαρτάται από τη σχολή που πρέπει να διαλέξει, από την πόλη που θα φοιτήσει, από την οικονομική του άνεση. Πάντως η επιλογή του δημοσίου είναι προτιμητέα όταν ο ίδιος είναι επιμελής και μπορεί να ξεπεράσει μόνος του με την ευφυΐα και τη φαντασία του τις τυχόν υστερήσεις της σχολής του, εφόσον αποβλέπει στη συνέχιση των σπουδών στο εξωτερικό».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT