Ο εξηντάχρονος δεν κατάφερε να πνίξει τη συγκίνησή του. Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν και τα δάκρυα κύλησαν στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του. Κάθε φορά που περνάει το κατώφλι του Γεντί Κουλέ καταλαμβάνεται από τα ίδια αισθήματα. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Κι ας άδειασαν οι φυλακές εδω και μια εικοσαετία. «Πώς να συγκρατηθώ! Από τους 53 που μπήκαμε εδώ μέσα το ’48, οι 38 εκτελέστηκαν. Να, σε εκείνη την πτέρυγα μας είχαν στοιβάξει όσοι ήμασταν κάτω των 19 ετών. Γεμάτη ήταν η φυλακή από πολιτικούς κρατούμενους. Εκτελούσαν σε καθημερινή βάση. Δεν ήξερες από τη μια στιγμή στην άλλη αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις. Παιδί ήμουν κι εγώ, δεκαεπτά χρόνων. Το παίζαμε και λίγο παλικάρια, αλλά ήμασταν τα παιδιά της αντίστασης. Ενα παλικάρι ήταν κι εκείνο που εκτέλεσαν την πρώτη ημέρα που μπήκα στη φυλακή. Δεν θα το ξεχάσω! Με τι θάρρος πήγε για εκτέλεση!».
Ολοι είχαν να θυμηθούν, το απόγευμα της 21ης Απριλίου, στον αύλειο χώρο του Επταπυργίου στην εκδήλωση μνήμης «Αντιλαλούν οι φυλακές…» που οργάνωσε ο σύλλογος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αγωνιστών (ΣΦΕΑ) της περιόδου 1967-1974, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά τρία από τα δεκαέξι τραγούδια που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν τέλη του ’70 – αρχές του ’71, από πολιτικούς κρατούμενους στα στρατόπεδα Λακκί και Παρθένι της Λέρου.
Η παράνομη ηχογράφηση που διασώθηκε σε βινύλιο 45 στροφών -έγινε χάρη στο μαγνητόφωνο που παραχώρησε παράνομα ο Χαρίλαος Φλωράκης- κάτω από αντίξοες συνθηκες. Τα τραγούδια σε στίχους του Πειραιώτη Νίκου Δαμίγου και μουσική Χρήστου Λουρετζή περιγράφουν με χιούμορ και γενναιότητα τις συνθήκες άφιξης και διαβίωσης στα στρατόπεδα των κρατουμένων, τους καημούς και τις επιθυμίες τους.
«Εγραψαν για τις φυλακές»
Ανάμεσα στα άγνωστα «παράνομα» της εξορίας, κι άλλα τραγούδια ακούστηκαν στις πιο χιλιοτραγουδισμένες από τους ρεμπέτες φυλακές, «αυτοί μόνο έγραψαν για τις φυλακές», όπως σημείωσε ο μελετητής της ρεμπέτικης ανθολογίας Πάνος Σαββόπουλος.
Οι λόγοι ήταν σύντομοι και λίγες οι περιγραφές για τις δύσκολες μέρες της κράτησης, το εξευτελιστικό επισκεπτήριο, τα γράμματα που επέστρεφαν στους συγγενείς με την ένδειξη «άγνωστος» όταν ο φάκελος έγραφε «πολιτικός κρατουμένος».
Η αποκάθαρση του Γεντί Κουλέ από τα λείψανα της φυλακής και των φυλακισμένων δεν έγινε. Κι ούτε θα γίνει ποτέ όσο τις μνήμες ξυπνούν τα υγρά ντουβάρια, τα ανήλιαγα κελιά, το επισκεπτήριο, οι ίδιοι οι πολιτικοί κρατούμενοι στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και τη δικτατορία, που ανηφόρισαν στο φρούριο του Επταπυργίου. «Πού είναι το κελί του άντρα μου;» αναρωτιόταν η σύζυγος ενός πολιτικού κρατούμενου. «Εκεί δεξιά» την καθοδήγησε ο Χρήστος Αντώνογλου, που συνελήφθη τον Μάρτη του ’68 μετά έντεκα μήνες στην παρανομία. Βασανιστήρια, στρατοδικείο, 90 μέρες στην απομόνωση στο 10ο αστυνομικό τμήμα της Νεάπολης («όπου ο αέρας ήταν βουτυρωμένος») και μετά σακατεμένος στο Γεντί Κουλέ: «Εκείνο το «εγκληματικαί φυλακαί» μου ράγισε την καρδιά όταν το αντίκρισα».
Ο χώρος της φυλακής ανακαλεί τη μνήμη κόντρα στη λογική της μυθοποίησης εκείνης της γενιάς. «Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν ήταν μυθικά πουλιά. Ο αντιδικτατορικός αγώνας για άλλους ήταν μια πράξη αυτοάμυνας και για άλλους επιλογή», λέει ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, που οδηγήθηκε στο Γεντί Κουλέ μετά μια εβδομάδα απεργίας πείνας στο μεταγωγών της οδού Φιλίππου, τέλη Νοεμβρίου του ’69.
«Στον καθηγιασμένο χώρο πρέπει να υπάρχει σεβασμός, περίσκεψη και λίγα λόγια», σημείωσε ο πολιτικός κρατούμενος Ακης Μαλτσίδης. «Ο χώρος πάντα βγάζει συγκίνηση, αλλά πρέπει να τη συγκρατούμε. Να κοιτάμε μπροστά κι αυτό που νιώθουμε εδώ να το μετουσιώνουμε σε πράξη και σε δημοκρατία. Κι ας κρατούμε άσβεστη τη μνήμη γι’ αυτούς που έφυγαν», ανέφερε παραπέμποντας στην επιστολή του Μανόλη Αναγνωστάκη (κρατούμενος και μελλοθάνατος) που είχε στείλει στην ημερίδα για τη χρήση του Επταπυργίου:
«Γιατί τάχα -και με ποιο ηθικό δικαίωμα- πρέπει να μιλήσω για το Επταπύργιο, όταν δεν υπήρξα παρά μόνο ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους που πέρασαν από εκεί – και πώς να λησμονήσουμε εκείνους που για πάντα έμειναν εκεί. Ναι, κράτησα κι εγώ μερικά χαρτιά ημερολογίου. Οσα δεν χάθηκαν, τα έσκισα μετά από χρόνια όταν οριστικά πια κατάλαβα πόσο ισχνές είναι κάποιες «γραπτές μαρτυρίες», πόσο τελικά οι «αναμνήσεις», τα προσωπικά βιώματα, οι απόπειρες μυθοποίησης κινδυνεύουν να γίνουν εύκολα γλυκερό φολκλόρ και να γλιστρήσουν στη συνθηματολογία και στο «αχ, εμείς οι καημένοι»»…

