«Η αλήθεια είναι πως είχα πολύ καιρό να περπατήσω στη Σοφοκλέους. Δεν είχα αίσθηση του κινδύνου, και μάλλον αυτό πλήρωσα». Ο Ν. Πολυκάρπου είχε έρθει από την Κύπρο μερικές ημέρες νωρίτερα για να περάσει στην Αθήνα τα Χριστούγεννα. Νωρίς το απόγευμα, κάπου στη μέση της Σοφοκλέους, έπεσε ένας τύπος επάνω του φωνάζοντας. «Με έριξε κάτω, άρχισε να με χτυπάει». Ο κ. Πολυκάρπου ούτε κατάλαβε τι συμβαίνει. «Μόνο κουλουριάστηκα, να προστατευτώ. Μαζεύτηκαν άλλοι τρεις από πάνω μου. Κλωτσιές, μπουνιές, κι εγώ στο δρόμο να σέρνομαι».
Δεν είχε τίποτα να του κλέψουν, ούτε και τους προκάλεσε. Ο κ. Πολυκάρπου δέχτηκε επίθεση χωρίς καμία αιτία – «κι αυτό», λέει, το σκεφτόμουν ακόμα κι κείνη την ώρα που με χτυπούσαν. Ωσπου ακούω ξαφνικά φρένα αυτοκινήτου, κι ο ένας άνδρας με σηκώνει, με πετάει πάνω στο καπό. Βλέπω τους άλλους να ορμάνε στο αυτοκίνητο, κάποιος βγάζει έξω τον οδηγό. Τότε κατάλαβα πως όλα έγιναν για να ληστέψουν το αυτοκίνητο. Ν’ αναγκαστεί να σταματήσει απ’ τον καβγά στη μέση του δρόμου, να τον κλέψουν. Του ανθρώπου του πήραν τα πάντα. Τσάντα, πορτοφόλι, τα πάντα. Ηταν μεγάλης ηλικίας και τον χτύπησαν κιόλας αρκετά. Εμένα ευτυχώς μου πήραν μόνο το κινητό».
Με μια ουλή ακόμα στο μέτωπο απ’ το χτύπημα στην άσφαλτο, μοιάζει παράξενο που ο κ. Πολυκάρπου λέει «και πάλι καλά!» γι’ αυτό που του συνέβη. Μοιάζει παράξενο, μέχρι να διαβάσεις τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. Σαν τη δική του ιστορία συμβαίνουν άπειρες στην Αθήνα. Μόνο που στις πιο πολλές περιπτώσεις δεν τελειώνουν με μια ουλή στο μέτωπο.
Μέσα στον τελευταίο χρόνο όλα έχουν αλλάξει. Μόνο στην Κυψέλη οι αρπαγές τσαντών από το 2010 ώς το 2011 αυξήθηκαν κατά 764%! Στα Εξάρχεια οι ληστείες αντικειμένων είναι αυξημένες σε ποσοστό 290% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Στην περιοχή που εποπτεύει το αστυνομικό τμήμα Ακροπόλεως καταγράφηκαν 167% περισσότερες κλοπές αντικειμένων στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ολα αυτά τα στοιχεία μαζί δείχνουν μια πόλη που αλλάζει – και όχι προς το καλύτερο. Και επιβεβαιώνουν αυτό που όποιος κυκλοφορεί ήδη γνωρίζει: πως πια δεν υπάρχουν ασφαλείς περιοχές. Οτιδήποτε μπορεί να σου συμβεί στη μέση του δρόμου.
«Στο φανάρι προχωρούσα με το αυτοκίνητο σιγά – σιγά» λέει ο Π. Αντωνιάδης, «όταν άκουσα μια κραυγή πίσω μου. Είδα στον καθρέφτη ένα αγόρι πεσμένο κάτω σαν να του πάτησε η ρόδα μου το πόδι του. Ανοιξα το τζάμι να δω αν είναι καλά και ο συνεργός του μου έβαλε ένα μαχαίρι στον λαιμό. Πάει το πορτοφόλι μου, πάει και το κινητό». Ποιος θα περίμενε παλιότερα πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί πάνω στη λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος των Αμπελοκήπων; Και φυσικά, ούτε το κινητό ούτε και το πορτοφόλι του κ. Αντωνιάδη βρέθηκαν ποτέ. Οπως δεν βρέθηκε και η τσάντα της Β. Χατζή, που της την άρπαξαν απόγευμα Κυριακής στον πιο κεντρικό δρόμο του Ψυχικού. «Με τράκαρε ένα αυτοκίνητο ενώ ήμουν στο φανάρι σταματημένη», λέει η γυναίκα, «και ο οδηγός, ένας νεαρός είκοσι χρόνων, μου έκανε νόημα να στρίψω στο πρώτο στενό για ν’ ανταλλάξουμε στοιχεία χωρίς να εμποδίζουμε τα άλλα αυτοκίνητα. Ε, μόλις σταμάτησα και βγήκα απ’ το αυτοκίνητο, βγήκε κι ο φίλος του από δίπλα, μου άρπαξε την τσάντα από τη θέση του συνοδηγού, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητό τους, και χάθηκαν μαζί στο βάθος του δρόμου. Ούτε τις πινακίδες πρόλαβα να δω, ούτε την τσάντα μου την ξαναείδα».
