Το διαχρονικό «σύμβολο» της πόλης

Η αθηναϊκή πολυκατοικία και το βίωμα των ενοίκων ανά τις δεκαετίες σε μια αναλυτική έκδοση

το-διαχρονικό-σύμβολο-της-πόλης-563357542 Παλιές πολυκατοικίες, που χρήζουν συντήρησης, υψώνονται «άναρχα» πολλές φορές στον αττικό ουρανό, με τις προσθήκες να ξεχωρίζουν. Τα πολυώροφα κτίρια της αντιπαροχής υποκατέστησαν το έλλειμμα στεγαστικής πολιτικής της πολιτείας και συντήρησαν μια ιδιότυπη κοινωνική «ισότητα».
Παλιές πολυκατοικίες, που χρήζουν συντήρησης, υψώνονται «άναρχα» πολλές φορές στον αττικό ουρανό, με τις προσθήκες να ξεχωρίζουν. Τα πολυώροφα κτίρια της αντιπαροχής υποκατέστησαν το έλλειμμα στεγαστικής πολιτικής της πολιτείας και συντήρησαν μια ιδιότυπη κοινωνική «ισότητα».

Για όποιον ζει σε μια ελληνική πόλη, η πολυκατοικία είναι ένα κοινό βίωμα, μια κοινή «αστική γλώσσα» η οποία έχει τους δικούς της κανόνες, προσφέρει τις δικές της εμπειρίες της (συν)κατοίκησης και εν γένει συγκροτεί τη βάση της αστικής μας κοινωνίας και κοινοτικότητας. Για πόλεις όπως η Αθήνα, που αστικοποιήθηκε ραγδαία και επανακατοικήθηκε μέσω της αντιπαροχής ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και ’60, η πολυκατοικία μετρά ήδη αρκετές δεκαετίες ζωής, ώστε να απηχεί τις κοινωνικές και οικονομικές μεταλλάξεις της κάθε περιόδου.

Η κοινωνική εξέλιξη και η κοινωνική συνοχή στις πολυκατοικίες της Αθήνας είναι ένα από τα θέματα που πραγματεύεται ο τόμος «37 ιστορίες αθηναϊκών πολυκατοικιών». Ενα συλλογικό έργο με 26 συγγραφείς και βασικούς συντελεστές τους Θωμά Μαλούτα, Νικολίνα Μωυφά, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη και Ιφιγένεια Δημητράκου, που εκδόθηκε από το Ιδρυμα Ωνάση. Και παρουσιάστηκε χθες σε μια κατάμεστη αίθουσα στη Στέγη, αποδεικνύοντας το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει –όχι μόνο ερευνητικά– για το «φαινόμενο» της πολυκατοικίας.

Το διαχρονικό «σύμβολο» της πόλης-1
Το χώρισμα στα μπαλκόνια, που λειτουργεί σαν τοίχος, συνήθως «ενισχύεται» με κάποιο ντουλάπι.

Πώς άλλαξε λοιπόν η ανθρωπογεωγραφία της αθηναϊκής πολυκατοικίας από το ’50 έως σήμερα; «Στην 1η περίοδο (τέλη δεκαετίας 1950 – μέσα δεκαετίας 1970) της αθηναϊκής πολυκατοικίας της αντιπαροχής, τον ανώτερο ταξικό πόλο αντιπροσώπευαν τα μεσοαστικά νοικοκυριά σε παραγωγική και αναπαραγωγική ηλικία», αναφέρει ο Θωμάς Μαλούτας σε ένα από τα μόλις τέσσερα άρθρα της έκδοσης.

