Τον συνάντησα στην παραλία της Χειμάρρας, Σεπτέμβρη μήνα. Νέοι από όλο τον κόσμο –και από την Αμερική!– παίζουν με τα νερά του Ιονίου πελάγους. «Φέτος έκανα 90 ημέρες ηλιοθεραπεία», θα μου πει κοιτώντας προς τους ηλιοκαμένους τουρίστες.
Εδώ γεννήθηκε, το 1950. Eζησε όλες τις στερήσεις του κομμουνισμού, αλλά το ’91 που έπεσαν τα τείχη δεν έφυγε, όπως έκαναν οι περισσότεροι Χειμαρριώτες. Και με τα αδέλφια του αποφάσισαν να γίνουν επιχειρηματίες. Αγόρασαν ένα παλιό κτίριο και το έκαναν φούρνο. Ο ίδιος έκανε τη διανομή του ψωμιού στο Κηπαρό, στο Πίλουρι, στο Βούνο, στο Κούδεσι, στις Δρυμάδες, στην Παλάσα…
Ναι, ξέρω, δεν σας λένε τίποτα αυτά τα ονόματα. Είναι κάποια από τα χωριά των Ελλήνων στην Αλβανία. Οι «Πρωταγωνιστές» περιηγήθηκαν στην αλβανική Ριβιέρα για να καταγράψουν τις χαρές αλλά και τους καημούς των ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς και δεν νιώθουν τους εαυτούς τους «μειονότητα». Εξαμίλι, Aγιοι Σαράντα, Χειμάρρα, Αυλώνας, Νάρτα.
Αλλά σας μιλούσα για τον Βαγγέλη Μένικο. Με προξενιό παντρεύτηκε την κυρία Μαρίνα, που δούλευε στην κομμουνιστική κολεκτίβα και έκαναν δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Τα αγόρια τώρα πια κάνουν ξεναγήσεις με καΐκια στους τουρίστες. Και οι κόρες έφυγαν η μια για την Αγγλία και η άλλη για την Κρήτη.
«Οι Χειμαρριώτες ήταν πάντα ταξιδευτές», θα τις «δικαιολογήσει» ο μπαρμπα -Βαγγέλης. «Ενας Χειμαρριώτης γίνηκε το 1861 ο πρώτος πρόεδρος της Αργεντινής», θα προσθέσει με υπερηφάνεια. Πολιτικοποιημένος ο μπαρμπα-Βαγγέλης, χάρηκε που ένας δικός τους –ο Φρέντης Μπελέρης– είναι πια στην Ευρωβουλή. Και ο ίδιος είναι δραστήριο στέλεχος στην «Ομόνοια» από το ’91. Και για 8 χρόνια ήταν δημοτικός σύμβουλος στη Χειμάρρα του.
«Υπάρχει κανένας που δεν σε ξέρει;», αστειεύθηκα μετά τις αλλεπάλληλες χαιρετούρες με τους περαστικούς. «Μα όλοι έχουν φάει ψωμί από εμένα», μου είπε γελώντας.
– Περίμενες μπαρμπα-Βαγγέλη ότι η Χειμάρρα θα ζήσει αυτή την τουριστική ανάπτυξη;
– Πριν από το ’90 δεν τα περιμέναμε, μετά το ’90 τα περιμέναμε όλα.
– Το ’90 που έγινε η απελευθέρωση;
– Ας πούμε απελευθέρωση. Γιατί έχουνε μείνει από το παρελθόν ακόμη πολλά πράγματα.
– Πες μου για τη ζωή σου όταν ήσουν μικρός.
– Εδώ τελείωσα το εντεκατάξιο σχολείο. Κομμουνισμός βέβαια. Ούτε αμάξια ούτε περιουσίες. Δυο μέρες ταξίδι ήταν τα Τίρανα, που σήμερα είναι τρεις ώρες.
