Η Ελλάδα είναι η τρίτη πιο ορεινή χώρα στην Ευρώπη, πίσω από την Ελβετία και τη Νορβηγία και πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ενωση μαζί με τη Σλοβενία.
Παρότι τα βουνά μας διαθέτουν εξαιρετικές ομορφιές και δυνατότητες για να ζήσει κόσμος, ερημώνουν σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες. «Δεν είναι μόνο αριθμητικό το ζήτημα, είναι και ποιοτικό. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δέκα γηραιότεροι δήμοι της χώρας είναι ορεινοί.
Συνάμα, το 70% της ορεινής γης της Πίνδου, που καλλιεργούνταν παλιά, είναι σήμερα εγκαταλελειμμένο», λέει στην «Κ» ο Ανδρέας Στεργίου, δήμαρχος Αργιθέας και πρόεδρος του Δικτύου Πίνδος, που συνενώνει 13 δήμους της οροσειράς, η οποία είναι η ραχοκοκαλιά της χώρας.
Η εγκατάλειψη του βουνού στην Ελλάδα δεν είναι κάτι καινούργιο, ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50 για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, αναπτύχθηκε το ’60 με την ενίσχυση των οικονομικών πιέσεων και γενικεύθηκε αργότερα με το ρεύμα της «αστυφιλίας», που είχε και πολιτισμικούς παράγοντες. Σήμερα είμαστε στην τελική φάση της ερήμωσης; Ή μήπως όχι;
Οι ενδιαφέρουσες διεργασίες και συζητήσεις που αναπτύσσονται στους ορεινούς δήμους και το Δίκτυο Πίνδος αναδεικνύουν πως αυτή την περίοδο βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο: από τη μια η εγκατάλειψη χτυπάει όχι μόνο τους πληθυσμούς, αλλά και την ορεινή γη και τις καλλιεργητικές συνήθειες, την πολύτιμη εμπειρία εις βάθος χρόνου, που μπορεί να χαθεί μαζί με τους τελευταίους μύστες της. Από την άλλη, υπάρχουν κάποιες νέες δυνατότητες, κάποιοι μιλούν και για «ευκαιρία», να ανακοπεί και να αναστραφεί εν μέρει το φαινόμενο. Στην εποχή μάλιστα της κλιματικής κρίσης, όπου η ανάγκη μιας ισόρροπης και με σεβασμό στο περιβάλλον ανάπτυξης γίνεται επιτακτική, ο παράγοντας «βουνό», που είναι φυσικός πνεύμονας και παράδεισος βιοποικιλότητας, μπορεί να αναδειχθεί κρίσιμος.

Αντιστροφή της τάσης
Κανείς δεν μιλάει, σε αυτή τη φάση, να γεμίσουν τα ορεινά χωριά ξανά με τους πληθυσμούς που είχαν πριν από 30 ή 40 χρόνια, αλλά μπορεί να εκφραστεί μια σημαντική αντίστροφη τάση. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Η «Κ» μίλησε με κατοίκους που παλεύουν κόντρα στις αντίξοες συνθήκες, επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα και με εκπρόσωπο του Δικτύου Πίνδος.
«Ζούμε έναν συνδυασμό εγκατάλειψης της γης και κοινωνικής απερήμωσης. Η παύση γεωργίας και κτηνοτροφίας στις ορεινές περιοχές οδηγεί σε ανάπτυξη της άγριας φύσης. Αυτό συνοδεύεται από διάφορα προβλήματα: το βουνό γίνεται λόγγος, αναπτύσσεται πολύ ο υποόροφος μέσα στα δάση, πιέζεται η βιοποικιλότητα, η οποία αναπτύσσεται στα διάκενα, στα ξέφωτα», υπογραμμίζει στην «Κ» ο Γιάννης Καζόγλου, καθηγητής στο τμήμα Δασοπονίας του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας στην Καρδίτσα, κάτοικος και ο ίδιος σε ορεινή περιοχή (Λαιμός Πρεσπών). «Αν και δεν κατάγομαι από εκεί, το 1997 βρήκα δουλειά και ερευνητικό ενδιαφέρον κι αποφάσισα να πάω στις Πρέσπες», μας λέει.
