Η Βαλίνα Μέρμηγκα ήταν για πέντε ημέρες εγκλωβισμένη στο αεροδρόμιο του Κούσκο στο Περού και περιγράφει στο kathimerini.gr τις στιγμές αγωνίας αλλά και απελπισίας που έζησε με άλλους περίπου 90 τουρίστες στο αποκλεισμένο από τους διαδηλωτές αεροδρόμιο.
Η Ελληνίδα επισκέπτρια του Περού, η οποία βρισκόταν στη χώρα από τις 26 Νοεμβρίου, φτάνοντας στο αεροδρόμιο στις 12 Δεκεμβρίου για να πάρει, όπως πίστευε τότε, την πτήση για Λίμα και από εκεί για την Αθήνα μέσω Αμστερνταμ, έγινε μάρτυρας των επιπτώσεων των πολιτικών αναταράξεων στη χώρα.

«Τη Δευτέρα, λίγο αφότου έφτασα στο αεροδρόμιο, άρχισαν σιγά σιγά οι πτήσεις να ακυρώνονται. Χωρίς να έχουμε οποιαδήποτε ενημέρωση από τους ανθρώπους των αεροπορικών εταιρειών, τον έλεγχο του αεροδρομίου ανέλαβε πολύ σύντομα η Αστυνομία», μας λέει.
Η ίδια περιγράφει ότι όσοι κατάφεραν να φύγουν, με την ελπίδα να πάρουν λεωφορείο για τη Λίμα, της οποίας το αεροδρόμιο λειτουργούσε, βρέθηκαν σε γκρίζα ζώνη καθώς και τα δρομολόγια των λεωφορείων διακόπηκαν και δεν τους επιτράπηκε να ξαναμπούν στο αεροδρόμιο για να περιμένουν την ανθρωπιστική πτήση που αναμενόταν. Εξάλλου, ήταν εξαιρετικά δύσκολη η επικοινωνία αφού ουδείς εκ των Αρχών μιλούσε αγγλικά και μόνον οι ισπανόφωνοι μπορούσαν να καταλάβουν από πρώτο χέρι τι συμβαίνει.
«Σε μια στιγμή απελπισίας…»

Μάλιστα, επιβάτης, που ανέλαβε μόνος του χρέη εκπροσώπου των αποκλεισμένων, είχε ζητήσει από όσους βρίσκονταν εντός του αεροδρομίου να μην ενημερώνουν κανέναν εκτός για όσα διαμείβονταν εκεί, καθώς κάθε πληροφορία για πιθανή ανθρωπιστική πτήση θα έκανε όσους επιβάτες είχαν μείνει απ’ έξω να εισβάλουν ελπίζοντας να επιβιβαστούν. Το ανησυχητικό βεβαίως εδώ, όπως περιγράφει η Ελληνίδα, ήταν πως την κατάσταση είχε αναλάβει ο Στρατός στη θέση της Αστυνομίας, που τους είχε ενημερώσει ότι, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης («αν εισέβαλλαν διαδηλωτές δηλαδή»), τότε θα πρέπει να μοιραστούν σε δύο δωμάτια ασφαλείας που τους είχαν υποδειχθεί.
Αυτό το σενάριο φάνηκε ότι δεν απείχε πολύ από το να γίνει πραγματικότητα, αφού, όπως λέει στο kathimerini.gr, είχαν ανάψει φωτιές γύρω από το αεροδρόμιο. Οι γονείς της είχαν στο μεταξύ επικοινωνήσει με την πρεσβεία του Περού στην Αθήνα δίχως να λάβουν κάποια σαφή απάντηση.