– Πείνα;
– Να μην τα μαυρίζουμε όλα… Είχαμε να φάμε. Από τα χωράφια, από τη θάλασσα. Αλλά ήμασταν περιορισμένοι. Βλέπαμε όμως απέναντι την Κέρκυρα. Βλέπαμε ελληνικά κανάλια, ακούγαμε ελληνικούς σταθμούς. Εμείς εδώ ήμασταν σε επαφή με τον έξω κόσμο. Στην υπόλοιπη Αλβανία δεν βλέπανε τίποτα και πεινούσανε.
– Δεν ήταν παράνομο να βλέπετε ελληνικά κανάλια;
– Ναι, η προπαγάνδα έλεγε να μη βλέπουμε. Αλλά εμείς ελληνικά μιλούσαμε, οπότε ελληνικά κανάλια βλέπαμε.
– Οι εκκλησίες πότε έκλεισαν;
– Οι εκκλησίες τελειώσανε το ’67. Και τα τζαμιά για τους μουσουλμάνους. Ολα τελειώσανε το ’67. Ανοίξανε ξανά το ’91.
– Το ’91 που όλοι έφευγαν για την Ελλάδα, εσύ δεν σκέφτηκες να φύγεις;
– Εγώ έμεινα εδώ που ανήκω. Κατάλαβες τι σας λέω; Εδώ που ανήκω! Αλλά, ναι. Πάρα πολλοί φύγανε. Με τα πόδια πήγαιναν στα σύνορα. Τριάντα μία Δεκεμβρίου του ’90 με χιόνια στα βουνά.
– Με τα πόδια στα σύνορα;
– Δεν νιώθανε κούραση αυτοί. Μόνο τρέχανε. «Πάμε στην Ελλάδα για να δούμε άσπρη μέρα», έλεγαν. «Πάμε σε μια ελεύθερη χώρα. Εχει δημοκρατία, έχει δουλειές. Να βγάλουμε κατιτίς, να φτιάξουμε τη ζωή μας».
– Και αρκετοί έβγαλαν πολλά λεφτά. Και τώρα κάνουν επιχειρήσεις εδώ.
– Μα ήταν στο μηδέν όλοι. Με καταλαβαίνεις τώρα; Μόλις έπιαναν δουλειά, φώναζαν και τους άλλους. «Ελάτε γιατί εδώ είναι καλύτερη η ζωή». Οποιος δούλεψε τίμια, ελληνικής καταγωγής ή Αλβανός, έβγαλε καλά λεφτά.
– Μέχρι τότε –μέχρι που έπεσε ο κομμουνισμός– αυτές οι παραλιακές περιοχές που είναι σήμερα περιζήτητες, δεν είχαν ούτε ξενοδοχεία ούτε μαγαζιά;
– Τίποτα. Μόνο χωράφια. Και ήταν ένα μόνο μικρό ξενοδοχείο. Το πολύ να είχε 10 δωμάτια. Και στα χωράφια είχαμε ελιές και πορτοκαλιές. Σιτάρια, καλαμπόκι και τέτοια δεν είχαμε καθόλου.
– Και τώρα όλα αυτά, τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία, οι καφετέριες, σε ποιανών χέρια είναι; Ελλήνων της μειονότητας ή Αλβανών;
– Μη λες «της μειονότητας». Χειμαρριωτών είναι. Εδώ στη Χειμάρρα έχει κρατηθεί ο τόπος. Μόνο λίγοι Χειμαρριώτες πούλησαν σε ξένους που έφτιαξαν και αυτοί μαγαζιά και ξενοδοχεία.
Εδώ δεν χάθηκε (η ελληνική γλώσσα) ούτε στον καιρό του Χότζα, στη μεγαλύτερη δικτατορία. Πώς να χαθεί τώρα που έχουμε συμμάχους. Εχουμε πρώτα απ’ όλα την Ελλάδα. Και έχουμε την Ευρώπη και την Αμερική. Στηρίζουν τα δικαιώματά μας. Και πρέπει και αυτοί να βοηθήσουν να γίνει η Αλβανία ένα ευρωπαϊκό δημοκρατικό κράτος. Να μη χάσουμε τα δικαιώματά μας στη γη και τη γλώσσα. Να μας δίνουν άδειες να χτίζουμε.
