Την τελευταία δεκαπενταετία, το κύμα μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αύξησε κατά πολύ τη συμμετοχή σε αυτή των νέων από κοινωνικά στρώματα με χαμηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο. Σήμερα, επτά στους δέκα νέους της χώρας μας, ηλικίας 20 ετών, φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ποσοστό που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Η αναμφίβολη άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων γενικής πρόσβασης στο σύστημα δεν εξαφάνισε παρόλα αυτά την ταξικότητά του. Παραμένουν οι διαφορές ως προς την κοινωνική προέλευση των φοιτητών μεταξύ ΤΕΙ και πανεπιστημίων καθώς και μεταξύ φοιτητών διαφορετικών επιστημονικών κλάδων σπουδών εντός των πανεπιστημίων. Ταυτόχρονα, παρά τη ραγδαία εξάπλωση των μεταπτυχιακών σπουδών την τελευταία δεκαπενταετία, το υψηλό οικογενειακό εισόδημα και το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων των φοιτητών αυξάνουν κατά πολύ τις πιθανότητες συμμετοχής τους σε αυτές, σύμφωνα με την έρευνα.
Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι στη σημερινή Ελλάδα, με τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους, ο ανταγωνισμός γύρω από τις περιορισμένες ευκαιρίες (ποιοτικής) απασχόλησης γίνεται μέσα από την προσπάθεια πρόσβασης των νέων στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τους κλάδους σπουδών που εξασφαλίζουν την καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση και το μεγαλύτερο κοινωνικό γόητρο στους αποφοίτους τους, και μέσα από την επιδίωξη συμμετοχής στις (καλύτερες) μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Σ’ αυτήν την κούρσα ανταγωνισμού, οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις επιδεικνύουν τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες και αντοχές και επιστρατεύουν και όλα τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα (δύναμη, γνωριμίες), ώστε να εξασφαλίζουν στους γόνους τους την πρόσβαση στις ανώτερες ιεραρχικά και καλύτερες ποιοτικά θέσεις εργασίας. Οι «μεσαίες» και «κατώτερες» αγωνίζονται και αυτές, με όσα μέσα διαθέτουν, για ίσες ευκαιρίες πρόσβασης των γόνων τους με την προσδοκία της επαγγελματικής εξασφάλισης και της κοινωνικής ανόδου.
Η κοινωνική ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση και ολοένα περισσότερους τίτλους σπουδών στη χώρα μας φαίνεται λοιπόν ακόρεστη, ενώ η στενότητα ποιοτικών θέσεων απασχόλησης αποτελεί τον κύριο τροφοδότη της.
* Η κ. Μαρία Καραμεσίνη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου, υπεύθυνη της έρευνας.

