Σε μια εξέλιξη μείζονος σημασίας, που αντανακλά το στρατηγικό βάθος των σχέσεων ΗΠΑ–Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξέδωσε Προεδρική Απόφαση με την οποία εντάσσει τη Λευκωσία σε τρία αμυντικά προγράμματα, καθοριστικά για τη θεμελίωση μιας ακόμη ισχυρότερης σχέσης ασφαλείας ανάμεσα στις δυο χώρες και απαραίτητα για τη διεύρυνση της συνεργασίας με την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ και με κάθε επόμενη αμερικανική κυβέρνηση.
Η Προεδρική Απόφαση, που σταδιακά οδηγεί στην εκπλήρωση του κοινού μακροπρόθεσμου στόχου ενίσχυσης της διαλειτουργικότητας των δυο χωρών και εκσυγχρονισμού του αμυντικού προφίλ της Κύπρου, εντάσσει τη χώρα:
- στο πρόγραμμα Διεθνών Πωλήσεων Στρατιωτικού Υλικού,
- στο πρόγραμμα παροχής Πλεονάζοντος Αμυντικού Υλικού
- και στα προγράμματα που παρέχουν εκπαίδευση και εξοπλισμό στις εθνικές δυνάμεις ασφαλείας ξένων χωρών.
Oπως αναφέρουν πηγές στην Ουάσιγκτον, πρόκειται για μια εξέλιξη που κρίθηκε απολύτως αναγκαία για δυο βασικούς λόγους:
- Πρώτον για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι νέες προκλήσεις που δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή και να οικοδομηθούν νέοι άξονες ασφαλείας, ως αντιστάθμισμα στη διαμόρφωση συμμαχιών που εμπεριέχουν δύσκολα αναγνώσιμα στοιχεία.
- Και δεύτερον για να εδραιωθεί ουσιαστικά ο αναβαθμισμένος ρόλος που αποδίδει στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια ο αμερικανικός παράγοντας, καθώς κάτι τέτοιο εξυπηρετεί πλέον ξεκάθαρα τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η απόφαση αυτή είχε ήδη αρχίσει να δρομολογείται από το φθινόπωρο κατόπιν σχετικών εισηγήσεων από το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και οριστικοποιήθηκε μετά την επιτυχημένη επίσκεψη του προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη στον Λευκό Οίκο, όπου το θέμα αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους δυο προέδρους.
Το πρόγραμμα Διεθνών Πωλήσεων Στρατιωτικού Υλικού (FMS) είναι το εργαλείο με το οποίο η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να μεταβιβάζει αμυντικό εξοπλισμό, υπηρεσίες και εκπαίδευση σε διεθνείς εταίρους και οργανισμούς. Η επιλεξιμότητα για τη συμμετοχή κάθε χώρας καθορίζεται από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών προβαίνει στις σχετικές εισηγήσεις, όπως έγινε στην περίπτωση της Κύπρου.
Το πρόγραμμα Πλεονάζοντος Αμυντικού Υλικού (EDA) παρέχει τη δυνατότητα σε επιλέξιμες ξένες κυβερνήσεις ή διεθνείς οργανισμούς να λαμβάνουν συγκεκριμένα αμυντικά είδη που βρίσκονται ήδη σε χρήση από τις Ενοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ. Βάσει των νόμων Εξωτερικής Βοήθειας του 1961 και Ελέγχου Εξαγωγών Οπλων, αμυντικά είδη που έχουν κριθεί ως πλεονάζοντα από το αμερικανικό Πεντάγωνο μπορούν να προσφέρονται σε ξένες κυβερνήσεις όταν αποφασίζεται ότι κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τους στόχους εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, όπως εν προκειμένω κρίθηκε για την περίπτωση της Κύπρου. Συνήθως, το πλεονάζον αμυντικό υλικό μεταβιβάζεται για την υποστήριξη των εταίρων και των συμμάχων των ΗΠΑ στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού των ένοπλων δυνάμεών τους.
Τα προγράμματα του λεγόμενου Τίτλου 10 στα οποία επίσης εντάσσεται η Κυπριακή Δημοκρατία, υποστηρίζουν μια σειρά δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη νέων ικανοτήτων των δυνάμεων ασφαλείας ξένων χωρών. Παρόλο που η Κυπριακή Δημοκρατία πληρούσε ήδη τα κριτήρια για δραστηριότητες συνεργασίας ασφαλείας στο πλαίσιο του Τίτλου 10, η Προεδρική Απόφαση την καθιστά επίσης επιλέξιμη για τα προγράμματα Ενίσχυσης Ικανοτήτων βάσει του Αρθρου 333. Η χρηματοδότηση του Αρθρου 333 εγκρίνεται ετησίως και υποστηρίζει προγράμματα που παρέχουν εκπαίδευση και εξοπλισμό στις εθνικές δυνάμεις ασφαλείας ξένων χωρών, με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητάς τους να διεξάγουν διάφορες δραστηριότητες, όπως επιχειρήσεις ασφάλειας θαλάσσιων και χερσαίων συνόρων και αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις.
Υπενθυμίζεται πως η διαδικασία αναβάθμισης της Κύπρου άρχισε κατά την πρώτη διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ με πρωτοβουλία του τότε υφυπουργού Εξωτερικών Γουες Μίτσελ, ο οποίος οραματίστηκε και έθεσε τα θεμέλια μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την Ανατολική Μεσόγειο, με κυρία χαρακτηριστικά την ισχυρή αμερικανική παρουσία και τον ενισχυμένο ρόλο για την Κύπρο και την Ελλάδα. Ο κ. Μίτσελ επίσης εμπνεύστηκε και δρομολόγησε τις προκαταρκτικές διαδικασίες που οδήγησαν στην θεσμοθέτηση του τριμερούς σχήματος συνεργασίας 3 συν 1, δηλαδή Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου συν τις ΗΠΑ.
Ακολούθως, στις βάσεις αυτές οικοδομήθηκε και ο νόμος EastMed που επισημοποίησε και εδραίωσε τόσο το αμερικανικό στρατηγικό ενδιαφέρον για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου όσο και τον νέο ρόλο Αθήνας και Λευκωσίας.
Είχε προηγηθεί το 2018, η υπογραφή της δήλωσης προθέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από τον τότε ΥΠΕΞ κ. Χριστοδουλίδη, η οποία άνοιγε τον δρόμο –για πρώτη φορά– για την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας ασφαλείας.
Τα τελευταία δυο χρόνια και ειδικότερα από τότε που ανέλαβε την προεδρία ο κ. Χριστοδουλίδης, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ κατέγραψαν εντυπωσιακή πρόοδο καθώς –πέραν του ότι οι δυο πλευρές μιλούν την ίδια γλώσσα, όπως λένε χαρακτηριστικά στην Ουάσιγκτον– σταδιακά εξαλείφθηκαν και οι αμερικανικές ανησυχίες για τον προσανατολισμό του νησιού και κρίθηκε ότι εκμηδενίστηκαν οι φυγόκεντρες τάσεις. Η συνεργασία δε, της κυπριακής κυβέρνησης με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI –κλιμάκια των οποίων βρίσκονται εκεί κατόπιν πρόσκλησης του κ. Χριστοδουλιδη– για την από κοινού αντιμετώπιση της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος έχει συμβάλει στην καλλιέργεια κλίματος μεγαλύτερης εμπιστοσύνης. Στο ίδιο πλαίσιο, πηγές στην αμερικανική πρωτεύουσα έλεγαν στην «Κ», ότι η δέσμευση –αλλά και οι δράσεις– του κ. Χριστοδουλίδη να «καθαρίσει» το όνομα της Κύπρου, συνετέλεσε στη διαμόρφωση της εικόνας μιας νέας χώρας με σύγχρονη ηγεσία, απαλλαγμένης από αγκυλώσεις, εξαρτήσεις και συμμαχίες του παρελθόντος.
Η ραγδαία αναπτυσσόμενη σχέση των τελευταίων ετών οδήγησε στην υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας τον Σεπτέμβριο του 2024, στην πραγματοποίηση του πρώτου γύρου στρατηγικού διαλόγου που έγινε τον Οκτώβριο στη Λευκωσία, στην επίσκεψη του κ. Χριστοδουλίδη στον Λευκό Οίκο, στη συμπερίληψη της Κύπρου μέσω του αμυντικού προϋπολογισμού του 2025 σε πολυμερή στρατιωτικά εκπαιδευτικά προγράμματα υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και τώρα στην Προεδρική Απόφαση συμμετοχής στα εν λόγω αμυντικά προγράμματα.
Τονίζεται επίσης πως η Προεδρική Απόφαση με την οποία ξεκλειδώνουν οι προαναφερθείσες εξελίξεις, έχει ισχύ νόμου των ΗΠΑ, καθώς πρόκειται για νομικά δεσμευτική οδηγία που εκδόθηκε βάσει της εξουσίας που παραχωρείται στον πρόεδρο από υφιστάμενους νόμους.

