«Κλειδώνει», κατά πληροφορίες, η απόφαση για επανέναρξη των ερευνών για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, παρά το γεγονός ότι μετά την προ έτους εμφάνιση τουρκικής δύναμης ανοιχτά της Κάσου θεωρείται περισσότερο από πιθανή και νέα αντίδραση από την Αγκυρα. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι έρευνες θα δρομολογηθούν εντός του επόμενου διμήνου, σε χρόνο που θα κρίνει ως προσφορότερο η κυβέρνηση, αλλά και σε συνάρτηση με τη διαθεσιμότητα ερευνητικού πλοίου.
Η Αθήνα έχει «χαρτογραφήσει» τα πιθανά σενάρια των τουρκικών κινήσεων. Μάλιστα, πλέον εκ των πραγμάτων προσμετρείται και η διαφαινόμενη κύρωση του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου από τη Βεγγάζη και τον Χαφτάρ, που ανοίγει τον δρόμο για τουρκικές έρευνες για υδρογονάνθρακες στη Λιβύη.
Επίσης, έχουν καταγραφεί οι ενδοιασμοί της Λευκωσίας. Είναι όμως προφανές ότι η Αθήνα δεν μπορεί να υπαναχωρήσει εύκολα από ένα έργο που αφενός έχει διασφαλισμένη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και, αφετέρου είναι απολύτως συμβατό με το διεθνές δίκαιο.
Εξάλλου τα εθνικά θέματα, με αιχμή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχουν πλέον ισχυρό αποτύπωμα και στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να έχουν υψώσει τους τελευταίους μήνες τους τόνους για τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Παράλληλα, δε, εκκρεμεί και η «απάντηση» του Κ. Καραμανλή στην κριτική που άσκησε ο Κυρ. Μητσοτάκης στην εξωτερική πολιτική της περιόδου 2004-2009.
Επισημαίνεται πως η προβληματική αντίδραση της Τουρκίας έναντι του έργου έχει γνωστοποιηθεί σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές –και όχι μόνον– πρωτεύουσες, χωρίς όμως να διαφαίνεται προοπτική ουσιαστικής παρέμβασης εκ μέρους τους: ενώ η ορθότητα της ελληνικής θέσης αναγνωρίζεται, συνοδεύεται από την «προτροπή» να εξευρεθεί λύση σε διμερές επίπεδο, καθώς είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή η ευρύτερη σημασία της τουρκικής πρόκλησης. Ακόμη και ο Εμανουέλ Μακρόν, που έδειχνε τη μεγαλύτερη κατανόηση για την ανάγκη προώθησης του έργου, κινείται σε τροχιά προσέγγισης με την Αγκυρα.
Η προοπτική επανέναρξης των ερευνών για το καλώδιο επηρεάζει και τον οδικό χάρτη των ελληνοτουρκικών επαφών σε επίπεδο κορυφής. Οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν δεν αποκλείεται να έχουν κατ’ ιδίαν συνάντηση τον Σεπτέμβριο, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ομως, δεν διαφαίνεται η πραγματοποίηση σε σύντομο χρόνο του επόμενου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, που έχει σαφώς μεγαλύτερο «ειδικό βάρος» σε επίπεδο συμβολισμού.
Τέλος, πέραν της πορείας των διμερών σχέσεων με την Αγκυρα η Αθήνα αξιολογεί και την ευρύτερη «τοποθέτηση» της Τουρκίας στην περιοχή, αλλά και τις σχέσεις που αναπτύσσει με ορισμένα τουλάχιστον από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν προσεγγίζεται στη διεθνή σκηνή ως «έντιμος διαμεσολαβητής», όπως ο ίδιος επιθυμεί να εμφανίζεται. Ομως, όπως λέγεται, η Αγκυρα εξαργυρώνει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα.
Πρώτον, έχει αναπτύξει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικό εταίρο, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ενωση θέτει προτεραιότητα τα εξοπλιστικά προγράμματα. Δεύτερον, αποτελεί η ίδια μεγάλο αγοραστή οπλικών συστημάτων: μόνο την τρέχουσα περίοδο βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την προμήθεια από την Αγκυρα 40 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter Typhoon.
