Μέτρια και σοβαρή ανεπάρκεια τροφής δήλωσε ότι αντιμετώπισε το 2020 το 6,1% του πληθυσμού στην Ελλάδα έναντι 8% το 2019, ενώ μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής δήλωσε το 1,6% του πληθυσμού. Τα στοιχεία αυτά δημοσιοποίησε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Σημειώνεται ότι ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια και σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν από τη διενέργεια της έρευνας, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων. Ενα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν από τη διενέργεια της έρευνας, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ακόμη, βεβαίως, και σε όσα νοικοκυριά δεν υπήρξε μέλος που να παρέλειψε να φάει ένα γεύμα ή να μην έφαγε όλη τη μέρα λόγω ανεπάρκειας τροφής ή χρημάτων, δεν σημαίνει ότι η εικόνα είναι καλή και στο σύνολο των λοιπών νοικοκυριών. Πολλά είναι αυτά που ανησυχούν ότι δεν θα έχουν επάρκεια τροφίμων, όπως επίσης αρκετά είναι και τα νοικοκυριά που εξ ανάγκης δεν τρέφονται υγιεινά. Ειδικότερα, από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ και με βάση την κλίμακα ανεπάρκειας τροφής προκύπτουν τα εξής:
Το 13,2% του πληθυσμού ανησύχησε ότι δεν θα είχε αρκετή τροφή για να καλύψει τις ανάγκες του.
To 12,8% του πληθυσμού δεν είχε τη δυνατότητα να τραφεί με υγιεινή και θρεπτική τροφή.
Στην Ευρώπη, μέτρια και σοβαρή ανεπάρκεια τροφής αντιμετωπίζει το 8,6% των πολιτών.
To 14,1% του πληθυσμού έφαγε μόνο ορισμένα είδη τροφών.
To 6,2% του πληθυσμού αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα.
To 6,6% του πληθυσμού έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη.
To 2,7% των νοικοκυριών έμεινε χωρίς τροφή.
To 3% του πληθυσμού πεινούσε, αλλά δεν έφαγε.
To 2,2% του πληθυσμού πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή.
Στην Ευρώπη συνολικά την περίοδο 2018-2020 σοβαρή ανεπάρκεια τροφής είχε το 1,3% του συνολικού πληθυσμού και μέτρια και σοβαρή ανεπάρκεια τροφής το 8,6% του πληθυσμού. Η Ελλάδα την περίοδο αυτή εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά, 1,7% και 8,6% αντιστοίχως. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στην Αλβανία, όπου το 8,8% του συνολικού πληθυσμού είχε σοβαρή ανεπάρκεια τροφής και το 33,8% μέτρια και σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το χαμηλότερο στην Ελβετία, 0,5% και 2% αντιστοίχως.