Υπάρχουν και αλλού τολμηροί, αλλά πιέζονται από τις συνθήκες. Ο Αχιλλέας Τσαπραΐλης ξεκίνησε μόνος του το 2008, χωρίς να έχει κάποια οικογενειακή προϊστορία πίσω του, να στήσει κτηνοτροφική μονάδα στην Αργιθέα, τον πιο απομακρυσμένο ορεινό δήμο της χώρας. «Επέστρεψα κι έγινα γελαδάρης στα Αγραφα, με αυτόχθονη φυλή βραχυκέρατων βοοειδών, μία από τις τέσσερις ελληνικές φυλές. Εδώ και δύο χρόνια ξεκίνησα και μεταποίηση, γιατί αλλιώς δεν έβγαινε. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια μετράμε αντίστροφα. Είναι παντελώς ασύμφορο αυτό που κάνουμε. Αφενός έχουμε να αντιμετωπίσουμε μεγάλες δυσκολίες: μεγάλες αποστάσεις – θέλω 2,5-3 ώρες για το σφαγείο στα Τρίκαλα κι εκεί οι συνθήκες είναι άθλιες. Τεράστιο κόστος είναι τα καύσιμα και υπάρχουν μεγάλες απώλειες από τους λύκους, ενώ αποζημιωνόμαστε για πολύ λιγότερα ζώα. Αφετέρου, το παιχνίδι δεν παίζεται με καθαρούς όρους. Είναι γνωστό πως πωλούνται ως ντόπια μοσχάρια εισαγωγής», λέει στην «Κ». «Θα έπρεπε να υπάρχουν σφαγεία εκτροφής, κινητά σφαγεία κ.λπ., όπως σε άλλες χώρες. Επίσης, να υπάρχει μια πριμοδότηση της ορεινότητας, από τη σήμανση έως και οικονομικές ενισχύσεις. Η παραγωγή μας γίνεται σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες», συμπληρώνει.
«Αντιμετωπίζουμε μεγάλες δυσκολίες: αποστάσεις, τεράστιο κόστος με τα καύσιμα και απώλειες από τους λύκους, ενώ αποζημιωνόμαστε για λιγότερα ζώα», λέει ο κτηνοτρόφος Αχιλλέας Τσαπραΐλης.
Ο Αλέξανδρος Μπούτζας είναι 24 ετών. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων αλλά γύρισε στο χωριό του, στα Πράμαντα στα Τζουμέρκα, για να βοηθήσει στις οικογενειακές επιχειρήσεις, στα κοπάδια, στο τυροκομείο και την ταβέρνα. «Τα Πράμαντα είναι κεφαλοχώρι, έχουν από παιδικό σταθμό μέχρι λύκειο, δημαρχείο, πυροσβεστική, κέντρο υγείας, αστυνομικό τμήμα. Υπάρχει και η παρέα από το σχολείο, δουλεύουμε, κάνουμε τις πεζοπορίες μας, παίζουμε ποδόσφαιρο, έχουμε κι ωραίο γήπεδο», μας λέει ο Α. Μπούτζας. Τα πράγματα βέβαια δεν είναι εύκολα. «Η κτηνοτροφία πεθαίνει. Οποιος πάθει ζημιά το κλείνει. Οι προμήθειες είναι πανάκριβες και δεν υπάρχουν κι άνθρωποι για βοσκοί. Το σφαγείο είναι στα Γιάννενα, όταν κατεβαίνουμε είμαστε δυο μέρες στον δρόμο». Από την άλλη, «ο τουρισμός κάθε χρόνο πάει και καλύτερα, ο κόσμος θέλει κάτι διαφορετικό. Εδώ δεν έχουμε και πανάκριβες ξαπλώστρες», αναφέρει.

«Αν κι έχουμε χάσει πολύ χρόνο, έχουμε μια νέα ευκαιρία για τα βουνά. Δεν είμαστε αιθεροβάμονες, υπάρχουν πράγματα που αλλάζουν. Το ’60 η πεδιάδα ήταν πιο ανταγωνιστική, το βουνό εγκαταλείφθηκε. Εδώ και 20 χρόνια η αγορά ζητάει ποιοτικά προϊόντα ιδιαίτερης αξίας, τα οποία μπορούν να παραχθούν σε μέρη “καθαρά”, χωρίς τοξική επιμόλυνση, που άδειασαν πριν από το 1970. Μέρη και προϊόντα με ταυτότητα. Το “κλειδί” βρίσκεται στην αγροτοοικολογική μετάβαση. Να αξιοποιήσουμε τον πλούτο που έχουμε στα βουνά: νερό, έδαφος, δέντρα, δάση, αλλά με προσοχή», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Γούσιος, καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Περισσότερος κόσμος ζητάει προϊόντα με αυθεντικότητα. Επίσης, οι τουρίστες ανακαλύπτουν το βουνό. Επιπλέον, έχουμε τις νέες τεχνολογίες, που δίνουν νέες δυνατότητες και υπηρεσίες στον κόσμο που μένει στα ορεινά, ενώ βοηθούν και στην τηλεργασία. Τα όμορφα ορεινά χωριά μπορούν να υποδεχθούν “ψηφιακούς νομάδες”», συμπληρώνει.
