Πώς χωράει μια ζωή μέσα σε ένα βιβλίο; Αν είναι του διαμετρήματος ενός Γιάννη Μπουτάρη, απλώς δεν χωράει. Χρειάζονται δυο και τρία ακόμη βιβλία για τα περιστατικά και τις μαρτυρίες, που έχουν μείνει έξω από τις σελίδες της έκδοσης «Εξήντα Χρόνια Τρύγος».
Οπου και να στεκόταν, σε όποιον και να αναφερόταν, ο κυρ-Γιάννης είχε να διηγηθεί μια ιστορία. Χάρη στην επιμονή των παιδιών του, το εγχείρημα της αποτύπωσης της ζωής του τελικά ολοκληρώθηκε, προσφέροντας στον ίδιον ικανοποίηση και στη χώρα μια πολύτιμη παρακαταθήκη.
Στο μεταξύ μεσολάβησαν συνεχείς παλινδρομήσεις και αναστολές. Χαρακτηριστικά έλεγε πως «εδώ γίνεται παγκόσμιος πόλεμος, ποιον ενδιαφέρουν τα προσωπικά τα δικά μου;». Ευτυχώς αντιπαρήλθαμε αυτές τις αναστολές.

Ο κυρ-Γιάννης με προσκάλεσε να ακροβατήσω στο τεντωμένο σχοινί των λόγων του και να κάνω μακροβούτι στη ζωή του, κι εγώ έσπευσα να ανατρέξω με τον προσήκοντα σεβασμό σε κούτες και αρχεία, δημοσιεύματα και παραπομπές, μνήμες και τοποθεσίες.
Τύχη μεγάλη, να με εμπιστευτεί. Κάποιες φορές δυσφορούσε με τους ρυθμούς μου, άλλοτε βαριόταν με τις επαναφορές και το εξέφραζε με τη γνώριμη ευθύτητά του, που διαπερνούσε τον συνομιλητή του καθιστώντας τον διάφανο, όπως κι ο ίδιος ήταν.
Ειλικρινής μέχρι παρεξηγήσεως, δεν χαριζόταν ποτέ. Οι συναντήσεις πολλές, οι συνδιαλέξεις ακόμα περισσότερες και η καταγραφή μια μακρά διαδικασία, που οδήγησε στο απομαγνητοφωνημένο κείμενο. Το πρωτόλειο αποτέλεσμα είχε ελάχιστη συνοχή. Ηταν η στιγμή για τα δύσκολα. Οφειλα να συνθέσω τη χειμαρρώδη εκφορά του κυρ-Γιάννη που διαχεόταν, να δαμάσω τη σκέψη του που κάλπαζε, και να διασώσω τις ατάκες του, που έπεφταν βροχή.

Η αφήγηση να κυλά όπως ο λόγος του, σπιρτόζικος και απλός, αλλά καθόλου απλοϊκός, και να αποτυπώνει το χαρακτηριστικό ιδίωμα του Μπουτάρη, έναν συνδυασμό της ζωηρής προφορικότητας του ανθρώπου της υπαίθρου και της πιάτσας, με τον καταρτισμένο επιστημονικό λόγο του διπλωματούχου χημικού. Επρόκειτο για συγγραφική άσκηση άκρως επικίνδυνη, μα συναρπαστική. Μιλούσε άπταιστα τη γλώσσα του αφοσιωμένου στην καλλιέργεια της γης ανθρώπου. Χρησιμοποιούσε το ρήμα σκαλίζω, για να εννοήσει «κοιτάξω, ψάξω, θυμηθώ». Ελεγε «στο αμπέλι αποφασίζαμε για το κατάλληλο υποκείμενο», εννοώντας όχι βέβαια τον γραμματικό ή τον ψυχαναλυτικό όρο, αλλά τα καλέμια του μπολιού.