Ρωτώντας τη για την κατάσταση που επικρατούσε εντός του αεροδρομίου του Κούσκο, η ίδια περιγράφει: «Μας έδιναν δύο γεύματα τη μέρα, όχι τίποτα σπουδαίο, το χειρότερο όμως είναι ότι δεν είχαμε νερό, διότι είχε κοπεί για ένα διάστημα η παροχή στο αεροδρόμιο, η οποία ευτυχώς αποκαταστάθηκε σύντομα. Αναγκάστηκα, σε μια στιγμή απελπισίας, να ζητήσω νερό από αστυνομικό, ο οποίος μου έδωσε το δικό του μπουκάλι – να φανταστείτε, τις πρώτες ημέρες μάς είχαν φέρει 24 μπουκαλάκια νερό για 90 άτομα. Τα φώτα τρεμόπαιζαν, φοβόμουν ότι θα κοπεί και η παροχή ρεύματος. Υπήρχαν και μωρά, για τα οποία δεν είχε υπάρξει καμία πρόβλεψη. Το βράδυ, που είχε κρύο, κοιμόμασταν στο πάτωμα, σε χαρτόκουτα, αλλά είχαμε αποφασίσει να μη φύγουμε, αφού αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να πιέσουμε την κατάσταση για να απεγκλωβιστούμε με την ανθρωπιστική πτήση. Μέσα σε όλα, αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι όλοι παρέμεναν ήρεμοι παρά το χάος».

Πληροφορίες, εν προκειμένω, αναφέρουν ότι άλλοι τρεις Ελληνες και συνολικά 400 Ευρωπαίοι πολίτες ήταν αποκλεισμένοι στην πόλη του Κούσκο, ενώ οι εγκλωβισμένοι συμπατριώτες μας στη χώρα άγγιξαν τους 20. Αρμόδιες πηγές που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στο Περού μάς είπαν ότι υπήρξαν περιπτώσεις απελπισμένων Ελλήνων που είτε περπατούσαν ολονυχτίς μέσα σε ζούγκλες και βουνά για να βρεθούν σε κάποιο αεροδρόμιο –θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους– είτε ναύλωναν ταχύπλοο από το Πούνο, στη λίμνη Τιτικάκα, για να περάσουν στη Βολιβία. Οι υπόλοιποι αναμενόταν να φύγουν από τη χώρα μέσα στο περασμένο Σαββατοκύριακο, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του ταξιδιού τους. «Το χειρότερο ήταν ότι Ελληνες πολίτες είχαν ειδοποιηθεί για την κατάσταση στην ενδοχώρα και παρ’ όλα αυτά επέμεναν να πάνε σε εκείνα τα μέρη είτε για να σωθούν είτε για… αναψυχή», όπως μεταφέρεται στο kathimerini.gr από τις ίδιες πηγές.

Σύμφωνα πάντως με την Ελληνίδα συνομιλήτριά μας, ούτε όσοι ήταν στην πόλη γνώριζαν τι μέλλει γενέσθαι. «Μιλούσα με φίλους Ισπανούς αποκλεισμένους στην πόλη του Κούσκο, που ούτε εκείνοι είχαν ιδέα τι ακριβώς συνέβαινε. Μάλιστα, μου είχαν πει ότι η ισπανική πρεσβεία έχει κλείσει για δύο ημέρες», λέει.
Τελικά η ίδια πέταξε το προηγούμενο Σάββατο από το Κούσκο στη Λίμα και από εκεί στο Αμστερνταμ, όπως ήταν ο αρχικός της προγραμματισμός.
Η περιπέτεια των Ισπανών
Στο μεταξύ, το kathimerini.gr εντόπισε τους Ισπανούς που είχαν αποκλειστεί στο Κούσκο και συνομίλησε μαζί τους. «Τις πρώτες ημέρες ήταν δύσκολα, ειδικά από την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας από τις 8 το βράδυ και μετά. Το πρωί είχαμε τους ειρηνικούς διαδηλωτές (σ.σ. της αντι-διαδήλωσης “Πορεία για την ειρήνη”), που μέχρι και ζεστά αφεψήματα προσέφεραν στον Στρατό και την Αστυνομία, και το βράδυ επεισόδια όπου άλλοι έβαζαν φωτιές και έκαναν πλιάτσικο σε κοσμηματοπωλεία» μας λέει ο Χουάν Φρανσίσκο Μαρτίνεθ, που επισκεπτόταν το Περού από αρχές Δεκεμβρίου με τη σύντροφό του Λάουρα Γκονζάλεθ, με την οποία ζουν στο Μπούργος, στα βόρεια της Ισπανίας.
