H δημιουργία καταστρεπτικών τσουνάμι στην περιοχή της Ινδονησίας ύστερα από ένα σφοδρό σεισμό ήταν απολύτως αναμενόμενη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση φοιτητών του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που σε εργασία τους για τα τσουνάμι -πριν από λίγους μήνες- «υπέδειξαν» την περιοχή της Ινδονησίας ως κλασικό παράδειγμα γένεσης του φαινομένου. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί χιλιάδες ζωές, υποστηρίζουν οι επιστήμονες, εάν οι τοπικές αρχές φρόντιζαν να ενημερώσουν τουρίστες και πολίτες για το ενδεχόμενο ανάλογων κινδύνων.
Η εργασία των φοιτητών Φυσικής, Χριστίνας Ζεντέλη και Ιωάννη Δέγλερη παρουσιάστηκε τον περασμένο Μάιο, στο πλαίσιο μαθήματος της σχολής. «Οπως αναφέρουν και οι φοιτητές μου στην εργασία τους, η περιοχή έχει και στο παρελθόν πληγεί από τσουνάμι, με χιλιάδες θύματα», λέει στην «K» η επίκουρη καθηγήτρια Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σεισμολόγος, κ. Ελισάβετ Δολόγλου. «Αυτό εξηγείται από τον μηχανισμό γένεσης των σεισμών στην περιοχή: το ένα από τα δύο τεμάχια του ρήγματος βυθίζεται και το άλλο ανεβαίνει, ο όγκος του ωκεανού μεταβάλλεται απότομα και δημιουργείται κυμάτωση, μεταφέροντας τεράστιες υδάτινες μάζες».
Εφόσον, λοιπόν, η επιστημονική κοινότητα γνώριζε τις τεκτονικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, το ερώτημα που προκύπτει είναι, γιατί δεν ήταν ενημερωμένοι κάτοικοι και επισκέπτες για το πώς να αντιδράσουν σε ανάλογη περίπτωση. «Ενας απλός φοιτητής που γνωρίζει τεκτονική ήξερε τι θα συμβεί. Προσωπικά θεωρώ συνέπειες μιας τραγικής παράλειψης τα όσα συνέβησαν. Πιστεύω ότι οι αρχές δεν προέβησαν σε ανάλογες ανακοινώσεις, φοβούμενες ότι θα έβλαπταν την οικονομία τους. Δεν θα ήταν όμως πολύ καλύτερα εάν πηγαίνοντας στην περιοχή οι επόμενες γενεές γνώριζαν πως θα τους προειδοποιήσουν εάν υπάρξει πρόβλημα;».
Η γνώση
Η τραγωδία στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας επανέφερε στην επικαιρότητα τη συζήτηση σχετικά με τους τρόπους αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης. «Το πρώτο ζητούμενο είναι η διάχυση της γνώσης στους πολίτες. Σε περιοχές όπου παρουσιάζονται παλιρροϊκά φαινόμενα οι κάτοικοι τα γνωρίζουν καλά, όπως π. χ. στη Χαλκίδα», λέει η κ. Δολόγλου. «Οταν όμως το νερό “τραβιέται” σε μια περιοχή που αυτό δεν είναι συνηθισμένο, σημαίνει ότι ο όγκος του νερού μετατοπίζεται από κάποια αιτία. Το πιο απλό σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, είναι να απομακρυνθείς άμεσα από τις ακτές. Χιλιάδες άνθρωποι θα είχαν γλιτώσει, εάν είχαν απομακρυνθεί εγκαίρως 500 μέτρα μέσα στη στεριά».
Οι μηχανισμοί
Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη έκταση της καταστροφής στη νοτιοανατολική Ασία δεν συνεπάγεται ότι όλες οι παραθαλάσσιες χώρες του κόσμου διατρέχουν ανάλογο κίνδυνο. «H υπόθεση των τσουνάμι αφορά ελάχιστα την Ελλάδα», συμπληρώνει η κ. Δολόγλου. «Παρόμοιους μηχανισμούς γένεσης σεισμών έχει μόνο το ελληνικό τόξο, το σημείο συνάντησης των λιθοσφαιρικών πλακών. Ομως οι σεισμοί αυτής της περιοχής εκλύουν πολύ μικρότερη ενέργεια, με αποτέλεσμα το ύψος των τσουνάμι, αλλά και ο όγκος του νερού που μεταφέρουν να είναι μικρότερα. Επίσης οι αποστάσεις ανάμεσα στις ακτές είναι πολύ μικρές. Οπερ σημαίνει ότι, οπουδήποτε και εάν συμβεί στα ελληνικά χωρικά ύδατα, σε πέντε-δέκα λεπτά το τσουνάμι θα έχει φτάσει στην πλησιέστερη ακτή· επομένως δεν υπάρχει δυνατότητα αντίδρασης.
Συνεπώς διακινδυνεύω να πω ότι ένα σύστημα προειδοποίησης τσουνάμι στην Ελλάδα θα έχει μόνο ερευνητική αξία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνει. Μόνο ένα σύστημα που θα εδράζεται στη νοτιοανατολική Μεσόγειο θα μπορούσε, σε μια πολύ ακραία περίπτωση (όπως π. χ. να γίνει πολύ ισχυρός σεισμός στη Σικελία) να έχει πρακτική εφαρμογή»…

