Η πόλη ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό της

«Δεν το πιστεύω». Αυτό μου είπε μια φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, εκφράζοντας με τον πιο απλό τρόπο αυτό που βιώνει, αν όχι όλη, σίγουρα ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Η Θεσσαλονίκη ζει κάτι μοναδικό, που είναι η διάψευση μιας μακρόχρονης διάψευσης. Το ξεκίνημα λειτουργίας του μετρό δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια στιγμή

3' 53" χρόνος ανάγνωσης

«Δεν το πιστεύω». Αυτό μου είπε μια φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, εκφράζοντας με τον πιο απλό τρόπο αυτό που βιώνει, αν όχι όλη, σίγουρα ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Η Θεσσαλονίκη ζει κάτι μοναδικό, που είναι η διάψευση μιας μακρόχρονης διάψευσης. Το ξεκίνημα λειτουργίας του μετρό δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια στιγμή. Ανεξάρτητα από το αν αυτό αποδειχθεί χρήσιμο, γρήγορο, άνετο, ανεξάρτητα από το αν προχωρήσει καλά η απαραίτητη επέκτασή του, το γεγονός ότι το μετρό δουλεύει αρκεί να αναιρέσει την πεποίθηση ότι η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Ελλάδας δεν μπορεί να ακολουθήσει τα αυτονόητα της σύγχρονης αστικής ζωής.

Η Θεσσαλονίκη ζει κάτι μοναδικό, που είναι η διάψευση μιας μακρόχρονης διάψευσης. Το ξεκίνημα λειτουργίας του μετρό δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια στιγμή.

Οι ατελείωτες ουρές που δημιουργήθηκαν στα εκδοτήρια εισιτηρίων από τις πρώτες μέρες, τα χιλιάδες έκπληκτα ή χαρούμενα πρόσωπα που φωτογραφίζονται στα βαγόνια και στις αποβάθρες του μετρό, ο τεράστιος αριθμός μικρών παιδιών (με τους γονείς τους ή χωρίς) που μπήκαν στους συρμούς του μετρό (κάτι άγνωστο μέχρι τώρα στα λεωφορεία) φανερώνουν ότι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης επιζητούσαν όχι μόνο ένα σύγχρονο μέσο μεταφοράς, αλλά έναν διαφορετικό δημόσιο χώρο κινητικότητας και συνάντησης. Είχε βέβαια προηγηθεί η ανάπλαση της νέας παραλίας το 2013, που είχε δείξει το πόσο η Θεσσαλονίκη αναζητούσε μια άλλη μορφή κοινωνικότητας, έναν ανοιχτό δημόσιο χώρο, πέρα από τους πολλούς χώρους εστίασης και τον κατακερματισμό που αυτοί φέρνουν.

Τα χιλιάδες έκπληκτα ή χαρούμενα πρόσωπα που φωτογραφίζονται στα βαγόνια και στις αποβάθρες του μετρό και ο τεράστιος αριθμός μικρών παιδιών που μπήκαν στους συρμούς φανερώνουν ότι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης επιζητούσαν ένα διαφορετικό δημόσιο χώρο κινητικότητας και συνάντησης.

Το μετρό έρχεται να επιβεβαιώσει ότι τελικά η Θεσσαλονίκη κινείται. Η τρομερή καθυστέρηση και η τραγελαφική πολιτική υποκρισία δεκαετιών όσον αφορά την κατασκευή του μετρό είχαν δημιουργήσει τη βεβαιότητα της αδυναμίας εκσυγχρονισμού της πόλης. Οι βάρβαρες συνθήκες που επικρατούσαν στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ μόνο με τριτοκοσμικές χώρες θα μπορούσαν να συγκριθούν. Ειδικά μετά την πανδημία, πολλοί νεότεροι είχαν εγκαταλείψει τη χρήση τους προτιμώντας είτε την πεζοπορία είτε πατίνια και άλλα μέσα. Η συγκοινωνιακή ατροφία της πόλης ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τη διάχυτη αίσθηση της εγκατάλειψης και της μονοδιάστατης επιλογής εγκλωβισμού στην ακινησία του Ι.Χ. σε ατελείωτες φάλαγγες.

