«Η ακύρωση νομιμοποιητικών τίτλων παραμονής, η άρνηση χορήγησης θεωρήσεων εισόδου αποτρέπει (και πράγματι απέτρεψε και τη χρονιά που πέρασε) κατασκοπευτικές δράσεις εις βάρος της χώρας μας». Η συγκεκριμένη αναφορά περιλαμβάνεται στην ετήσια απολογιστική έκθεση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Πρόκειται για τη δεύτερη απολογιστική έκθεση που δημοσιοποιεί η ΕΥΠ από την έναρξη λειτουργίας της, με τον διοικητή της υπηρεσίας, Θεμιστοκλή Δεμίρη, να σημειώνει στο εισαγωγικό μήνυμά του ότι «η έκθεση εντάσσεται στις προσπάθειες που κάνει το τελευταίο διάστημα η ΕΥΠ για να βοηθήσει την εδραίωση μιας κουλτούρας ασφαλείας».
Η έκθεση αφορά το διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2023 έως τον Αύγουστο του 2024. Σ’ αυτήν γίνεται εκτενής αναφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία και στην «κρίση στη Γάζα» και τις πιθανές παρενέργειες των δύο πολέμων στην Ελλάδα. Στις σελίδες της έκθεσης γίνεται έμμεση αλλά σαφής αναφορά στη Ρωσία και στις επιχειρήσεις που διεξάγουν οι μυστικές της υπηρεσίες σε ευρωπαϊκό έδαφος. «Οι ειδικότερες προκλήσεις για τη χώρα μας συνίστανται στον εντοπισμό τυχόν προσπαθειών παραπληροφόρησης και κακόβουλων επιχειρήσεων επιρροής, που αποσκοπούν στη διασπορά ψευδών ειδήσεων και καλλιέργεια σύγχυσης για τις εξελίξεις του πολέμου ή τη στάση και τα συμφέροντα της χώρας μας».
Δίχως ευθεία αναφορά στο Αγιον Ορος και στις λεγόμενες «φιλορωσικές μονές», η ΕΥΠ στην έκθεσή της επισημαίνει «τη θρησκευτική διάσταση του ρωσοουκρανικού πολέμου, με ναούς, μονές και περιοχές της ορθόδοξης λατρείας να μετατρέπονται σε πεδία θρησκευτικών αντιπαραθέσεων και άσκησης επιρροής». Σε κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Κλασική και νέου τύπου κατασκοπεία» η ΕΥΠ, δίχως και πάλι να παρέχει λεπτομέρειες και διευκρινίσεις, σημειώνει με νόημα ότι «δράσεις μορφωτικών ιδρυμάτων συγκεκριμένων χωρών και προγράμματα ανταλλαγής υποτροφιών μελετώνται διεθνώς ως προς το ενδεχόμενο συλλογής ευαίσθητων πληροφοριών και στρατολόγησης για λογαριασμό ξένων δρώντων».
Η διεθνής τρομοκρατία
Στο ίδιο μήκος κύματος και η αναφορά περί «εξαγοράς επιχειρήσεων που σχετίζονται με τεχνολογία αιχμής μεταξύ των μεθόδων διείσδυσης». Στο πεδίο της (σ.σ. διεθνούς) τρομοκρατίας, η ΕΥΠ σημειώνει ότι οι εξελίξεις στη Γάζα και τη Μέση Ανατολή αυξάνουν τον κίνδυνο επιθέσεων από τους επονομαζόμενους «μοναχικούς λύκους», ενώ ως πηγή ανησυχίας επισημαίνεται η επαναδραστηριοποίηση οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ Κάιντα, ιδίως σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής (Σαχέλ). «Η επαγρύπνηση αφορά επίσης και τις μεταναστευτικές ροές αλλά και τις προσφυγικές δομές στη χώρα μας, όπου μπορούν να παρεισφρήσουν τρομοκρατικά στοιχεία». Αναφορικά με την παράνομη μετανάστευση, στην έκθεση γίνεται εμμέσως αναφορά στη συνεργασία με τις τουρκικές αρχές: «Η υπηρεσία ενέτεινε τη συνεργασία ιδίως με γειτονικές χώρες σε μια προσπάθεια να κινητοποιηθούν ακόμα περισσότερο οι εκεί Αρχές για τις δικές τους ενέργειες». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο που αφορά το οργανωμένο έγκλημα στη χώρα.
Ο συντάκτης της έκθεσης το χαρακτηρίζει «απειλή για τη σταθερότητα της χώρας», σημειώνοντας ότι τα κέρδη από τη δράση της μαφίας τοποθετούνται στη νόμιμη οικονομία με αποτέλεσμα «διαταραχές στις αγορές». Θέτει όμως και μιαν άλλη διάσταση σε περίπτωση της ρωσόφωνης και τουρκικής μαφίας, καθώς «ορισμένες οργανώσεις συνδέονται άμεσα με ξένους δρώντες».
Τέλος, η ΕΥΠ αναφέρεται και στο θέμα των κυβερνοεπιθέσεων, παραθέτοντας στοιχεία για επιθέσεις τύπου DDoS, παραβίασης υποδομών και Ransomware με τους δράστες αυτών «να συνδέονται με κέντρα αποφάσεων σε ξένες χώρες».

