Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι ένας από τους πιο συχνούς και σοβαρούς τύπους καρκίνου με τη μεγαλύτερη θνησιμότητα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, έχει λάβει τη μορφή πανδημίας, καθώς ετησίως καταγράφονται 9.000 περιστατικά.
Με αφορμή το γεγονός ότι ο Νοέμβριος έχει οριστεί μήνας ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τη νόσο, διοργανώθηκε εκδήλωση υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας Καρκίνου Πνεύμονα (ΕΛΕΚΑΠ), όπου επισημάνθηκε ότι μία από τις σημαντικότερες αιτίες εμφάνισης της νόσου είναι το κάπνισμα, με το 80% των περιπτώσεων στον δυτικό κόσμο να σχετίζεται με αυτήν τη συνήθεια.
Ωστόσο, η νόσος διαγιγνώσκεται και σε παθητικούς καπνιστές και σε μη καπνιστές, με παράγοντες κινδύνου όπως το οικογενειακό ιστορικό, η επαγγελματική έκθεση σε αμίαντο και βιομηχανικά μέταλλα, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η εισπνοή αέρα σε εσωτερικούς χώρους, λόγω καύσης ακατάλληλων υλικών.
Σύμφωνα με τον ογκολόγο Ηλία Αθανασιάδη, η θνησιμότητα από καρκίνο του πνεύμονα «ξεπερνά την αντίστοιχη από τον καρκίνο του μαστού, του παχέος εντέρου και του προστάτη μαζί», ενώ η νόσος μπορεί να υπάρχει, «είτε χωρίς, είτε με ήπια συμπτωματολογία, όπως πόνος στον θώρακα, βραχνάδα, λαχάνιασμα, επίμονος βήχας και αίσθημα αδυναμίας».
«Δυστυχώς, μόλις το 16% των ασθενών ανιχνεύονται στο αρχικό στάδιο της νόσου, ενώ οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα όταν η νόσος βρίσκεται ήδη σε προχωρημένα στάδια», επισήμανε, σημειώνοντας ότι η πρόληψη και η έγκαιρη διάγνωση της νόσου, είναι ένα από τα βασικά εργαλεία για τη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών.
Η πνευμονολόγος Ανδριανή Χαρπίδου, υπεύθυνη του τμήματος Κλινικών Μελετών στη Γ’ Παθολογική Κλινική και Ομώνυμο Εργαστήριο Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, ΓΝΝΘΑ «Σωτηρία», επισήμανε ότι «ευρήματα από κλινικές μελέτες τεκμηριώνουν ότι οι ανοσο-ογκολογικές θεραπείες είναι ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει στην αντιμετώπιση της νόσου από άποψη αποτελεσμάτων για τους ασθενείς, αφού το ανοσοποιητικό σύστημα εκπαιδεύεται να καταπολεμά τα καρκινικά κύτταρα ακόμη και μετά την ύφεση της νόσου. Αυτές οι θεραπείες αναμένεται να αλλάξουν την πορεία της νόσου τα επόμενα χρόνια, συνδυαστικά με τις τοπικές θεραπείες, το χειρουργείο και την ακτινοθεραπεία, καθώς και με τη χημειοθεραπεία συζευγμένη με αντισώματα».
Ο ρόλος των βιοδεικτών
Κρίσιμο ρόλο-κλειδί για τη θεραπεία παίζουν, σύμφωνα με τον παθολόγο-ογκολόγο Ιωάννη Μπουκοβίνα, MD, PhD, PharmaD, οι βιοδείκτες, διότι βοηθούν στην «εξατομικευμένη θεραπεία, καθώς ανιχνεύουν τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά του όγκου, ώστε ο ασθενής να λάβει την κατάλληλη προσωποποιημένη θεραπεία, η οποία ταιριάζει απόλυτα με το στάδιο και τη μορφή της νόσου, συμβάλλοντας σε καλύτερα ποσοστά επιβίωσης. Επιπλέον, η χρήση βιοδεικτών μειώνει το κόστος από περιττές ή αναποτελεσματικές θεραπείες και μειώνει τις ανάγκες νοσηλείας λόγω μειωμένων παρενεργειών. Το σύστημα υγείας εξοικονομεί πόρους, ενώ οι θεραπείες επικεντρώνονται στους ασθενείς που ανταποκρίνονται καλύτερα».
Οι ανισότητες στην Υγεία
Για τις ανισότητες και τις προκλήσεις μίλησε ο Κωνσταντίνος Συρίγος, καθηγητής Παθολογίας και Ογκολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Καρκίνου Πνεύμονα, σημειώνοντας ότι «στην Ελλάδα, αρκετοί ασθενείς λαμβάνουν πλημμελή θεραπεία, με το 15% των ασθενών να αντιμετωπίζει καθυστερήσεις σε εξετάσεις και θεραπείες και ελλιπή πρόσβαση σε φάρμακα».
Επισήμανε ότι πολλές φορές οι γιατροί «συμβιβάζουμε το θεραπευτικό πλάνο λόγω εμποδίων από το σύστημα υγείας, τον τόπο διαμονής, την έλλειψη κοινωνικών υπηρεσιών και υποστηρικτικού περιβάλλοντος και την αδυναμία κατ’ οίκον φροντίδας», ενώ «άνθρωποι με χαμηλότερο κοινωνικό-οικονομικό δείκτη εκτίθενται σε μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου, δεν συμμετέχουν σε προσυμπτωματικό έλεγχο ή δεν λαμβάνουν τη βέλτιστη θεραπεία».
Επίσης, είπε πως άνθρωποι με ψυχιατρικές συννοσηρότητες, άστεγοι ασθενείς και χρήστες ψυχοδραστικών ουσιών «αντιμετωπίζουν κοινωνικά στερεότυπα, δεν αναζητούν ιατρική φροντίδα και έχουν διπλάσιες πιθανότητες να ακυρώσουν μία προγραμματισμένη εξέταση ή θεραπεία και έως 4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν και να καταλήξουν λόγω καθυστερημένης διάγνωσης. Αντίστοιχες προκαταλήψεις, σύμφωνα με μελέτες, βιώνουν και οι καπνιστές, με πάνω από 20% της κοινωνίας να δείχνει λιγότερη συμπόνοια, αναγνωρίζοντας μειωμένα δικαιώματα σε ασθενείς που υπήρξαν καπνιστές».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