Το μετρό είναι φανερό ότι αλλάζει αυτή την αίσθηση. Ακόμη κι εκείνοι οι λίγοι που καχύποπτα περιμένουν να λειτουργήσει το μετρό ένα διάστημα με ασφάλεια και μετά να το χρησιμοποιήσουν, είναι σίγουρο ότι γρήγορα θα αναιρέσουν. Αλλωστε, εκτός από την εύλογη έλξη που προκαλεί το ίδιο το νέο μέσο μετακίνησης, είναι εντυπωσιακό το ενδιαφέρον που έχουν προκαλέσει σταθμοί όπως αυτός της Βενιζέλου. Η έκθεση των αρχαιολογικών ευρημάτων εντός του σταθμού έχει προκαλέσει τη μετατροπή των ίδιων των Θεσσαλονικέων σε τουρίστες της πόλης τους.

Οι φωτογραφίσεις αλλά και η προσπάθεια να κατανοηθεί τι ακριβώς έχει έρθει στο φως (εξαιτίας της κατασκευής του μετρό) είναι σίγουρο ότι ήδη ξεπερνούν το αντίστοιχο ενδιαφέρον για οποιοδήποτε άλλο μνημείο στην πόλη. Υπήρξε και υπάρχει μεγάλη επιστημονική (αρχαιολογική) συζήτηση και πολιτική σύγκρουση για το ζήτημα των ευρημάτων αυτών και κατά πόσον η επιλογή που έγινε αλλοιώνει, καταστρέφει ή όχι τη σημασία τους. Ανεξάρτητα από τη διαφωνία αυτή, όμως, η πραγματικότητα σήμερα έχει διαμορφώσει μια πρωτόγνωρη ώσμωση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον της Θεσσαλονίκης. Γιατί ακόμη και όταν θα ξεπεραστεί αυτό το στάδιο της τουριστικής ματιάς πάνω στο οικείο, ακόμη και όταν γίνει συνήθεια το πέρασμα μέσα από ένα μνημείο για να πάει κανείς στον σταθμό του προορισμού του, η αίσθηση ότι η Ιστορία αποκαλύπτεται από την εξέλιξη και την πρόοδο και ότι δεν υπάρχει εκτός αυτής, θα παραμείνει. Στον κεντρικότερο σταθμό αυτό που έχει συμβεί είναι η τοποθέτηση του παρελθόντος στα «έγκατα» του παρόντος. Μια πολύ ενδιαφέρουσα και μοναδική από κάθε άποψη επιλογή.

Εκτός από την εύλογη έλξη που προκαλεί το ίδιο το νέο μέσο μετακίνησης, είναι εντυπωσιακό το ενδιαφέρον που έχουν προκαλέσει σταθμοί όπως αυτός της Βενιζέλου. Η έκθεση των αρχαιολογικών ευρημάτων εντός του σταθμού έχει προκαλέσει τη μετατροπή των ίδιων των Θεσσαλονικέων σε τουρίστες της πόλης τους. 

Η Θεσσαλονίκη ξαναγνωρίζει τον εαυτό της εξαιτίας του μετρό. Οι κάτοικοί της γίνονται επισκέπτες μιας πόλης διαφορετικής. Οι αλλαγές που θα προκύψουν είναι σίγουρα πολλές και απρόβλεπτες. Ομως είναι φανερό ότι εδώ και λίγες μέρες η συζήτηση για το εάν η Θεσσαλονίκη είναι μια συντηρητική ή εναλλακτική, μια ξεχασμένη ή χαμένη, μια διαιρεμένη ή κοινοτική πόλη, επανατοποθετείται σε άλλο επίπεδο, σίγουρα όχι το «επιφανειακό» που συνήθως επικρατούσε. Μια έκρηξη του φαντασιακού συνανήκειν έχει πραγματοποιηθεί. Μένει να φανεί αν θα διατηρηθεί και –για να παραφράσουμε τον Διονύση Σαββόπουλο– αν ο πόθος μιας άλλης, σύγχρονης Θεσσαλονίκης θα ακολουθήσει υπόγεια διαδρομή.

*Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT