Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να αντέξει τις πιο ανώδυνες για τον ίδιο αλήθειες: Οτι ο Γ. Βαρουφάκης στην αδιέξοδη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου 2015 κατέληξε «από asset αρνητικός πρωταγωνιστής», ότι η Ζ. Κωνσταντοπούλου ως πρόεδρος της Βουλής διολίσθησε στην «εξουσιαστική μανία», ότι ήταν λάθος η κατάργηση του ΕΚΑΣ, οι χειρισμοί στην υπόθεση Novartis και στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, παρά τις καλές προθέσεις, ότι με τις ασφαλιστικές εισφορές Κατρούγκαλου και τους φόρους Τσακαλώτου διέρρηξαν τους δεσμούς με τη μεσαία τάξη.
Δεν άγγιξε, όμως, τις πιο επώδυνες αλήθειες, αφήνοντας ανολοκλήρωτο τον αναστοχασμό. Δεν παραδέχεται ούτε την ανεδαφικότητα του προγράμματος της Θεσσαλονίκης ούτε τις λαϊκιστικές υπερβολές πριν από τις εκλογές του 2015 (δηλώσεις για τα νταούλια και τις αγορές, ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν κ.ο.κ). Δεν αναγνωρίζει το τραύμα που προκάλεσε στην εικόνα της Αριστεράς ο πολιτικός-πολιτισμικός εναγκαλισμός με τον Καμμένο, ούτε καν ότι σε εκείνη τη live σύσκεψη στο Κέντρο Επιχειρήσεων για την τραγωδία στο Μάτι, το φοβερό καλοκαίρι του 2018, απέκρυψαν ότι υπήρχαν νεκροί. Δεν αναφέρεται στη φωτογραφία του στο σκάφος της Κ. Παναγοπούλου λίγες μέρες μετά το κακό, ούτε στις αλλαγές που έγιναν στον Ποινικό Κώδικα παραμονές των εκλογών του 2019 δημιουργώντας ερωτηματικά που τους κυνηγούν ακόμη και σήμερα.
Παρόλο που αναφέρεται συνεχώς στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο εξαιτίας του οποίου κατέκτησε την πολιτική ηγεμονία ο Κ. Μητσοτάκης, δεν μετανιώνει για τις βασικές επιλογές του που επέτρεψαν τη συγκρότησή του: Το δημοψήφισμα του 2015 και την κυβερνητική συνεργασία με τους ΑΝΕΛ.
Αντίθετα, αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη της απόφασης για το δημοψήφισμα, ξεκαθαρίζοντας ότι ήταν μια προσωπική του απόφαση, με δεδομένη στην αντίληψή του την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη και τη βεβαιότητα ότι η επικράτηση του «όχι» θα οδηγούσε στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές από καλύτερη θέση για τη χώρα. Ο Αλ. Τσίπρας παραμένει ήσυχος πως έκανε το σωστό και ότι αυτός ήταν ο μόνος δρόμος για να φτάσει στην Ιθάκη, στην έξοδο από τα μνημόνια. Δεν έχει δεύτερες σκέψεις ούτε καν για την ταλαιπωρία των ηλικιωμένων στις ουρές μπροστά στα ΑΤΜ, που για εκείνον παραμένει απόδειξη της αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού.
Υπερασπίζεται απόλυτα και την επιλογή κυβερνητικής συνεργασίας με τον Πάνο Καμμένο μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015. Το αντιμνημόνιο τους έφερε κοντά και επισκίασε τις ιδεολογικές διαφορές. Επιθυμία του ήταν μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με τη συμμετοχή και του Ποταμιού, παρόλο που δεν ανήκε στις αντιμνημονιακές δυνάμεις και εξέπεμπε, όπως γράφει, έναν ελιτισμό ξένο προς το κλίμα της εποχής. Ομως, δεν μπόρεσε να το συζητήσει με τον Σταύρο Θεοδωράκη, γιατί μια σύμπτωση έγινε πεπρωμένο: Ο επικεφαλής του Ποταμιού ανέβηκε στο γραφείο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από τις σκάλες και συνάντησε τυχαία τον Π. Λαφαζάνη, που του πρόλαβε τα νέα, ότι είχε γίνει ήδη συμφωνία με τους ΑΝΕΛ. Ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν θα ανεχόταν να μπει στο ίδιο κάδρο με τον Πάνο Καμμένο, που και εκείνος είχε ζητήσει από τον Αλέξη Τσίπρα να μην του κάνει πρόταση συνεργασίας, θεωρώντας ότι θα «τους έδινε» στους «έξω».