– Οταν λες «ξένους»; Εννοείς Ιταλούς, Γερμανούς;
– Οταν εμείς λέμε «ξένους» εννοούμε τους Αλβανούς. Ξένοι από τη Χειμάρρα. Ερχονται από τον βορρά, έχουν πάρει γη, έχουν κάνει τις δουλειές τους, το σπίτι τους, δεν έχουμε καμία έχθρα με αυτούς. Αλλοι είναι που κάνουν προπαγάνδα εναντίον μας. Οχι τούτοι εδώ. Αυτοί πια είναι μέλη της κοινωνίας της Χειμάρρας.
– Εσύ μεγαλώνοντας δεν έχεις νιώσει ποτέ κίνδυνο από τους Αλβανούς;
– Οχι. Παλιά μπορεί να υπήρχαν περιορισμοί, αλλά ήταν για όλους. Και για τους Αλβανούς και για τους Ελληνες. Κίνδυνο είχες μόνο αν εκφραζόσουν εναντίον του καθεστώτος. Αν ζητούσες μια καλύτερη ζωή. Τότε σε χώνανε φυλακή και τελείωνες.
– Χειμάρρα λες και το στόμα σου στάζει μέλι.
– Μα είμαι πολύ περήφανος για τη Χειμάρρα! Ιδρύθηκε από τους Χάονες, αρχαία ελληνική φυλή της Ηπείρου. Και μετά Δωριείς. Η διάλεκτός μας έχει ακόμη και σήμερα στοιχεία της αρχαίας Δωρικής. Και το 1492 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ έδωσε στη Χειμάρρα δημογεροντία που αποφάσιζε, δικαστικά, οικονομικά, κοινωνικά, τα πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες. Πάνω από 40 χωριά ήταν κάποτε η Χειμάρρα, τα περισσότερα σκαρφαλωμένα στα Ακροκεραύνια όρη. Ο Αλή Πασάς μέχρι και εκκλησία έχτισε αφιερωμένη στην Παναγία. Σήμερα είμαστε οκτώ. Και το 1912, ήρθε ο Σπυρομήλιος, συμπολεμιστής του Παύλου Μελά, και εκήρυξε την ανεξαρτησία της Χειμάρρας. Ούτε Αλβανία ούτε Ελλάδα. Κρατίδιο ανεξάρτητο με οκτώ χωριά ορθόδοξα και πέντε μουσουλμανικά.
– Σπουδαγμένος είσαι..
– Οικονομικά σπούδασα στα Τίρανα. Μόνο εκεί είχε πανεπιστήμιο. Πολλοί από τη Χειμάρρα πήγαμε. Ολοι ζητούσαν να πάνε αλλά σε κάποιους δεν δίναν υποτροφία. Κι αν είχαν κάποιον φυλακισμένο στην οικογένειά τους, πάλι δεν τους δίνανε. Εγώ ευτυχώς πήρα.
– Ηταν πολλοί οι φυλακισμένοι εκείνα τα χρόνια;
– Οι φυλακές γέμισαν το ’45. Στις εκλογές που έγιναν τότε στην Αλβανία η Χειμάρρα δεν ψήφισε. Οι Χειμαρριώτες ήξεραν τι πάει να πει κομμουνισμός, είχαν μάθει τι γινόταν στη Ρωσία…
– Είσαι αισιόδοξος για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας σε αυτά εδώ τα μέρη;
– Μα υπάρχουν χωριά που μιλάνε μόνο ελληνικά. Και αυτοί που έχουν έρθει στη Χειμάρρα, μιλάνε πλέον ελληνικά άψογα.
– Αρα λες η γλώσσα δεν θα χαθεί σε αυτά τα χώματα.
– Εδώ δεν χάθηκε ούτε στον καιρό του Χότζα, στη μεγαλύτερη δικτατορία. Πώς να χαθεί τώρα που έχουμε συμμάχους. Εχουμε πρώτα απ’ όλα την Ελλάδα. Και έχουμε την Ευρώπη και την Αμερική. Στηρίζουν τα δικαιώματά μας. Και πρέπει και αυτοί να βοηθήσουν να γίνει η Αλβανία ένα ευρωπαϊκό δημοκρατικό κράτος. Να μη χάσουμε τα δικαιώματά μας στη γη και τη γλώσσα. Να μας δίνουν άδειες να χτίζουμε.