«Η κατανομή των νοικοκυριών στις συνοικίες του κέντρου συνδεόταν στενά με την κοινωνική τους καταγωγή, καθώς εκείνα που προέρχονταν από τα ανώτερα στρώματα συγκεντρώνονταν κυρίως στις ακριβότερες γειτονιές, όπως το Κολωνάκι, και κατά μήκος των μεγάλων κεντρικών λεωφόρων (Βασιλίσσης Σοφίας, Αμαλίας, Πατησίων). Τον κατώτερο ταξικό πόλο στις γειτονιές του κέντρου αντιπροσώπευε η μεγάλη ομάδα των νεαρών γυναικών (κοριτσιών) που δούλευαν ως εσωτερικές οικιακές βοηθοί (υπηρέτριες) στα μεσοαστικά νοικοκυριά. Αυτό αποτελούσε διέξοδο κινητικότητας για το θηλυκό κομμάτι του νεαρού πληθυσμού της επαρχίας, την οποία δεν μπορούσε να προσφέρει η αγροτική οικονομία. Η επιλογή αυτή ήταν ένα πρώτο βήμα ανεξαρτητοποίησης από τον τόπο καταγωγής και τους παραδοσιακούς οικογενειακούς ρόλους. Αυτό το βήμα συνήθως οδηγούσε σε επανασύνδεση με το αρσενικό κομμάτι του ίδιου πληθυσμού που μετανάστευε στην πόλη, έχοντας ως κύρια διέξοδο τη δουλειά στην οικοδομή».

Το διαχρονικό «σύμβολο» της πόλης-2
Οι είσοδοι, περισσότερο φροντισμένες παλαιότερα, λειτουργούσαν και ως χώροι κοινωνικοποίησης των ενοίκων.

Τη δεύτερη περίοδο (μέσα δεκαετίας 1970 – τέλη δεκαετίας 1980), το σκηνικό στο κέντρο της πόλης αλλάζει. Η αύξηση του κυκλοφοριακού, η επιδείνωση των περιβαλλοντικών συνθηκών στην πόλη οδηγεί ένα μέρος των κατοίκων του κέντρου σε μετακίνηση στα προάστια.

«Το μαράζωμα του κέντρου, που ενέτειναν και οι κυβερνητικές επιλογές για την αποκέντρωση ορισμένων μεγάλων δημόσιων υπηρεσιών όπως το υπουργείο Παιδείας, ερχόταν σε αντίθεση με τις συνολικότερες προσδοκίες για ανάπτυξη και αναδιανομή του πλούτου που είχε δημιουργήσει η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ. Η αρνητική πορεία του κέντρου οδήγησε σε συρρίκνωση και γήρανση του πληθυσμού του και σε αίσθημα εγκλωβισμού για πολλούς από αυτούς που παρέμειναν εκεί. (…) Η 2η περίοδος χαρακτηρίζεται από τη φθορά και τον περιορισμό της κοινωνικής συνοχής για το κέντρο της πόλης».

Νέες σχέσεις

Η τρίτη περίοδος της αθηναϊκής πολυκατοικίας (αρχές δεκαετίας 1990 – τέλη δεκαετίας 2000) χαρακτηρίζεται από την αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας της πολυκατοικίας του κέντρου.

«Ο πληθυσμός του κέντρου αναζωογονείται με τα πολλά άτομα και νοικοκυριά νεότερης ηλικίας του εισερχόμενου μεταναστευτικού πληθυσμού. Ο νέος αυτός πληθυσμός δημιούργησε νέες σχέσεις αλληλεξάρτησης με τον γερασμένο μεσοαστικό πληθυσμό του κέντρου. Τα νεαρά άτομα (κυρίως γυναίκες) του μεταναστευτικού πληθυσμού απασχολήθηκαν σε ρόλους οικιακής βοήθειας, οικόσιτης ή περιστασιακής, αλλά και φροντίδας παιδιών και, κυρίως, ηλικιωμένων. Η συγκατοίκηση οδήγησε και πάλι σε προσωπικές σχέσεις και δεσμούς μεταξύ μελών των δύο κοινωνικών πόλων. Η απασχόληση αυτή δημιούργησε ένα νέο πλέγμα σχέσεων αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο βασικών πόλων της κοινωνίας του κέντρου και, με αυτόν τον τρόπο, δόμησε μια νέα κοινωνική συνοχή. Υπάρχουν, ωστόσο, και αντίρροπες δυνάμεις που, με αφετηρία τις εθνοτικές και φυλετικές διαφορές, τροφοδότησαν συμπεριφορές ξενοφοβίας και ρατσισμού», παρατηρεί ο κ. Μαλούτας.