Πια στην Αθήνα, στη μέση του δρόμου, τίποτε δεν μοιάζει απίθανο. Τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. λένε πως γίνεται μια κλοπή ή μια διάρρηξη κάθε 5 λεπτά. Μια ληστεία κάθε μία ώρα και δέκα λεπτά. Κάθε μισή ώρα κάποιος κλέβει ένα αυτοκίνητο και κάθε δύο μέρες κάποιος σκοτώνει έναν άνθρωπο. Οσο για τα μικρότερης σημασίας περιστατικά… Πλέον είναι δύσκολο να βρεθεί Αθηναίος που να μην έχει ζήσει έστω ένα απ’ αυτά. Είναι ενδεικτικό πως από το 2010 ώς το 2011 τα στατιστικά στοιχεία λένε πως οι ληστείες με λεία κινητά τηλέφωνα και μικροποσά αυξήθηκαν κατά 290%!
«Είναι πολύ εξευτελιστικό…»
«Καλά καλά, δεν κατάλαβα από πού ήρθε. Εγώ είχα το μυαλό μου να περάσω τον δρόμο απέναντι. Ξαφνικά κάτι μου έπιασε τα πόδια, έπεσα στο πεζοδρόμιο και μετά ένιωσα να μου βγάζουν τα παπούτσια». Είναι δύσκολο να πιστέψεις πως αυτό που περιγράφει ο Γ. Παπαδάκης του συνέβη πραγματικά. Οι ληστές υποτίθεται πως προτιμούν θύματα που μπορούν εύκολα να τα ακινητοποιήσουν. Αυτό το παιδί έχει ύψος σχεδόν 1,90, είναι 22 χρόνων, σε άριστη φυσική κατάσταση. «Κι όμως, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα», απαντάει όταν του λέω τι σκέφτομαι. Οκτώ η ώρα το πρωί, στην οδό Σεβαστουπόλεως. «Οταν κατάλαβα τι γίνεται και πήγα να αντιδράσω», λέει ο νεαρός, «ο ένας απ’ τους τρεις που μου επιτέθηκαν έβγαλε μαχαίρι. «Κάτσε καλά», μου είπε, το θυμάμαι καθαρά αυτό. Μετά μου πήραν το σακίδιο, με ανάγκασαν να βγάλω και το μπουφάν μου κι έφυγαν τρέχοντας προς τη Μεσογείων. Μπορεί να μην κράτησε ούτε τρία λεπτά όλο αυτό». Στο κέντρο της πόλης, στη μέση του δρόμου – «το έλεγα στη μάνα μου μετά και δεν με πίστευε!». Ηταν την ώρα που ξεκινούσε για τη σχολή του, την ίδια ώρα που στο ίδιο πεζοδρόμιο περπατούσαν 20, 30 άνθρωποι κι όμως, κανείς δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα. «Μετά κατάλαβαν οι άνθρωποι τι έγινε», εξηγεί ο νεαρός. «Δεν είναι πως δεν ήθελαν να βοηθήσουν. Απλώς δεν κατάλαβαν. Υστερα, όπως ήμουν ξαπλωμένος κάτω ακόμα, ήρθαν δύο κυρίες, με ρώτησαν «είσαι εντάξει, παιδί μου;». Κι ένας κύριος μου έδωσε το κινητό του για να τηλεφωνήσω. Τελικά, περπάτησα τέσσερα τετράγωνα, ώς το σπίτι μου, με τις κάλτσες. Μπορεί να σου φαίνεται αστείο. Αλλά είναι πολύ εξευτελιστικό».
«Οταν είπα στις φίλες μου τι έπαθα», λέει η Α. Γεωργάκη, «με έκπληξη ανακάλυψα πως όλες έχουν κι από μία παρόμοια ιστορία. Πήγαινα απ’ τη στάση του μετρό προς την Ακαδημίας, στα λεωφορεία», λέει. «Απλώς περπατούσα στο πεζοδρόμιο. Ενιωσα ένα κάψιμο στον λαιμό σαν να με τραβούσε κάτι προς τα πίσω, ύστερα άκουσα το κολιέ μου να σπάει κι έπεσα κάτω». Στην αστυνομία της είπαν πως ήταν τυχερή που έσπασε τόσο εύκολα το κολιέ…

