Σε στασιμότητα φαίνεται πως έχει περιέλθει το θέμα της άρσης των κυρώσεων CAATSA που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες δεν έχει συντελεστεί πρόοδος στις συζητήσεις που συνεχίζονται σε διαφορά επίπεδα. Στην –ενδεχομένως προσωρινή– αναχαίτιση της δυναμικής επίλυσης του ζητήματος, που είχε αναπτυχθεί μετά το τηλεφώνημα Τραμπ – Ερντογάν εκτιμάται πως συνετέλεσαν τέσσερις παράγοντες:
Οι έντονες αντιδράσεις του Ισραήλ που εκφράστηκαν σε συνεννόηση με την Ελλάδα, η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Ιερουσαλήμ – Αγκυρας, η αρνητική δημοσιότητα που προσέλαβε το θέμα των F-35 στην Ουάσιγκτον κατόπιν πρωτοβουλιών του ελληνοαμερικανικού λόμπι και η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία.
Αυτό το βαρύ κλίμα αποτυπώθηκε και στο Κογκρέσο, στις σκληρές εκφράσεις του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Τζιμ Ρις κατά τη διάρκεια της ακρόασης του προτεινόμενου πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία Τομ Μπαράκ και στην κατηγορηματική διαβεβαίωση του αντιπροέδρου της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της Βουλής Γκρέγκορι Μικς πως δεν θα δοθούν τα F-35 στην Τουρκία.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις έχουν μεν τη σημασία τους, όμως στην πραγματικότητα οι αρμόδιες Επιτροπές Εξωτερικών και Διεθνών –στα προεδρεία των οποίων συμμετέχουν οι δύο προαναφερθέντες σημαντικοί νομοθέτες– μπορούν απλώς να επιβραδύνουν τις εξελίξεις και όχι να τις μπλοκάρουν. Εάν ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι αποφασισμένος να προχωρήσει με την πώληση των μαχητικών στην Τουρκία, διαθέτει την εκτελεστική ισχύ για να ξεπεράσει ενδεχόμενη άρνηση των επιτροπών, οι οποίες δεν έχουν τη δυνατότητα άσκησης βέτο –όπως λανθασμένα έχει γραφτεί κατ’ επανάληψιν– αλλά μόνο την υποβολή παύσης (hold).
Στην αμερικανική πρωτεύουσα αρχίζουν και πέφτουν στο τραπέζι ιδέες για την αξιοποίηση –και στην περίπτωση της Τουρκίας– του νόμου περί στρατιωτικού πλεο- νεκτήματος (QME) του Ισραήλ έναντι των περιφερειακών αντιπάλων του.
Σε περίπτωση λοιπόν παύσης, ο πρόεδρος μπορεί να την παρακάμψει και να ενημερώσει για την απόφασή του απευθείας τις ολομέλειες των δύο σωμάτων του Κογκρέσου. Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας δίνεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε νομοθέτη να καταθέσει «ψήφισμα μη αποδοχής» της πρότασης του προέδρου. Ενα τέτοιο ψήφισμα για να έχει ισχύ θα πρέπει να υπερψηφιστεί από τα δύο τρίτα των σωμάτων Βουλής και Γερουσίας, πράγμα πρακτικά αδύνατο σε ένα ρεπουμπλικανικά ελεγχόμενο Κογκρέσο.
Υπενθυμίζεται πως αυτό συνέβη τον Ιούλιο του 2019, όταν το Κογκρέσο διαφώνησε –περισσότερο σε μια ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι– με την προτεινόμενη πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία. Ο πρόεδρος Τραμπ άσκησε βέτο στα ψηφίσματα μη αποδοχής που έφτασαν στο Οβάλ Γραφείο και προχώρησε κανονικά με την πώληση, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφαλείας και την κατάσταση στην Υεμένη.
Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι όταν στο παρελθόν ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ, ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών επέμενε ότι υπό την ηγεσία του δεν θα προχωρούσε η πώληση των F-16 στην Τουρκία, το έκανε διότι γνώριζε πως ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν θα πήγαινε κόντρα στη βούληση του Κογκρέσου. Αυτή η δυναμική δεν ισχύει στη σημερινή Ουάσιγκτον.
Παράλληλα, αρκετά τουρκικά δημοσιεύματα –που αναπαράγονται και στη χώρα μας– αναφέρουν ότι στο πλαίσιο των τεχνικών διαβουλεύσεων εξεύρεσης λύσης για το θέμα των κυρώσεων, δεν αποκλείεται τροποποίηση του σχετικού νόμου CAATSA. Αυτό το σενάριο δεν είναι ακριβές, καθώς ο συγκεκριμένος νόμος αφορά στην αντιμετώπιση των εχθρών της Αμερικής, μέσω κυρώσεων, και πιο συγκεκριμένα στη Ρωσία, στο Ιράν και στη Βόρεια Κορέα, επομένως δεν τίθεται θέμα τροποποίησής του.
Το παράρτημα 231 του νόμου, στο οποίο βασίστηκε η απόφαση του 2020 για την Τουρκία, προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε οντότητες που προβαίνουν σε συνδιαλλαγές με τους τομείς άμυνας ή πληροφοριών της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Στη σχετική απόφαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «οι ΗΠΑ σκοπεύουν να συνεχίσουν τη μακροχρόνια αμυντική συνεργασία τους με την Τουρκία, όταν καταστεί εφικτή η άρση του εμποδίου κατοχής των S-400». Η απόφαση αυτή θα μπορούσε πρακτικά να τροποποιηθεί και να «ξεκλειδώσουν» εξελίξεις.
Την ώρα που βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες για το ενδεχόμενο «ξεκλείδωμα» της αμερικανοτουρκικής σχέσης, ασκούνται και αντίρροπες πιέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, στην αμερικανική πρωτεύουσα αρχίζουν και πέφτουν στο τραπέζι ιδέες για την αξιοποίηση –και στην περίπτωση της Τουρκίας– του νόμου περί ποιοτικού στρατιωτικού πλεονεκτήματος (QME) του Ισραήλ έναντι των περιφερειακών αντιπάλων του.
Υπενθυμίζεται πως από το 2008, οπότε και τροποποιήθηκε ο Νόμος περί Ελέγχου Εξαγωγής Οπλων, η αμερικανική νομοθεσία διασφαλίζει ότι οι πωλήσεις όπλων σε χώρες της Μέσης Ανατολής δεν θα πρέπει να υπονομεύουν το στρατιωτικό πλεονέκτημα και την τεχνολογική υπεροχή του Ισραήλ.
Πρόκειται για μια βασική παράμετρο της αμερικανικής πολιτικής που ακολουθείται πιστά τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία όμως δεν έχει εφαρμοσθεί έως σήμερα στην περίπτωση της Τουρκίας, επειδή πρόκειται για χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ.