«Ο Στρατός και η Αστυνομία είναι φιλικοί μαζί μας και τα πράγματα τη μέρα είναι ήσυχα εδώ στο Κούσκο. Συμπατριώτες μου περιγράφουν ότι σε άλλα σημεία της χώρας υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Οι διαδηλωτές (σ.σ. οι υποστηρικτές του φυλακισμένου προέδρου Καστίγιο) είναι οργισμένοι με τις δυνάμεις ασφαλείας αλλά όχι με τους επισκέπτες» λέει ο Χουάν Μαρτίνεθ. «Στην αρχή, έμοιαζε η κυβέρνηση να μην κάνει τίποτα, τουλάχιστον για να ανοίξει τα αεροδρόμια, και οι πρεσβείες δεν μας βοηθούσαν καθόλου – η ισπανική, μάλιστα, ήταν κλειστή για δύο ημέρες, 14 και 15 Δεκεμβρίου, χωρίς να μας εξηγήσουν τον λόγο· μας έδωσαν απλώς έναν αριθμό έκτακτης ανάγκης» διηγείται ο Ισπανός, που κατάφερε το Σάββατο, από το αεροδρόμιο του Κούσκο, να φτάσει στη Μαδρίτη μέσω Λίμα. Στο αεροδρόμιο μεταφέρθηκαν με «επίσημο ταξί, αφού εδώ, ξέρετε, υπάρχουν πολλά παράνομα», όπως περιγράφει ο ίδιος.
Ο Χουάν Μαρτίνεθ διηγήθηκε την περιπέτεια συμπατριωτών του που αναγκάστηκαν να περάσουν στη Βολιβία διά της λίμνης Τιτικάκα, φτάνοντας στο σημείο όπου τους περίμενε ταχύπλοο με λεωφορεία ή αυτοκίνητα. Σε μήνυμα ενός εξ αυτών προς τον Χουάν αναφέρει ότι οι Ισπανοί έφυγαν «το Σάββατο με λεωφορείο και αυτοκίνητα για τη Χουλιάκα. Ο δρόμος ήταν κλειστός σε 20 διαφορετικά σημεία από διαδηλωτές, αλλά ο οδηγός μας ήξερε άλλες διαδρομές και εν τέλει φτάσαμε στη Χουλιάκα μέσα σε 13 ώρες (σ.σ. το Google Maps υπολογίζει 55 λεπτά απόσταση με το αυτοκίνητο) ταξιδεύοντας όλη νύχτα. Από τη Χουλιάκα πήγαμε στο Πούνο με άλλο λεωφορείο, που αναγκάστηκε να σταματήσει εξαιτίας των διαδηλώσεων. Αναγκαστήκαμε να περπατήσουμε, αντικρίζοντας καμένους σταθμούς διοδίων. Μετά ένας περαστικός μάς πήγε λίγο παρακάτω, όπου ξανασυναντήσαμε διαδηλωτές, μέχρι που βρήκαμε άλλο λεωφορείο που μας πήγε στο Πούνο. Την επομένη θα μας περίμενε ταχύπλοο για τη Βολιβία μέσω της Τιτικάκα».

Αντίστοιχο περιστατικό περιγράφει Αμερικανός τουρίστας στο NBC, όπου, μεταξύ άλλων διηγήσεων, αναφέρει ότι ο αρχηγός της αποστολής τους αναγκάστηκε να… δωροδοκήσει διαδηλωτές για να αφήσουν το λεωφορείο τους να περάσει.