– Πες μου τι γίνεται με τις περιουσίες σας. Τι φοβάστε;
– Εδώ η γη έχει γίνει περιζήτητη. Παλεύουμε για να μη μας πάρουνε τα κτήματα, που τα δούλευαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας. Παντού στην Αλβανία υπάρχει πρόβλημα με τους τίτλους. Γιατί επί κομμουνισμού δεν είχε κανείς περιουσία. Αλλά εδώ πέσαν να κάνουν μεγαθήρια. Τα βουνά ποιος τα θέλει;
– Πάντως και εσύ μου είπες ότι αρκετοί Χειμαρριώτες πουλάνε τα χωράφια τους…
– Ξέρεις γιατί το κάνουν αυτό; Γιατί δεν μπορούν να πάρουν το χαρτί της ιδιοκτησίας της γης. Στους ξενομερίτες το δίνουνε αμέσως. Και εμείς δεν μπορούμε ούτε να περιφράξουμε την περιουσία μας.
– Αρα, μου λες ότι ένας Χειμαρριώτης που έχει μια παραλιακή έκταση εδώ, δύσκολα μπορεί να την αξιοποιήσει και αναγκάζεται να την πουλήσει.
– Ναι, δεν μπορεί να χτίσει γιατί τον καθυστερούν. Το υποθηκοφυλακείο το κρατάνε επίτηδες στα Τίρανα και ο Δήμος της Χειμάρρας μπορεί να δώσει άδειες μόνο για 250 τετραγωνικά. Και έρχονται οι επενδυτές, παίρνουν τις περιουσίες, πάνε στα Τίρανα και τους δίνουν αμέσως άδεια.
– Εσύ έρχεσαι στην Ελλάδα καθόλου;
– Αμα έχουμε καμιά ανάγκη πηγαίνουμε. Στα Γιάννενα κυρίως. Και τον χειμώνα θα πάω στην Κρήτη. Εχω την κόρη μου παντρεμένη εκεί. Είμαστε όμοιοι με τους Κρητικούς να ξέρεις. Και στη γλώσσα. Εμείς δεν λέμε «και», λέμε «τσε» όπως στην Κρήτη. Και ξέρεις το γιατί; Γιατί οι ακριτικοί Ελληνες έχουν κρατήσει την παλιά προφορά. Κύπρο, Κρήτη, Χειμάρρα. Εμείς δεν λέμε «κότα», λέμε «όρθα». Λέξεις που δείχνουν ότι από την αρχαιότητα ήταν εδώ οι Ελληνες. Δεν τη φέρανε με μία βάρκα οι έμποροι από την Κέρκυρα τη γλώσσα την ελληνικιά, όπως το παρουσιάζουν κάποιοι Αλβανοί στα Τίρανα.
– Τα εγγόνια σου μιλάνε καλά ελληνικά;
– Τι μου λες τώρα, Σταύρο μου, μη μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις. Πώς δεν θα μιλάνε ελληνικά, αφού ελληνικά μιλάνε στο σπίτι. Τα εγγόνια που έχω εδώ είναι στο ελληνικό σχολείο, τον «Ομηρο», και κάνουν και αλβανικά και ελληνικά και αγγλικά. Σε αυτό το σχολείο πάνε τα παιδιά τους και αρκετοί Αλβανοί για να μάθουν καλά την ελληνική γλώσσα.
– Σε ευχαριστώ πατρίδα.
– Ευχόμαστε το καλύτερο για εσάς. Γιατί άμα είστε καλά εσείς, είμαστε καλά κι εμείς.
– Ισχύει και το αντίστροφο. Αν είστε καλά εσείς, είμαστε κι εμείς.
– Ε, μη μας ξεχνάτε λοιπόν. Γιατί εδώ αργεί το μέλλον. Αργεί να κατασταλάξει η δημοκρατία.