Ο κ. Γούσιος ήταν επικεφαλής ενός μεγάλου προγράμματος, που εφαρμόστηκε στο όρο Τρόοδος στην Κύπρο, το οποίο μάλιστα διακρίθηκε και από τον ΟΗΕ σε παρουσίαση σχετικών μελετών. «Το έργο έχει αποτελέσματα, καθώς καταγράφεται ανακοπή της εγκατάλειψης και υποδοχή και νέου πληθυσμού», αναφέρει.
Τα ποιοτικά προϊόντα
Από πού μπορεί να ξεκινήσει κανείς; «Κατ’ αρχάς πρέπει να πας στο πεδίο, να μιλήσεις με τον κόσμο. Οχι σχέδια επί χάρτου. Να ενθαρρύνουμε τη γεωργία στα ορεινά, που έχει όφελος και για το περιβάλλον. Να βρούμε και να αναδείξουμε προϊόντα με μεγάλη αξία. Στην Κύπρο, για παράδειγμα, βρήκαμε ένα κεράσι εξαιρετικής ποιότητας. Κι εδώ έχουμε, τα αχλάδια της Καλαμπάκας, τα φασόλια της κεντρικής Πίνδου. Πιάνεις άλλες τιμές. Τα φασόλια Δομοκού πωλούνται 3-4 φορές πάνω απ’ αυτά του κάμπου της Λάρισας. Στην Κορσική κάνουν τεράστια δουλειά με το κάστανο, το οποίο έχει ανεπτυγμένες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Να βρούμε τις πιο εύκολα ανακτήσιμες εκτάσεις, να είναι συνεχόμενες και μεγάλες, με νερό, δρόμους, ρεύμα και να τις παραχωρήσουμε σε κόσμο που θέλει να τις καλλιεργήσει», σημειώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Πώς θα ενωθούν διαφορετικές ιδιοκτησίες; «Αλλο η κτήση, άλλο η χρήση. Υπάρχει πολύς κόσμος που έφυγε στις πόλεις ή στο εξωτερικό, μπορούν όμως να παραχωρήσουν τη γη τους για καλλιέργεια σε κάποιους που θα μείνουν στο βουνό. Υπάρχουν οι σύλλογοι των χωριών, οι σύλλογοι αποδήμων που μπορούν να βοηθήσουν και να παραχωρηθεί η γη σε νέα παιδιά που θέλουν να δουλέψουν», απαντάει ο κ. Γούσιος. «Σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ελβετία, υπάρχει υποχρεωτικότητα: εάν δεν διαχειριστείς το χωράφι σου για έξι μήνες, το παίρνει ο δήμος και το αξιοποιεί. Δεν χάνεις την ιδιοκτησία, αλλά δεν επιτρέπεται παραγωγική γη να μένει ακαλλιέργητη», συμπληρώνει.
Ο καθηγητής Χωροταξίας αναφέρεται και σε μια ανάλογη προσπάθεια που είχε γίνει πριν από μερικά χρόνια στο χωριό Ελληνόπυργος Καρδίτσας, στα 800 μέτρα, και είχε αποτέλεσμα. «Αξιοποιήσαμε πέντε συλλόγους αποδήμων του χωριού από όλο τον κόσμο. Φτιάξαμε και κοινωνικό ταμείο και ήρθε μια γιαγιά και πρόσφερε 1.000 ευρώ! Κάτι έχει μείνει από τη συλλογικότητα που υπήρχε παλιά στα χωριά, ειδικά στα ορεινά, που ήταν δύσκολες οι συνθήκες».
