Τηλεφωνήματα από κατοίκους της Ελλάδας και του εξωτερικού, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν αγοράσει πίνακες από τον οίκο δημοπρασιών στη Θεσσαλονίκη και προτίθενται να καταθέσουν, φέρεται να έχουν δεχθεί τις τελευταίες ημέρες οι αστυνομικές αρχές, στο πλαίσιο της έρευνας που πραγματοποίησαν για την υπόθεση διακίνησης πλαστών έργων τέχνης. Ακόμη, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, κληρονόμοι Ελλήνων καλλιτεχνών φέρεται να έχουν επικοινωνήσει με τις Αρχές και να δήλωσαν ότι είδαν σε φωτογραφίες δημοσιευμάτων κατασχεμένα έργα τα οποία αποδίδονταν σε συγγενείς τους, αλλά οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι γνήσια.
Χθες, μετά την απολογία τους κρίθηκαν προφυλακιστέοι δύο από τους τρεις συλληφθέντες, ηλικίας 70 και 62 ετών, ενώ μια γυναίκα 42 ετών αφέθηκε ελεύθερη με περιοριστικούς όρους. Ολοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες που τους αποδίδονται. Ο 70χρονος εκπρόσωπος του οίκου υποστήριξε ότι ως μεταπράτης εξέθετε έργα ιδιωτών, τα κρατούσε ως παρακαταθήκη και θεωρούσε ότι είναι γνήσια. Σχετικά με το οικονομικό σκέλος επισημάνθηκε ότι ως δημοπράτης εισέπραττε ένα ποσοστό από τις πωλήσεις. Παράλληλα αναφέρθηκε ότι και ο ίδιος είναι συλλέκτης πολλών έργων τέχνης εδώ και χρόνια. Υποστήριξε ακόμη ότι δεν είναι ύποπτος φυγής και ότι η μόνιμη κατοικία του βρίσκεται στην Ελλάδα, αλλά με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση. Ο δικηγόρος του, Αλκιβιάδης Γρηγοριάδης, επισημαίνει ότι πρέπει να οριστούν τεχνικοί σύμβουλοι ώστε να γίνει εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση για τα κατασχεμένα έργα.
Ο 62χρονος αρνήθηκε ότι ήταν δημιουργός πλαστών πινάκων και φέρεται να υποστήριξε ότι στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με τον δημοπράτη βρίσκοντας ανθρώπους που ήθελαν να πουλήσουν έργα της ιδιωτικής συλλογής τους. Κατά την υπερασπιστική γραμμή, δεν βρέθηκε κάποιο ημιτελές έργο από τις αστυνομικές έρευνες που να παραπέμπει σε πλαστογραφία. Από την πλευρά των συλληφθέντων υποστηρίχθηκε ακόμη ότι δεν λειτουργούσε κάποιο εργαστήριο παραγωγής πινάκων ζωγραφικής. Οι αστυνομικοί εντόπισαν σε έναν από τους χώρους που έλεγξαν μπογιές και πινέλα.

Συνολικά κατασχέθηκαν από τους αστυνομικούς περισσότερα από 2.100 έργα τέχνης, ορισμένα εκ των οποίων αποδίδονται μεταξύ άλλων στον Φασιανό, στον Γαΐτη, στον Θεόφιλο και άλλους Ελληνες καλλιτέχνες, ενώ αναμένεται να εξεταστούν για να διαπιστωθεί η γνησιότητα και η προέλευσή τους. Σύμφωνα με τη δικογραφία που σχηματίστηκε, ιστορικός, υπάλληλος της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, εξέτασε κάποια από τα κατασχεμένα έργα και εκ πρώτης όψεως έκρινε ότι πρόκειται περί πλαστών, ενώ γνωμάτευσε ότι δύο έργα με την υπογραφή του εικαστικού Γιώργου Σικελιώτη φαίνεται να είναι γνήσια.
Και οι τρεις συλληφθέντες στη Θεσσαλονίκη αρνούνται την εμπλοκή τους σε διακίνηση πλαστών πινάκων – Ανήσυχοι αγοραστές επικοινωνούν με τις Αρχές.
Η πρώτη έφοδος των αστυνομικών στη Θεσσαλονίκη είχε πραγματοποιηθεί μία ημέρα πριν από τη δημοπράτηση 123 έργων τέχνης, η οποία είχε οριστεί για τις 5 Δεκεμβρίου. Ο κατάλογος της δημοπρασίας μελετήθηκε, σύμφωνα με τις αστυνομικές αρχές, από την προϊσταμένη της Διεύθυνσης Συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης, η οποία γνωμάτευσε ότι τα εν λόγω έργα ήταν καταφανώς πλαστά και ότι ορισμένα μοιάζουν με γνωστά έργα των αναφερόμενων καλλιτεχνών. Από την πλευρά των συλληφθέντων υποστηρίζεται ότι πρέπει να γίνει πιο εξονυχιστική έρευνα για τη γνησιότητα, η οποία θα εξετάσει τα ίδια τα έργα και όχι φωτογραφίες τους. Ακολούθησαν έφοδοι και σε άλλους χώρους. Ενδεικτικά, την Παρασκευή κατασχέθηκαν περισσότερα από 800 έργα και το περασμένο Σάββατο τουλάχιστον άλλα 400.
Συλλέκτες και συγγενείς εικαστικών στο παρελθόν είχαν αναφερθεί στην κυκλοφορία έργων τέχνης αμφισβητούμενης γνησιότητας στη Θεσσαλονίκη εκφράζοντας την έκπληξή τους για το πόσο εύκολα αυτά διακινούνταν και αγοράζονταν.
«Γίνονται αυτά τα λάθη»
Το 2010, ένας εκ των συλληφθέντων είχε κάνει δηλώσεις σε τοπική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, ενόψει μιας επικείμενης δημοπρασίας. «Αν οι δημοπρασίες αυτής της άνοιξης πάνε γενικά καλά, θα επιβεβαιωθεί ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η τέχνη πουλάει ακόμη και μέσα στην κρίση. Και αυτό σαν μήνυμα είναι αισιόδοξο», ανέφερε και τόνιζε ότι εκείνη την περίοδο «μεγαλύτερη εμπορικότητα υπήρχε στην ιμπρεσιονιστική γενιά των ζωγράφων του ’30». Σύμφωνα με εκείνο το δημοσίευμα, είχε ερωτηθεί από την εφημερίδα «πώς κατορθώνει ένας οίκος δημοπρασιών να “ασφαλίζεται” απέναντι στα πλαστά έργα». «Γίνονται αυτά τα λάθη. Το θέμα είναι να μη γίνονται σκόπιμα», φέρεται να είχε δηλώσει. «Εάν κάνεις λάθος σε έργο των 1.000 ευρώ είναι ξεπεράσιμο. Οταν όμως έχεις ένα έργο εκατομμυρίων, εκεί τα φίλτρα σου πρέπει να είναι πολύ στενά».