Απεχθανόταν «τα φτιασίδια και τις φιοριτούρες», όπως αποκαλούσε τα λογοτεχνικά επίθετα. Οταν έγραφα «αδιανέμητα» μπουκάλια –«απούλητα!» το διόρθωνε· έβαζα κάπου «πράττω», το αντικαθιστούσε με το «κάνω», ρήμα λατρεμένο του για πάσα χρήση· «ερωτευμένος σφόδρα; Οχι Μαρία, πολύ ερωτευμένος, να πεις!» «Τουλάχιστον κυρ-Γιάννη, άσε να κρατήσουμε την προσφώνηση για τον Πατριάρχη, Παναγιότατε είναι το σωστό, όχι Δέσποτα». Στην αρχή κοφτά κι ύστερα γλυκύτερα, το ξέκοβε: «Δέσποτα τον έλεγα, αφού! Είναι πιο οικείο, άφησέ το έτσι». Πάντα νικούσε.
Αυτά συνέβαιναν το διάστημα που ακόμα ψάχναμε το ύφος του κειμένου. Υστερα από πάμπολλες απόπειρες, ξημέρωσε μια μέρα που μου είπε: «Πετύχαμε τη γλώσσα. Οσο το διαβάζω, τόσο σιγουρεύομαι». Η επόμενη απόφαση αφορούσε τη δομή του κειμένου. Οταν μία προσωπικότητα αφηγείται κι ο συνομιλητής καταγράφει, το σύνηθες σχήμα είναι ερώτηση-απάντηση.
Εν τέλει προτιμήσαμε να αφαιρέσουμε τις ερωτήσεις, αποκαθιστώντας μία συνεχή ροή λόγου, σαν τη ροή του οίνου («κρασί το λένε, Μαρία!») και σαν τη ροή της δράσης του κρασά Γιάννη Μπουτάρη.
Ακολούθησαν οι επισκέψεις σε μέρη που αναφέρονται στο βιβλίο. Ταξίδια συγκινησιακά φορτισμένα, με τις ήδη αποτυπωμένες λεκτικές περιγραφές του κυρ-Γιάννη να μεταμορφώνονται σε ολοζώντανες εικόνες, μπρος στα μάτια μας. Αλησμόνητος ο τρόπος που καμάρωνε και ενθάρρυνε τους εθελοντές στον Αρκτούρο ή που κολάτσιζε και ξαπόσταινε, παρέα με τους εργαζόμενους στο Κτήμα.

Οι ενθουσιώδεις ξεναγήσεις του δονούσαν την ατμόσφαιρα. «Πρέπει να συνηθίσει το μάτι σου για να τις δεις, οι αρκούδες όταν κάθονται, μοιάζουν σαν κούτσουρα. Αμα τις πετύχεις να πλατσουρίζουν στη λίμνη, ξέρεις τι απίστευτο θέαμα είναι; Καμιά φορά ανεβαίνουν ψηλά στα δέντρα, ίσως σήμερα σταθούμε τυχεροί!»
Στην επιστροφή, έχοντας πλέον τακτοποιήσει στην κάβα μας τον πλούσιο φωτογραφικό διάκοσμο του σήμερα και τα αμέτρητα τεκμήρια του παρελθόντος (ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αντικείμενα, βραβεία, ετικέτες, αποδελτιώσεις) στήσαμε πλάι τους το κείμενο, χωρισμένο σε τριάντα κεφάλαια, όχι ιδιαίτερα εκτενή και σχεδόν αυτοτελή. Μπορεί κανείς να ανοίξει και να διαβάσει όποιο προτιμά. Οι τίτλοι των κεφαλαίων άλλοτε παιχνιδιάρικοι, όπως «η παρεξηγημένη κόρη» δηλαδή η ρετσίνα, άλλοτε μότο του κυρ-Γιάννη, όπως «τη διαχείριση προσωπικού δεν τη μαθαίνεις από τα βιβλία», κι άλλοτε πιο περιεκτικοί, όπως «μια αμπελουργική ζώνη ξαναγεννιέται», που μιλά για τον κατεστραμμένο αμπελώνα της Νάουσας, και για τον αγώνα που έκανε ώσπου να τον αναστήσει.
Το έξυπνο εξώφυλλο, συμπυκνωμένο και ζουμερό σαν σταφύλι, χώρεσε τον κυρ-Γιάννη, την Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, τη Δημαρχία, την πεσούσα δρυ και το αμπέλι στο Κτήμα, δύο μπουκάλια κρασί, ένα της Μπουτάρη κι ένα της Κυρ-Γιάννη, τους Ανώνυμους Αλκοολικούς, μαζί και τη σαύρα, για κείνον σημάδι αναγέννησης.

Στο οπισθόφυλλο ποζάρει στον σκιτσογράφο μαζί με τα «παιδιά του τρύγου». Ετσι αποκαλούσε ο κυρ-Γιάννης τα παιδιά του, Στέλιο, Φανή και Μιχάλη, που ανταποκρίθηκαν πρόθυμα σε όποια διευκρίνιση χρειάστηκε και στάθηκαν πλάι μας σε αυτήν την ιστορία. Διασημότητες και απλοί άνθρωποι, ένα ανάλεκτο ονομάτων από την τέχνη, την πολιτική, τον οινικό κόσμο και φυσικά από τους συνεργάτες του κυρ-Γιάννη στους τόσους χώρους όπου έδρασε, ως επιχειρηματίας, κρασάς, ενεργός πολίτης, οικολόγος, δήμαρχος και διαχειριστής ανθρωπίνων πόρων –ταλαντούχος σε όλα–, πρωταγωνιστούσαν στις ιστορίες που αφηγούνταν.
Ξεχώριζε η αδελφική αγάπη του για τον Κωνσταντίνο, βαθύτερη από τις ρίζες του αμπελιού. Δύσκολο το έργο της επιλογής, εννοείται πως δεν γινόταν να χωρέσουν όλοι οι σημαντικοί στη ζωή του Μπουτάρη άνθρωποι, διαφορετικά το βιβλίο θα είχε διαστάσεις τηλεφωνικού καταλόγου.

Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο αγιοποίησης, ο οποίος πάντα ελλοχεύει στις βιογραφίες, δεν υπήρξαμε φειδωλοί στην εξιστόρηση των αρνητικών στιγμών της ζωής του, κυρίως προσωπικών αλλά και επαγγελματικών.
Με την ευκαιρία του βιβλίου, ο κυρ-Γιάννης αποσαφήνισε παρεξηγημένες στάσεις ή δηλώσεις του, έδωσε με παρρησία την αλήθεια του, και αναγνώρισε τα σφάλματά του. Εξάλλου, πότε πριν δεν είχε κουκουλώσει τις κακοτοπιές όπου βάδισε, πότε δεν δίστασε να αλλάξει τη ρότα του, όταν ένιωθε ότι πηγαίνει στα βράχια.
Κάποτε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και το βιβλίο κυκλοφόρησε. Πιάνοντάς το στα χέρια του, ο κυρ-Γιάννης συγκινημένος στράφηκε προς τα πίσω, κοίταξε τη διαδρομή που είχε διανύσει μέχρι τότε, και του φάνηκε πολύ μακριά. «Εγώ τα έκανα όλα αυτά;» Ειλικρινής απορία κι ακαταμάχητο χιούμορ, το φόρτε του. Η ζεστή υποδοχή του Τρύγου από το αναγνωστικό κοινό, τα τόσα μηνύματα θαυμασμού και αγάπης που έλαβε, η χαρά και η ευεξία που ένιωσε, φάνηκε πως τον αποζημίωσαν απολύτως για τον κόπο και την ταλαιπωρία που είχε υπομείνει, σκαλίζοντας το παρελθόν του.

Οταν οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν λεπτομέρειες για πτυχές της ζωής του που θίγονταν στο βιβλίο, «πάρτε και διαβάστε!» απαντούσε, «στο εξής θα μιλάμε μόνο για το κρασί», πράγμα που φυσικά ποτέ δεν τήρησε, καθώς ενημερωνόταν και εξέφραζε άποψη για τα πάντα, μέχρι το τέλος της συναρπαστικής ζωής του. Η πολυπραγμοσύνη του, ο συναισθηματισμός του, και συγχρόνως ο πραγματισμός του, υπήρξαν παροιμιώδεις.
Με τη δημόσια εξομολόγησή του, δεν μας πρόσφερε απλώς μια απαρίθμηση των κατορθωμάτων και των παραστρατημάτων στη διάρκεια του θαυμαστού του βίου. Αυτά έχουν καταστεί πλέον κτήμα όλων, όπως αποδεικνύουν οι αμέτρητες νεκρολογίες που γράφτηκαν μετά την απώλειά του. Ο κυρ-Γιάννης αφηγούμενος, μας γήτεψε με τη νοσταλγία του για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, για τις εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Μας έμπασε στον κόσμο των εύπορων και στα βάσανά τους, σπάζοντας στερεότυπα του τύπου «τι προβλήματα να έχουν αυτοί». Μας ξεδίψασε με τη θυμοσοφία του και τις ζουμερές του ατάκες «τα περισσότερα διλήμματα τα απαντά η ζωή, αρκεί να έχει κανείς την υπομονή να περιμένει».

Μας υπογράμμισε πόσο αντιπαθούσε την απραξία, μαχόμενος ακαταπόνητα για τα δύο ύστατα οράματά του: το Μουσείο του Ολοκαυτώματος, το οποίο πολύ πρόσφατα θεμελιώθηκε, και την Κιβωτό του Ελληνικού Αμπελώνα, μια κιβωτό διάσωσης των αυθεντικών, γηγενών ποικιλιών αμπέλου, που εφόσον πραγματωθεί, θα προσφέρει ανυπολόγιστο όφελος στην οινικό πολιτισμό της πατρίδας μας. «Εύχομαι, μέχρι να πεθάνω, η Κιβωτός να είναι έτοιμη να σαλπάρει», είναι η κατακλείδα του βιβλίου. Μπορεί εκείνος να μην πρόλαβε να σπάσει μια μποτίλια αφρώδους οίνου της Κυρ-Γιάννη στην πλώρη της Κιβωτού, όμως εμείς, όσοι εμπνευστήκαμε από τη διορατική προσωπικότητά του, θα συνδράμουμε στη σύντομη καθέλκυσή της.
• INFO: Το βιβλίο “Γιάννης Μπουτάρης Εξήντα χρόνια τρύγος… σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
14/11/2024
[email protected]