«Είναι αναγκαίο ένα master plan με δημόσιες πολιτικές για τα βουνά»
«Πρέπει να δούμε συνολικές και συνδυαστικές λύσεις: κτηνοτροφία, γεωργία, δασοπονία, τουρισμός», τονίζει ο Γιάννης Καζόγλου, καθηγητής στο τμήμα Δασοπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στην Καρδίτσα. «Αλλά για να μείνει κάποιος νέος σε ορεινό χωριό έχει να ξεπεράσει πολλές δυσκολίες. Κατ’ αρχάς πρέπει να υπάρχει μια καβάτζα: σπίτι, χωράφια, κανένα τρακτέρ και, αν υπάρχει, κι άνθρωπος να σου δείξει. Δεύτερον, χρειάζεται σοβαρή οικονομική ενίσχυση. Ο νέος αγρότης παίρνει 22.500 ευρώ και ο κόσμος που δεν ξέρει λέει πως είναι πολλά χρήματα. Με αυτά, ούτε μισό τρακτέρ δεν αγοράζεις, ενώ οι τράπεζες δεν δίνουν δάνεια στους αγρότες. Γι’ αυτό επτά στους δέκα μένουν τρία χρόνια, που ισχύει η επιδότηση, και μετά αποχωρούν». Ο καθηγητής Δασοπονίας τονίζει, επίσης, πως ένα μεγάλο πρόβλημα είναι πως οι αγροτικές επιδοτήσεις δεν μοιράζονται καθόλου δίκαια, με αποτέλεσμα οι νέοι αγρότες –ή όσοι προσπαθούν τα τελευταία χρόνια– να παίρνουν ελάχιστα σε σχέση με κάποιους που έχουν κατοχυρώσει «δικαιώματα» από παλιά. Οι αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας για επιδοτήσεις σε αόρατα κοπάδια και βοσκοτόπια επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά του. «Το τρίτο είναι οι υποδομές και οι υπηρεσίες. Είναι μεγάλη η δυσκολία να ζεις απομακρυσμένος. Τι θέλουμε; Σχολεία –έκλεισαν πολλά τμήματα φέτος και πέρυσι–, υποδομές υγείας, καλούς δρόμους». Η ακρίβεια στα ορεινά χτυπάει δυνατά. «Τα τελευταία χρόνια έχουν ανέβει όλα, όλες οι προμήθειες και τα καύσιμα. Εμείς για να πάμε Φλώρινα, που είναι υποχρεωτικό για κάθε δουλειά, ταξιδεύουμε 110 χλμ. πήγαινε έλα. Οι επιστροφές για το αγροτικό καύσιμο που δίνονται δεν επαρκούν. Χρειάζονται ενισχύσεις γερές. Για παράδειγμα η εξαγγελία του πρωθυπουργού στον Εβρο, 10.000 ευρώ για εγκατάσταση, είναι κάτι σημαντικό», συμπληρώνει.
«Χρειάζεται να δούμε το θέμα της ορεινότητας, όπως βλέπουμε τη νησιωτικότητα. Ενώ υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση δεν υπάρχουν ανάλογα μέτρα ειδικής ενίσχυσης.
«Ενώ υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση για την ορεινότητα, δεν υπάρχουν ανάλογα μέτρα ειδικής ενίσχυσης», τονίζει ο πρόεδρος του Δικτύου Πίνδος, Α. Στεργίου.
Για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει μεταφορικό ισοδύναμο για περιοχές τόσο απομακρυσμένες;», τονίζει από την πλευρά του ο πρόεδρος του Δικτύου Πίνδος, Α. Στεργίου. Οπως σημειώνει, «γίνονται βήματα. Διαμορφώθηκε προ διετίας το ειδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα Αγράφων, σύμφωνα με το οποίο έγιναν δρόμοι, δύο περιφερειακά ιατρεία, με αποτέλεσμα συγκράτηση πληθυσμού στους Δήμους Αργιθέας και Πλαστήρα. Υπάρχουν οι συνταξιούχοι που κάθονται το εννεάμηνο, κάποιοι νέοι που προωθούν τον εναλλακτικό τουρισμό. Χρειάζεται όμως μια ενιαία πολιτική με όλα τα μέτρα υποστήριξης μέσα, ένα master plan με δημόσιες πολιτικές για τα βουνά», τονίζει ο κ. Στεργίου. «Οι κτηνοτρόφοι των βουνών είναι σύγχρονοι ήρωες, χρειάζονται ενισχύσεις με ειδική έμφαση στην ορεινότητα. Δασικές εκτάσεις να δοθούν σε συνεταιριστικές μορφές για εκμετάλλευση, τώρα κυριαρχεί η εγκατάλειψη. Να βρεθεί γη και να δοθεί σε νέους αγρότες, π.χ. για αρωματικά φυτά. Να ενισχυθεί η ορεινή οικονομία με συνδυασμένη παραγωγή, για παράδειγμα με τυροκομεία. Επίσης, πρόγραμμα πρόσληψης επιστημόνων για 2+2 έτη για νέους που κατάγονται από την περιοχή (π.χ. δασολόγοι, γεωπόνοι) με το 50% του κόστους να καλύπτεται από τους δήμους», είναι ορισμένες από τις προτάσεις του κ. Στεργίου. Ποιο είναι το πιο κρίσιμο ζητούμενο κατά τη γνώμη του; «Η υγεία είναι ο νούμερο 1 κίνδυνος, είναι υποστελεχωμένα τα περιφερειακά ιατρεία και τα κέντρα υγείας. Χρειάζονται μεγάλα οικονομικά κίνητρα».
Τα ορεινά χωριά δεν θα γίνουν όπως ήταν πριν από 70 και 90 χρόνια. Ωστόσο, μπορούν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική απερήμωση, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της εποχής μας.