Η περιγραφή της συνάντησης Τσίπρα – Καμμένου το βράδυ των εκλογών, στην Κουμουνδούρου, είναι απόλυτα ενδεικτική των λόγων για τους οποίους συμπορεύθηκαν. Ο Π. Καμμένος ήθελε το υπουργείο Αμυνας, γιατί αυτό ήταν το όνειρό του, και συμμετοχή του κόμματός του στην κυβέρνηση ανάλογα με το εκλογικό του ποσοστό. Δεν ζητούσε τίποτα άλλο, δεν έβαζε όρους και έδειξε «θεσμική συνέπεια» μέχρι να τους χωρίσει η Συμφωνία των Πρεσπών. «Εσύ θα είσαι ο Αρης Βελουχιώτης και εγώ ο Ναπολέων Ζέρβας», του είπε σε μια γκροτέσκα εκδοχή εθνικής συμφιλίωσης.
Ο Αλ. Τσίπρας τόσο πολύ εκτίμησε τη στάση του Π. Καμμένου το πρώτο εξάμηνο του 2015 ώστε, πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και ενώ ήθελε να υπερβεί τη διαίρεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο στο όνομα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, του πρότεινε να θέσει υποψηφιότητα με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ο Π. Καμμένος επέμεινε να συμμετάσχει αυτόνομα στις εκλογές και τα κατάφερε, επιβάλλοντας την παρουσία του στην επόμενη κυβέρνηση με έναν τρόπο που γίνεται για πρώτη φορά γνωστός: Το βράδυ των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015 ανέβηκε στην εξέδρα, στα Προπύλαια, και τον αγκάλιασε χωρίς να το προσυνεννοηθούν, έχοντας ήδη αναγγείλει στις κάμερες την ανανέωση της κυβερνητικής συνεργασίας των ΑΝΕΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σε όλη του την αφήγηση ο πρώην πρωθυπουργός αντιμετωπίζει τον εαυτό του άλλοτε σαν Οδυσσέα και άλλοτε σαν Θησέα, που κινείται με βάση το συναίσθημα και όχι με τους υπολογισμούς των επαγγελματιών της εξουσίας. Επικαλείται τον συνδυασμό της ηθικής της ευθύνης με την ηθική της πεποίθησης αποδίδοντας τις αυταπάτες του στην υπερεκτίμηση των ιδεών και του δίκιου του.
Ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρεται αρκετές φορές στην κούρασή του, στη δοκιμασία των αντοχών του, σε προσωπικές απώλειες (π.χ. ότι ξέχασε τα γενέθλια του γιου του), ακόμη περισσότερες στο «ηθικό πλεονέκτημα» της κυβέρνησης του και των συντρόφων του στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι βέβαιος ότι «άξιζε τον κόπο» η περιπέτεια του 2015 και για όσους προβλέπει ότι θα τον χαρακτηρίσουν «αμετανόητο», τους προλαβαίνει αναγνωρίζοντας ότι έχουν δίκιο.
Κάποιες στιγμές κάνει σχεδόν φιλοσοφικές σκέψεις, όπως όταν ανακαλεί τη συμπεριφορά της Ζ. Κωνσταντοπούλου στη Βουλή μετά τη συμφωνία με τους δανειστές: «Δυστυχώς η πολιτική και η Αριστερά μαγνητίζουν τους νάρκισσους όπως το φως τα έντομα».
Σίγουρα ο Αλέξης Τσίπρας δεν παίρνει σοβαρά τον Ι. Γιάλομ που σε αντίστοιχες περιπτώσεις συμβουλεύει «… αργά ή γρήγορα να εγκαταλείψει(ς) την ελπίδα για ένα καλύτερο παρελθόν».

