Στο μείζον εθνικό πρόβλημα της Παιδείας, τα Πανεπιστήμια, ευρισκόμενα από καιρό σε τροχιά παρακμής, κατέχουν κεντρική θέση. Βαθιές οι πληγές, που καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε ώς τώρα να θεραπεύσει: Υπεράριθμοι φοιτητές, έλλειψη υποδομών, απόντες καθηγητές, απωθητικά, μη λειτουργικά κτίρια, ανύπαρκτες ή ανοργάνωτες βιβλιοθήκες, υποβαθμισμένο εκπαιδευτικό έργο, ασήμαντο ερευνητικό έργο. Τελματωμένα είναι, εξάλλου, αρκετά περιφερειακά Πανεπιστήμια, με δεκάδες νέα τμήματα, «καρποί» ικανοποίησης μικροκομματικών και τοπικών συμφερόντων.
Το δυσμενές περιβάλλον συμπληρώνεται με μια πολυετή υποχρηματοδότηση, που εντείνει το αδιέξοδο και αφήνει ανυπεράσπιστα τα ελληνικά Πανεπιστήμια στους ανταγωνιστικούς καιρούς μας με τις συνταρακτικές και διαρκείς εξελίξεις στην επιστήμη και στην τεχνολογία.
Την ερχόμενη Παρασκευή αρχίζει ο εθνικός διάλογος για την Παιδεία. Ολοι οι συμμετέχοντες, εκπρόσωποι κομμάτων, του υπουργείου Παιδείας, επιμελητηρίων, συνδικαλιστικών οργανώσεων εκπαιδευτικών, θα κληθούν να καταθέσουν προτάσεις για το πώς θα ήταν δυνατόν να ξεφύγει η δημόσια εκπαίδευση από την προφανή οπισθοδρόμηση, τη βεβαιωμένη αναποτελεσματικότητα, την κρίση. H ευθύνη τους, για τις θέσεις που θα θελήσουν να προωθήσουν, είναι τεράστια. Διότι, μέσα στο χρόνιο τέλμα, έχει λησμονηθεί η ουσία: απ’ όλες τις επενδύσεις, η εκπαίδευση έχει τη μεγαλύτερη και προπαντός την πλέον σίγουρη απόδοση. H «Καθημερινή», με την έρευνά της, ανοίγει σήμερα, εν όψει του εθνικού διαλόγου, το κεφάλαιο της κατάστασης των ελληνικών Πανεπιστημίων.