«Κάθε ιστορία μεταφέρει εμπειρίες, ενίοτε προσωπικές ιστορίες, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα σχόλιο: είτε κοινωνικό είτε πολεο-δομικό», σημειώνει ο ερευνητής Δημήτρης Μπαλαμπανίδης.

Η 4η περίοδος (τέλη δεκαετίας 2000 – μέσα δεκαετίας 2010) χαρακτηρίζεται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. «Η επίδρασή της είναι συνολική, αλλά στις γειτονιές του κέντρου το αποτύπωμά της είναι πιο έντονο, λόγω του μεγάλου ποσοστού του ευάλωτου πληθυσμού του. Παράλληλα, ο περιορισμός της ζήτησης για εργατικά χέρια στην αγορά εργασίας οδήγησε και στη στασιμότητα, αν όχι μείωση, του μεταναστευτικού πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυτή την περίοδο εμφανίζονται νέες μορφές αλληλεγγύης».

Το διαχρονικό «σύμβολο» της πόλης-3
Οι παρόδιες στοές επιβλήθηκαν στον σχεδιασμό σε πολλούς κεντρικούς δρόμους, ελλείψει πεζοδρομίων.

Τέλος, η 5η και τελευταία περίοδος (μέσα δεκαετίας 2010 – σήμερα) χαρακτηρίζεται από την επάνοδο των νέων στο κέντρο και την «είσοδο» των βραχυχρόνιων μισθώσεων. «Σημαντικότερη αλλαγή είναι η αύξηση της ζήτησης για καταλύματα στην Αθήνα και, ειδικά, στις γειτονιές του κέντρου. Η ζήτηση αυτή οφείλεται στη ραγδαία αύξηση του τουρισμού, αλλά και σε μια νέα γενιά μεσοαστών γηγενών που θέλουν να “επιστρέψουν” στο κέντρο, από το οποίο έφυγαν τις προηγούμενες δεκαετίες τα κοινωνικά στρώματα στα οποία ανήκουν και, ενδεχομένως, οι γονείς τους. Οι περισσότεροι/-ες αντιμετωπίζουν με δυσκολία τα αυξημένα ενοίκια, καθώς συχνά το εισόδημα και η απασχόλησή τους είναι επισφαλή. Το παλαιότερο κομμάτι των μεσοαστών ιδιοκατοίκων του κέντρου συρρικνώνεται περισσότερο και αναπαράγεται μέσω των κληρονόμων, οι οποίοι ευνοούνται από την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας. Παράλληλα, οι μικροϊδιοκτήτες διαμερισμάτων είναι σε μεγάλο βαθμό υπό την επήρεια των σειρήνων της αγοράς και προσβλέπουν στις επιλογές που υπόσχονται μεγαλύτερη πρόσοδο, όπως η βραχυχρόνια μίσθωση. Ανεξάρτητα από το αν η επιλογή τους θα είναι επενδυτικά επιτυχής, ο παλιός ενοικιαστής ή η ενοικιάστρια θα φύγει, το απαιτούμενο ενοίκιο για το διαμέρισμα θα αυξηθεί ή το διαμέρισμα θα αποσυρθεί από την αγορά μακρόχρονης ενοικίασης. (…) Οι τοπικές υπηρεσίες –εμπορικά καταστήματα, προσφορά στέγης, προσωπική φροντίδα και αναψυχή– απευθύνονται όλο και περισσότερο στους περιστασιακούς κατοίκους. Οι σχέσεις αλληλεξάρτησης γίνονται πιο απρόσωπες και ρευστές».

