Σε παρέμβαση σχετικά με τις εξελίξεις στο καλώδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου προέβη ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος εξέφρασε τις έντονες ανησυχίες του για τις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας.
Στη δήλωσή του αναφέρεται στα «γεωπολιτικά ρίσκα, την αβεβαιότητα της οικονομικής βιωσιμότητας του έργου και τις τεχνικές δυσκολίες του εγχειρήματος», ενώ κάνει λόγο για «ρηχή, επιπόλαιη προσέγγιση της κυπριακής πολιτείας».
Συνεχίζοντας, τονίζει πως «αυτό που με ανησυχεί – που με φοβίζει – περισσότερο από κάθε τεχνική ή οικονομική πτυχή, είναι η διαφαινόμενη διασάλευση των σχέσεων Αθηνών και Λευκωσίας».
Μάλιστα, κατηγορεί ότι διέπραξαν πολύ μεγάλο λάθος «όσοι κατάφεραν να οδηγήσουν τη χώρα μας σε αυτή τη μετωπική σύγκρουση με την Αθήνα», τον «πιο σταθερό και διαχρονικό μας σύμμαχο», όπως αναφέρει.
Ολόκληρη η τοποθέτηση του Αβέρωφ Νεοφύτου
«Τις απόψεις μου για το έργο του Great Sea Interconnector τις εξέφρασα έγκαιρα, πριν ληφθούν οι οποιεσδήποτε αποφάσεις.
Είχα τότε επισημάνει τα γεωπολιτικά ρίσκα, την αβεβαιότητα της οικονομικής βιωσιμότητας του έργου και τις τεχνικές δυσκολίες του εγχειρήματος.
Οι συνέπειες της ρηχής, επιπόλαιης προσέγγισης της κυπριακής πολιτείας ήταν αναπόδραστες: σήμερα, οι πάντες έχουν καταλάβει ότι το έργο – για να το πω όσο πιο ήπια γίνεται – έχει καταλήξει σε τέλμα.
Αυτό όμως που με ανησυχεί – που με φοβίζει – περισσότερο από κάθε τεχνική ή οικονομική πτυχή, είναι η διαφαινόμενη διασάλευση των σχέσεων Αθηνών και Λευκωσίας.
Όσοι, επικαλούμενοι γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα, κατάφεραν να οδηγήσουν τη χώρα μας σε αυτή τη μετωπική σύγκρουση με την Αθήνα, έχουν διαπράξει πολύ μεγάλο εθνικό λάθος.
Γιατί τίποτε δεν είναι πιο επιζήμιο για την Κύπρο μας από την αντιπαράθεση με τον πιο σταθερό και διαχρονικό μας σύμμαχο — την Ελλάδα — τη στιγμή που στην περιοχή μας συντελούνται κοσμογονικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Οι κατόπιν εορτής, απερίσκεπτοι λεονταρισμοί για λόγους εντυπώσεων στο εσωτερικό, δεν απαλλάσσουν κανέναν από τις τεράστιες ευθύνες του, ούτε βοηθούν στην άρση του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει το έργο.
Αντίθετα, συνιστούν πρακτική επικίνδυνη για την πατρίδα μας, διακυβεύοντας την ασφάλεια του πιο σημαντικού «καλωδίου» – αυτού που ιστορικά, ηθικά, εθνικά και γεωπολιτικά μάς συνδέει με την Ελλάδα».
Τα πυρά από τη Λευκωσία και η απάντηση του ΑΔΜΗΕ
Σημειώνεται πως σήμερα το πρωί δημοσίευμα της κυπριακής εφημερίδας «Φιλέλευθερος» πυροδότησε εστία έντασης, καθώς υποστήριξε ότι ο ΑΔΜΗΕ υπέβαλε ένσταση στη Ρυθμιστική Αρχή της Κύπρου (ΡΑΕΚ) εναντίον της απόφασής της να του εγκρίνει ανάκτηση εξόδων 82 εκατ. ευρώ, με δικαίωμα είσπραξης μόνο 25 εκατ. για την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2025.
Αντ΄αυτού, σύμφωνα με το δημοσίευμα, διεκδικεί να του αναγνωριστεί δικαίωμα ανάκτησης ποσού 251 εκατ. ευρώ για δαπάνες που έκανε μέχρι τώρα, πριν ολοκληρωθεί το έργο.
Κληθείς να σχολιάσει το δημοσίευμα, ο Κύπριος πρόεδρος, Νίκος Χριστοδουλίδης εξαπέλυσε σφοδρά πυρά κατά του ΑΔΜΗΕ. «Αν ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ νομίζει ότι με επιστολές ή με πληρωμένες καταχωρήσεις εκβιάζεται η Κυπριακή Κυβέρνηση, προφανώς δεν ξέρει με ποιους έχει να κάνει», ανέφερε χαρακτηριστικά σε δηλώσεις του σήμερα το πρωί.
«Θέλω να σημειώσω ότι για το συγκεκριμένο έργο υπάρχει πλήρης κατανόηση και συμφωνία – πλαίσιο ανάμεσα στην Ελληνική και στην Κυπριακή Κυβέρνηση. Πρόσφατα στη Νέα Υόρκη συμφωνήσαμε με τον Ελληνα Πρωθυπουργό για το πώς προχωρούμε πολύ συγκεκριμένα και, μάλιστα, εκδόθηκε και μια σχετική ανακοίνωση», είπε ακόμη και συμπλήρωσε: «Η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν εκβιάζεται από κανέναν επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ και η Κυπριακή Κυβέρνηση είναι εδώ για να στηρίξει μόνο τα συμφέροντα του κυπριακού λαού. Αυτό είναι το ξεκάθαρο μήνυμα προς τον επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ».
Ο ΑΔΜΗΕ στη συνέχεια διέψευσε το δημοσίευμα, τονίζοντας, μεταξύ άλλων ότι «διεκδικεί τη συμφωνημένη πρώτη δόση των 25 εκατ. ευρώ για το 2025, και τίποτα περισσότερο όσον αφορά τις επενδυτικές δαπάνες του έργου (capex)» και σημειώνοντας επίσης ότι «διαψεύδει την αυθαίρετη και αδιασταύρωτη πληροφορία του δημοσιεύματος περί άμεσης διεκδίκησης των 251 εκατ. ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος των 1,9 δισ. Euro, του έργου, και το οποίο θα ανακτηθεί στο βάθος χρόνου των 35 ετών απόσβεσης που έχει προσδιοριστεί ρυθμιστικά».

