Οι διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αποτυπώνουν τα ίχνη μιας μακράς ιστορικής εξέλιξης από τα πολιτεύματα της συνταγματικής μοναρχίας και της βασιλευόμενης δημοκρατίας σε αυτό της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αν και μετά την αναθεώρηση του 1986 οι ουσιαστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν στο ελάχιστο, η γραμματική διατύπωση των επιμέρους συνταγματικών διατάξεων δεν αντανακλά πάντοτε αυτή την εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, όμως, επικρατεί συνήθως η συστηματική ερμηνεία που χαρακτηρίζει τις σχετικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας απλώς ονομαστικές. Η ιστορική εξήγηση αυτής της αντίφασης δεν δικαιολογεί τη διαιώνισή της. Οι θεμελιώδεις λειτουργίες του Συντάγματος, η εκπλήρωση των οποίων προϋποθέτει κατά το δυνατόν την κατανόησή του όχι μόνο από τους ειδήμονες αλλά από τον κάθε πολίτη, ιδίως ο κανονιστικός του χαρακτήρας ως του θεμελιώδους νόμου του κράτους, απαιτούν τη σαφή ανάθεση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μόνον εκείνων των αρμοδιοτήτων που κρίνεται ότι σήμερα πρέπει να έχει. Η πρόταση των «έξι» για ένα «καινοτόμο Σύνταγμα» ανταποκρίνεται σε αυτήν τη λογική.
Υποστηρίζοντας την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Πρόεδρου της Δημοκρατίας, η εν λόγω πρόταση σε ορισμένα σημεία υπερβαίνει ακόμη και το πρότυπο του αρχικού Συντάγματος του 1975. Φαίνεται να δικαιώνει έτσι αναδρομικά την κριτική που δικαιολογημένα ασκήθηκε στην αναθεώρηση του 1986 ως μια αναθεώρηση που συνέβαλε στην εγκαθίδρυση ενός πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν η ιστορική εμπειρία ενεργού ανάμειξης του κληρονομικού βασιλιά θεωρηθεί ξεπερασμένη, δεν είναι σαφή τα οφέλη της αναγνώρισης υπέρ του Προέδρου της Δημοκρατίας ουσιαστικής αρμοδιότητας στην επιλογή του προσώπου του πρωθυπουργού, ακόμη μάλιστα και στην περίπτωση μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Περαιτέρω, η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής, με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, στη βάση δυσπροσδιόριστων κριτηρίων εγκυμονεί τον κίνδυνο είτε καταχρηστικής εφαρμογής είτε μη εφαρμογής υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Ούτε το ένα ούτε το άλλο ενισχύει την κανονιστικότητα του Συντάγματος. Ακόμη, εφόσον αναγνωρίζεται η δυνατότητα πρόκλησης δημοψηφίσματος ακόμη και σε πενήντα χιλιάδες πολίτες, δεν φαίνεται αναμφισβήτητη η προστιθέμενη αξία της αναγνώρισης αυτής της αρμοδιότητας και υπέρ του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η ανάθεση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της τελικής επιλογής του προέδρου και του εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου όπως επίσης του προέδρου και των μελών των ανεξαρτήτων αρχών λύνει ικανοποιητικά σημαντικές δυσλειτουργίες που έχουν ανακύψει κατά την εφαρμογή των ισχυουσών σήμερα συνταγματικών διατάξεων (αν και θα μπορούσε, ως ασφαλιστική δικλίδα έναντι κομματικών προτάσεων, να αναγνωρισθεί υπέρ του Προέδρου της Δημοκρατίας και δυνατότητα αναπομπής του καταλόγου των προσώπων που προτείνονται από τη Βουλή για τις θέσεις των προέδρων των ανεξαρτήτων αρχών). Προβληματισμό γεννά, αντίθετα, η επιλογή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του υπηρεσιακού υφυπουργού για την εποπτεία των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε σχέση έντασης με τον πρωθυπουργό και τον αρμόδιο υπουργό, κατά τρόπο που δεν ενισχύει την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Γενικότερα, η ύπαρξη μονοκομματικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών που οδήγησε στην κριτική για την έλλειψη θεσμικών αντιβάρων δεν φαίνεται πλέον να αποτελεί τον κανόνα. Με αυτό το δεδομένο, θα μπορούσε ίσως μια αναθεωρητική πρωτοβουλία να επικεντρωθεί περισσότερο στη συμβολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση του Συντάγματος (π.χ. μέσω αποσαφήνισης των δυνατοτήτων αναπομπής ψηφισμένων νομοσχεδίων ή θέσης σε κίνηση της διαδικασίας προληπτικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητάς τους).
Ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η εμπειρία έχει καταδείξει την ανάγκη αποσύνδεσής της από τη διάλυση της Βουλής. Ορισμένες από τις προτάσεις που κατά καιρούς διατυπώνονται, όμως, καταργούν το συναινετικό στοιχείο (επιτρέποντας τελικά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία ή και απευθείας από τον λαό). Η πρόταση των «έξι», αντίθετα, βελτιώνοντας και προσαρμόζοντας στα ελληνικά δεδομένα τις σχετικές ρυθμίσεις του γερμανικού και του ιταλικού συντάγματος, συνδυάζει σημαντικά πλεονεκτήματα: Αποφεύγει τη διάλυση της Βουλής ή τη στρεβλωτική αλλαγή του εκλογικού σώματος μεταξύ των ψηφοφοριών. Παρέχει επίσης ορισμένα εχέγγυα συναίνεσης, εφόσον περίπου το ήμισυ του εκλεκτορικού σώματος θα αποτελείται από πρόσωπα, εκ των προτέρων προσδιορισμένα, που βρίσκονται όμως, κατά κανόνα, εκτός της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Είναι έτσι σε θέση να διευκολύνει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας που θα εκπληρώσει αποτελεσματικά την ενοποιητική αποστολή του.
* Ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής είναι λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