Οι αφηγήσεις

«Τι κι αν ήταν μία ακόμα πολυκατοικία της αντιπαροχής της δεκαετίας του 1970; Τι κι αν η πρόσοψή της δεν παρουσίαζε καμιά πρωτοτυπία και έμοιαζε με όλες τις άλλες στην περιοχή; Για μένα ήταν το σπίτι της κυρα-Στέλλας, το σπίτι όπου με άφηνε η μάνα μου όταν έφευγε για τη δουλειά». Το κείμενο της Μυρτώς Στενού για μια πολυκατοικία στην Καλλιθέα, «χωρίς αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον» όπως επισημαίνει και η ίδια, ξεκινάει από τη βιωματική της σχέση με αυτή και ταξιδεύει στον χρόνο, μέχρι το σήμερα.

Το διαχρονικό «σύμβολο» της πόλης-4
Τα μωσαϊκά αγαπήθηκαν πολύ τις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70. Εκτιμώνται ακόμα για την αντοχή τους.

Η έκδοση ταξιδεύει σε ισάριθμα κτίρια, με τα οποία οι συγγραφείς είχαν προσωπική σχέση – είτε προϋπάρχουσα είτε σχέση που χτίστηκε μέσα από την ερευνητική τους δραστηριότητα. «Οι αφηγήσεις στις οποίες βασίζεται το βιβλίο καταγράφηκαν στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος με το ακρωνύμιο ISTOPOL και με τίτλο “Ιστορίες αθηναϊκών πολυκατοικιών: Η δομή του οικιστικού αποθέματος και οι επιπτώσεις του στην κοινωνική γεωγραφία της πόλης”. Πρόκειται για ένα ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και υλοποιήθηκε από το Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, από τον Μάιο του 2020 έως τον Νοέμβριο του 2022», λέει στην «Κ» ο Θωμάς Μαλούτας, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο. «Στο πρόγραμμα εργάστηκαν, εκτός από εμένα, δύο επιστημονικοί σύμβουλοι, οκτώ μεταδιδακτορικοί ερευνητές και ένας μεγάλος αριθμός ερευνητικών συνεργατών. Συνολικά 26 άνθρωποι, οι οποίοι μελετήσαμε 132 πολυκατοικίες της Αθήνας». Κάθε ιστορία είναι γραμμένη σε διαφορετικό ύφος. «Αλλη αναφέρεται σε πιο σύντομο διάστημα, άλλη σε δεκαετίες. Αλλη έχει προσωπική χροιά, άλλη είναι πιο αποστασιοποιημένη. Επιθυμία μας είναι να μη συγγράψουμε ένα ακαδημαϊκό κείμενο, αλλά ένα βιβλίο που να απευθύνεται στο ευρύ κοινό», σημειώνει ο κ. Μαλούτας.

Ο σκοπός

«Ουσιαστικά πρόκειται για τις πιο ενδιαφέρουσες από τις περιπτώσεις με τις οποίες ασχοληθήκαμε ερευνητικά. Κάθε ιστορία μεταφέρει εμπειρίες, ενίοτε προσωπικές ιστορίες, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα σχόλιο: είτε κοινωνικό, λ.χ. για τις ανθρώπινες σχέσεις, την εγκατάσταση των μεταναστών, είτε πολεοδομικό, για την εξέλιξη της πολυκατοικίας και της πόλης», σημειώνει ο Δημήτρης Μπαλαμπανίδης, ερευνητής. «Σκοπός είναι, με αφορμή το πλούσιο υλικό που συγκεντρώσαμε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος, να ειπωθούν ιστορίες της Αθήνας και της πολυκατοικίας σε μεγάλο βάθος χρόνου με έναν εύληπτο τρόπο, σχολιάζοντας και τα θέματα που μας απασχολούν ερευνητικά».

*Κεντρική φωτογραφία: Παλιές πολυκατοικίες, που χρήζουν συντήρησης, υψώνονται «άναρχα» πολλές φορές στον αττικό ουρανό, με τις προσθήκες να ξεχωρίζουν. Τα πολυώροφα κτίρια της αντιπαροχής υποκατέστησαν το έλλειμμα στεγαστικής πολιτικής της πολιτείας και συντήρησαν μια ιδιότυπη κοινωνική «ισότητα».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT