Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει σε νέα φάση, δεκατέσσερις μήνες μετά την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών. Για τέσσερις λόγους: Πρώτον, η δυναμική της λεγόμενης «θετικής ατζέντας», με έμφαση στον τουρισμό, στο εμπόριο και στις συνέργειες σε επίπεδο επιστημόνων και επιχειρηματιών, έχει αρχίσει να εξαντλείται. Θα εξακολουθήσουν μεν τους επόμενους μήνες τα μεγάλα τουριστικά ρεύματα από την Τουρκία στην Ελλάδα και η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη σύσφιγξη σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών, όμως, χωρίς κάποιο μεγάλο επιχειρηματικού χαρακτήρα σχέδιο που θα απογειώσει τις οικονομικές σχέσεις, όσα έχουν προηγηθεί και πρόκειται να γίνουν έχουν συγκεκριμένη προοπτική. Είναι σημαντικό το μομέντουμ, αλλά εφόσον αυτό διατηρηθεί, πρέπει να γίνει επένδυση στην καλύτερη κατανόηση των προκαταλήψεων εκάστης πλευράς.
Δεύτερον, εντοπίζεται μια συσσώρευση αρχικά προσδοκιών και εν συνεχεία απογοητεύσεων στα δύο μέρη, κυρίως ως προς τη δυνατότητα έναρξης ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, με σοβαρή προοπτική διευθέτησης των προβλημάτων που ταλανίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέσω διαλόγου αλλά και με προσφυγή στη Χάγη. Οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν τη Διακήρυξη των Αθηνών φαίνεται ότι βρίσκονται σε τέλμα, παρά τη δημόσια τουλάχιστον καλή διάθεση και των δύο μερών, με αποτέλεσμα να υφέρπει ένας εκνευρισμός για την αδυναμία (απροθυμία;) να γίνει το επόμενο, μεγάλο βήμα που θα έφερνε άλλον αέρα στα διμερή. Αυτή η συνθήκη, συνδυαστικά με μια σχετική ανυπομονησία για κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα (που δεν διαφαίνεται) στις εν εξελίξει διαβουλεύσεις, ενισχύει τις φωνές των δύσπιστων στο εσωτερικό των δύο κρατών και ασκεί πίεση στις ηγεσίες.
Τρίτος λόγος είναι ότι οι τελευταίες, παρότι παραμένουν ισχυρές, δεν έχουν πλέον, όπως όταν επανεξελέγησαν το καλοκαίρι του 2023, τόσο πολιτικό κεφάλαιο να ξοδέψουν σε ένα διαχρονικά πολύ ευαίσθητο και διχαστικό εθνικό ζήτημα. Στη μεν Ελλάδα, ακόμη και στους κόλπους της κυβέρνησης υπάρχει πλέον διχογνωμία για το κατά πόσον τα «ήρεμα νερά» εξυπηρετούν περισσότερο την Τουρκία στην προσπάθειά της να αλλάξει την εικόνα της επιθετικής και αναθεωρητικής δύναμης, ώστε να εξασφαλίσει ανταλλάγματα από τους δυτικούς εταίρους της, με έμφαση στην άμυνα, όπου θέλει να καλύψει το χαμένο έδαφος απέναντι στην υπεροπλία της Ελλάδας στον αέρα. Επειδή μάλιστα τους τελευταίους μήνες, αρχικά στην Κάσο και εν συνεχεία βορείως της Κρήτης, τουρκικές φρεγάτες και κορβέτες επιτηρούν ή και παρενοχλούν το πλοίο που διεξάγει έρευνες βυθού για την πόντιση καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Ελλάδας, προκύπτει η απορία της χρησιμότητας ανάδειξης των παράνομων και επιθετικών ενεργειών της Αγκυρας επί του πεδίου ή η πιο ήπια αντιμετώπιση, χάριν της ανάγκης να μην επιβαρυνθεί περαιτέρω το κλίμα. Ωστόσο, στον βαθμό που η Τουρκία παραβιάζει το πνεύμα και το γράμμα της Διακήρυξης των Αθηνών, η Αθήνα δεν έχει άλλη επιλογή από το να κρατάει το ζήτημα ψηλά και να προειδοποιεί τους συμμάχους της για τους εύλογους κινδύνους της προμήθειας μαχητικών αεροπλάνων και οπλικών συστημάτων στη γείτονα.
Τέταρτον, η έλευση Τραμπ εκ των πραγμάτων δημιουργεί νέα δεδομένα, με τις δύο χώρες να θέλουν χρόνο για να τα αφομοιώσουν προκειμένου να διαπιστώσουν πού και πώς τοποθετούνται απέναντι στην ατζέντα του Αμερικανού προέδρου. Η μεν Τουρκία ελπίζει ότι η καλή χημεία ανάμεσα στους δύο προέδρους και η εμπειρία του Ερντογάν στη διαχείριση του Τραμπ, σε συνάρτηση με το ξεθεμελίωμα διεθνών νορμών και συμφωνιών που διέπουν το παγκόσμιο σύστημα, της δίνουν ένα προβάδισμα και έτσι μπορεί βάσιμα να ελπίζει σε μια πιο λειτουργική σχέση συγκριτικά με τον Μπάιντεν. Μάλιστα, η χρησιμότητα της Αγκυρας ως δρώντος που προτίθεται να προσφέρει λύσεις, ακόμη κι αν προηγουμένως έχει δημιουργήσει ή συντελέσει στο πρόβλημα, καθώς και η επιθυμία Τραμπ να απαγκιστρωθεί από μέτωπα που μαίνονται κρίσεις ή συρράξεις, θα μπορούσε ακόμη και να επαναφέρει την Τουρκία στο πρόγραμμα των F-35. Το μεγαλύτερο εμπόδιο γι’ αυτήν είναι οι κακές σχέσεις με το Ισραήλ, το οποίο έχει ασφαλώς την καλύτερη πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, οι περιφερειακές της βλέψεις που ενδέχεται να συγκρουστούν με κράτη και οντότητες που βρίσκονται κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ταύτιση της ηγεσίας της με τη μουσουλμανική αδελφότητα και ακραίες ισλαμικές ομάδες, και η αρνητική εικόνα της (και μάλιστα διακομματικά) στο Κογκρέσο.
Από την άλλη, η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ανησυχεί για την περιφρόνηση Τραμπ για το διεθνές δίκαιο, την αντιπάθειά του για την Ε.Ε., και τις ωμές παρεμβάσεις του, όπως και συνεργατών του, στο εσωτερικό τρίτων κρατών, αν και οι σχέσεις Αθήνας – Ουάσιγκτον είναι σφυρηλατημένες και έχουν ισχυρές δικλίδες ασφαλείας. Δεν αποκλείεται όμως, κατά το πρότυπο της Γάζας, και γενικότερα της διαπραγμάτευσης με… κτηματομεσιτικούς όρους, ο Αμερικανός πρόεδρος να κρίνει ενδιαφέρουσα, αν όχι συμφέρουσα, μια πρόταση συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου χωρίς τα κατ’ αυτόν περιττά, νομικά εμπόδια που εγείρει το δίκαιο της θάλασσας. Ή να εκβιάσει μια διευθέτηση στην περιοχή που θα εξυπηρετεί το στενό αμερικανικό συμφέρον. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο η Ελλάδα να αποκτήσει συνεπείς διαύλους επικοινωνίας με τον ίδιο και το περιβάλλον του, και να εξακολουθήσει να ενδυναμώνει τους δεσμούς με Ισραήλ και Σαουδική Αραβία.
O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
______________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Στιγμιότυπο από τη στρατιωτική άσκηση Sea Guardian στη θαλάσσια περιοχή του Μυρτώου Πελάγους, τον περασμένο Δεκέμβριο. Η Αθήνα έχει λόγους να ανησυχεί αφού ο πρόεδρος Τραμπ θα μπορούσε να κρίνει ενδιαφέρουσα, αν όχι συμφέρουσα, μια πρόταση συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου χωρίς τα κατ’ αυτόν περιττά, νομικά εμπόδια που εγείρει το δίκαιο της θάλασσας. ΑΠΕ-ΜΠΕ

