Τους τελευταίους μήνες οι σχέσεις -ταραχώδεις πολλές φορές στο παρελθόν- μεταξύ βιομηχανικών/εισαγωγικών επιχειρήσεων και σούπερ μάρκετ, αποκτούν μια νέα διάσταση. Φωτογραφίζονται ως μοχλός δημιουργίας και διατήρησης υψηλών τιμών. Τούτη η διάσταση τέθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση του γάλακτος, όπου η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι τόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ των σούπερ μαρκετ όσο και οι σχέσεις τους με τους προμηθευτές δεν καθορίζονται τόσο από το ύψος της τιμής που θα προταθεί για το προϊόν όσο από τις παροχές/εκπτώσεις που λαμβάνονται. Οι προμηθευτές γνωρίζουν τις «πιέσεις» που θα δεχθούν και έτσι έχουν την τάση να αυξάνουν τις τιμές τιμοκαταλόγου για να διαθέτουν μεγαλύτερα διαπραγματευτικά περιθώρια. «H μείωση της τιμής ως κίνητρο», όπως εμφατικά σημειώνεται, «για την απόκτηση νέων μεριδίων αγοράς φαίνεται να υποχωρεί μπροστά στο άμεσο κέρδος που διασφαλίζει η διατήρηση υψηλών τιμών τόσο στη βιομηχανία όσο και στα σούπερ μάρκετ (…) Το κέρδος που αποκομίζει ένα σούπερ μάρκετ από μια έκπτωση 10% σε ένα λίτρο γάλακτος που στοιχίζει 1,5 ευρώ είναι 15 λεπτά, ενώ το κέρδος που του επιφέρει η ίδια έκπτωση σε ένα λίτρο γάλακτος αξίας ενός ευρώ είναι 10 λεπτά».
Απροθυμία λόγω συμφωνίας
Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν την Επιτροπή Ανταγωνισμού να ξεκινήσει έρευνα σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων που από την αρχή του χρόνου κατέγραψαν μεγάλες αυξήσεις. Και όχι μόνο. Ακόμη και οι αποκλίσεις τιμών σε σχέση με άλλες χώρες μπορεί να οφείλονται στις σχέσεις που έχουν οικοδομήσει πολυεθνικές επιχειρήσεις με σούπερ μάρκετ. Στην έρευνά της έχει εντοπίσει «φαινόμενα» που συνηγορούν προς τούτο. Το ερώτημα που απασχολεί την Αρχή είναι γιατί το λιανεμπόριο δεν προσπαθεί να επωφεληθεί από τις χαμηλότερες τιμές άλλων χωρών εισάγοντας προϊόντα και να εξασφαλίσει έτσι πλεονέκτημα σε επίπεδο τιμής. Οι εκτιμήσεις της, σύμφωνα με πληροφορίες, συγκλίνουν ότι η «απροθυμία» για παράλληλες εισαγωγές είναι μάλλον αποτέλεσμα συμφωνίας των δύο μερών. Είτε μέσω συμβάσεων που έχουν συναφθεί είτε με το δέλεαρ των επιπλέον παροχών και εκπτώσεων που μπορεί να εξασφαλίζουν οι επιχειρήσεις προς τα σούπερ μάρκετ για να αποτρέψουν την πρακτική αυτή.
Στα 41 μέτρα του υπουργείου Ανάπτυξης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας βρίσκει κανείς μπροστά του πάλι το θέμα των εκπτώσεων και των παροχών. Με ρύθμιση που προωθείται θα αναγράφεται εφεξής στα τιμολόγια κάθε παροχή και έκπτωση που λαμβάνει το λιανεμπόριο, το οποίο πάντως δηλώνει ότι αποδέχεται και θα υποστηρίξει τη ρύθμιση.