Στο μέτωπο του ΟΠΕΚΕΠΕ
Κρίσιμα στοιχήματα εμπεριέχει για το ΠΑΣΟΚ η νέα πολιτική περίοδος που εκκινεί τις επόμενες ημέρες. Πρώτο ζητούμενο είναι πόσο θα επηρεάσει το πολιτικό σκηνικό η διατήρηση του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ στο προσκήνιο, μέσω της επερχόμενης λειτουργίας της εξεταστικής επιτροπής. Η στρατηγική της Ν.Δ. να αναδείξει την εμπλοκή «πράσινων» στελεχών στην υπόθεση των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων ήταν εμφανής πριν από τη θερινή περίοδο και δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί. Ηδη, δε, για τη Χαριλάου Τρικούπη έχουν υπάρξει τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα για το κλίμα, που είναι πιθανόν να διαμορφωθεί, καθώς παρά την κυβερνητική δημοσκοπική κάμψη του Ιουλίου, το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αδυνατούσε να επωφεληθεί, αλλά κατέγραφε και το ίδιο απώλειες.
Ο δεύτερος κίνδυνος, εάν το ΠΑΣΟΚ συνεχίσει τις χαμηλές πτήσεις, είναι να ανοίξει και πάλι η δημόσια συζήτηση μεταξύ των στελεχών του για την πιθανότητα –και την κατεύθυνση– των κυβερνητικών συνεργασιών σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, θέμα για το οποίο υφίστανται βαθιές διαφωνίες στη Χαριλάου Τρικούπη. Υπενθυμίζεται ότι η ανοδική τάση που κατέγραφε στα τέλη του 2024 το ΠΑΣΟΚ, μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, ανακόπηκε ακριβώς όταν στο προσκήνιο ήλθε το ζήτημα των συνεργασιών.
Τέλος, εστία εσωκομματικών εντάσεων μπορεί να αποτελέσει το προγραμματισμένο για το τέλος του έτους συνέδριο του κόμματος. Είναι δεδομένο ότι ο Ν. Ανδρουλάκης δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί μέχρι και τις επόμενες εκλογές. Ομως, προεξοφλείται ότι το συνέδριο θα αποτελέσει πεδίο στο οποίο παλαιοί –όπως οι Χάρης Δούκας, Παύλος Γερουλάνος και Αννα Διαμαντοπούλου– αλλά και πιθανοί νέοι «δελφίνοι» θα αναπτύξουν προσωπικές στρατηγικές, καθώς η εσωκομματική τράπουλα θα ξαναμοιραστεί. Υπό το ανωτέρω πρίσμα, πολλοί στη Χαριλάου Τρικούπη επισημαίνουν ότι αν και δεν θα δυσκολευτεί να «ελέγξει» το συνέδριο, ο Ν. Ανδρουλάκης θα πρέπει το αμέσως επόμενο διάστημα να αναλάβει ενωτικές πρωτοβουλίες, καθώς στην παρούσα φάση ουσιαστικά δεν υφίστανται δίαυλοι επικοινωνίας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ με κομβικά στελέχη του κόμματος, με πρώτο τον δήμαρχο Αθηναίων.
Το στοίχημα της επανένωσης
Με δύο κρίσιμα ζητούμενα επιστρέφει, τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική σκηνή μετά τη θερινή ανάπαυλα. Πρώτον, σημαντικό για την Κουμουνδούρου είναι τα βήματα σύγκλισης με τη Νέα Αριστερά να επιταχυνθούν και εάν είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε κοινοβουλευτική σύμπραξη, δίδοντας ενδεχομένως στον ΣΥΡΙΖΑ και τη δυνατότητα επιστροφής στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακόμη κι αν ο συγκεκριμένος στόχος δεν επιτευχθεί –καθώς εκτιμάται πως κοινοβουλευτικές εφεδρείες διαθέτει και το ΠΑΣΟΚ– είναι σημαντικό ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω της σύμπραξης με τη Νέα Αριστερά να προσεγγίσει ή να επιστρέψει σε διψήφια ποσοστά και να εκμεταλλευτεί τη διαφαινόμενη κάμψη της Πλεύσης Ελευθερίας.
Δεύτερον, κρίσιμο θεωρείται να αποσαφηνιστούν οι προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα αναφορικά με τη δημιουργία νέου φορέα, καθώς η ασάφεια και η ρευστότητα που κυριαρχούν δημιουργούν αίσθηση «προσωρινότητας» για τον Σωκράτη Φάμελλο και συνολικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, που καλούνται να διαχειριστούν το νέο τοπίο. Πόσο μάλλον, που μετά την τελευταία παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού, η δημιουργία του κόμματος Τσίπρα έχει καταστεί το πιθανότερο σενάριο.