Οι τελευταίες ώρες στο Περού
Η Βαλίνα Μέρμηγκα συνεχίζει την περιγραφή της: «Οι τελευταίες ώρες προ της πτήσης ήταν ένας κανονικός ψυχολογικός πόλεμος. Το πρωί του Σαββάτου μάς είχαν πει ότι θα μπούμε σε ανθρωπιστική πτήση στις 10 πρωί. Το προηγούμενο βράδυ μάς είχαν φέρει, έπειτα από τόσες ημέρες, στρώματα και κουβέρτες, το φαγητό ήταν πολύ καλύτερο από τα προηγούμενα 24ωρα, τρομερή περιποίηση τις τελευταίες ώρες…».
«Και πάνω που περιμέναμε να φύγουμε, έρχεται ο επικεφαλής αστυνομικός κατά τις 8 το πρωί λέγοντάς μας ότι δεν θα υπάρξει τελικά ανθρωπιστική πτήση και ότι ο CEO της αεροπορικής Latam συμφώνησε να έρθει το πρώτο δρομολόγιο, στο οποίο θα έμπαιναν μόνον όσοι είχαν εισιτήριο με αυτή την εταιρεία. Μετά, όπως μας είπε ο αστυνομικός, θα επιβιβαζόμασταν για Λίμα όσοι είχαμε εισιτήριο με την περουβιανή Sky, αλλά δεν μας είπε περισσότερα. Τότε ήταν που προκλήθηκε έντονη αναστάτωση», συνεχίζει η ίδια.
«Κλάματα, φωνές, διαμαρτυρίες, “μας είχατε πει ότι θα φύγουμε με την πρώτη πτήση” λέγαμε όλοι αγανακτισμένοι. Εκείνη την ώρα είχαν ανακοινωθεί 13 πτήσεις της Latam και τρεις της Sky για Λίμα. Οι υπάλληλοι της Latam συγκέντρωσαν και κατέγραψαν τους επιβάτες και εμείς περιμέναμε το προσωπικό της Sky επί μία ώρα. Εκεί δημιουργήθηκε δεύτερη αναστάτωση. Ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης προσπαθούσε να συνεννοηθεί με το προσωπικό της αεροπορικής, το οποίο τον ενημέρωνε ότι οι εγκλωβισμένοι θα επιβιβαστούν αν υπάρχουν κενές θέσεις στην προγραμματισμένη πτήση, με προτεραιότητα στους ηλικιωμένους και τις οικογένειες με μικρά παιδιά. Ηταν η τρίτη φορά που είδαμε την τύχη να μας γυρνάει την πλάτη: πρώτα περιμέναμε επί πέντε ημέρες την ανθρωπιστική πτήση, μετά χάσαμε την πρώτη πτήση που ήρθε για εμάς και μετά στην επόμενη θα επιβιβαζόμασταν όσοι χωρούσαμε, αφού το αεροδρόμιο είχε ανοίξει και προσέρχονταν επιβάτες που ήταν προγραμματισμένο να πετάξουν έτσι κι αλλιώς εκείνη τη μέρα» αφηγείται.

«Τελικά φύγαμε κοντά στις 4 το απόγευμα, με χειρόγραφες κάρτες επιβίβασης στα χέρια, χωρίς αριθμημένη θέση. Εκεί προκλήθηκε, από την απελπισία του κόσμου, άλλη εστία έντασης. Ταυτόχρονα, είχα κλείσει εισιτήριο και με άλλη πτήση για Λίμα για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Πλήρωσα 350 ευρώ για μία πτήση των 20. Ευτυχώς, η αεροπορική μού επέστρεψε τα χρήματα, αφού δεν χρησιμοποίησα εκείνο το εισιτήριο. Τελικά, επιβιβαστήκαμε χωρίς να ελέγξουν ούτε υγρά ούτε βαλίτσες ούτε λάπτοπ, όπως όπως».
«Τώρα, ύστερα απ’ όλα αυτά, αν και ανακουφισμένη για την επιστροφή στην Ελλάδα, το άγχος ακόμη με ακολουθεί», εξομολογείται.


