Το περιστατικό είναι αστείο, αλλά και ενδεικτικό του πόσο καλά ξέρει ο ανθρωπολόγος Μάικλ Χέρτσφελντ την Κρήτη. Τον τόπο που πρωτοεπισκέφθηκε το 1967 ως προπτυχιακός φοιτητής του Κέμπριτζ για να συλλέξει ριζίτικα τραγούδια, αλλά επέστρεψε ξανά από το 1974 για τη διδακτορική του διατριβή και μια τεράστια πολυετή έρευνα. Μια φορά είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του σε ένα καφενείο σε χωριό του Μυλοποτάμου. Την επόμενη ημέρα πέρασε να ρωτήσει αν το άφησε εκεί και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού το είχε βέβαια φυλάξει. «Ευτυχώς που ήταν πορτοφόλι, διότι αν ήταν πρόβατο ποιος ξέρει τι θα είχε γίνει», τον πείραξε ο Βρετανός και όλοι οι θαμώνες έσκασαν στα γέλια. Δεν είναι μόνον ότι ο ομότιμος καθηγητής του Χάρβαρντ μιλάει τόσο καλά τα μυλοποταμίτικα, που ένας Αθηναίος δεν θα τον καταλάβαινε. Είναι ο σεβασμός και η αγάπη –που δεν τον κάνουν ωστόσο άκριτα συγχωρητικό– προς ένα μέρος στο οποίο μελέτησε ιστορία, ήθη, έθιμα, συμβολισμούς και κώδικες, όπως σχεδόν κανείς άλλος ξένος δεν είχε κάνει έως τότε στο πεδίο της ανθρωπολογίας. Αρκεί να διαβάσει κανείς ένα από τα βιβλία του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, «Η ποιητική του ανδρισμού» (2012), που πρωτοβγήκε στα αγγλικά το 1985 με τίτλο «The Poetics of Manhood», για να κατανοήσει τι έμαθε από την παραμονή του στα Ζωνιανά τις δεκαετίες ’70 και ’80.

Συναντήσαμε τον πολιτογραφημένο Ελληνα στο Παγκράτι –«λέγε με Μιχάλη, έχω και ελληνικό διαβατήριο»– όπου διατηρεί σπίτι, με αφορμή την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο Χέρτσφελντ στα βιβλία του, μιλώντας για τις ζωοκλοπές, τους αρωτηχτάδες, τις πατρωνίες των πολιτικών, περιγράφει άλλωστε βαθύτερες και πιο περίπλοκες αιτίες που υπερβαίνουν τα δημοσιογραφικά κλισέ και τα όρια του νησιού. Μας πάνε πίσω, όπως λέει και ο ίδιος, στο πώς οικοδομήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος μετά την Επανάσταση του 1821. Στη συζήτησή μας πήρε μέρος και ο Μάνος Παπαγεωργίου, που τελείωσε το μεταπτυχιακό Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος στη διπλωματική εργασία του εστιάζει στο θέμα των επιδοτήσεων στην Κρήτη. Με καταγωγή από χωριό της Κρήτης, έχει περάσει τα παιδικά του χρόνια εκεί. Για την επιστημονική μελέτη του μίλησε με δεκάδες ανθρώπους και εξέτασε την αγροτική πολιτική της ΕΟΚ, της Ε.Ε., αλλά και της πατρίδας μας από το 1980.
Η πατρογραμμική διαδοχή
«Ενα κλειδί για να κατανοήσουμε τι γίνεται στη δυτική και κεντρική Κρήτη, ιδιαίτερα στα ορεινά, είναι η κοινωνική οργάνωση, που βασίζεται στη συγγένεια υπό την έννοια της πατρογραμμικής διαδοχής», λέει ο Χέρτσφελντ. «Δηλαδή δεν αναγνωρίζονται εξίσου οι συγγενείς της μητέρας και του πατέρα, αλλά η βαρύτητα πέφτει μόνο στον πατέρα. Ετσι, ένας βοσκός ο οποίος στο παρελθόν θα πήγαινε σε μια ένοπλη σύγκρουση είτε βρισκόταν σε ανάγκη, θα μπορούσε να συγκεντρώσει στήριξη από καμιά 500αριά άτομα που κατάγονταν από τους ίδιους άρρενες προγόνους, με το ίδιο επώνυμο ίσως και παρατσούκλι. Η ίδια κοινωνική δομή ακριβώς εξυπηρέτησε έως σήμερα και τις πατρωνίες των πολιτικών. Στη βόρειο Ελλάδα, ένας πολιτευτής προς άγραν ψήφων θα πάει σε έναν έμπορο κτηνοτροφικών ή γεωργικών προϊόντων για να αποκτήσει πρόσβαση σε οικογένειες με τις οποίες θα είχε ο τελευταίος νταλαβέρια. Στην Κρήτη είναι πολύ πιο εύκολο. Θα πάει σε έναν αντιπρόσωπο μεγάλης φάρας, κερδίζοντας μεμιάς 500 ψήφους, αρκεί να κάνει μια βάπτιση σε κάποιο μέλος της. Στην Κρήτη δεν είναι πιο διεφθαρμένοι οι άνθρωποι, αλλά η κοινωνική οργάνωσή τους επιτρέπει πολύ ευκολότερα στους πολιτικούς να εισχωρούν με διευθετήσεις». Το επόμενο ερώτημα είναι προφανές: Γιατί εκεί επιβιώνει ακόμη αυτή η κοινωνική οργάνωση; «Δεν μπορούμε να ξέρουμε, αλλά μια απάντηση είναι ότι το νησί ενσωματώθηκε το 1913 στον εθνικό κορμό. Ισως αν είχε γίνει αυτό μετά το 1821 να είχε εξασθενήσει περισσότερο σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, 110 χρόνια δεν αρκούν για να αλλάξουν πράγματα που έχουν εμπεδωθεί εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες χρόνια», λέει ο ανθρωπολόγος.
Σήμερα η ζωοκλοπή έχει εμπορευματοποιηθεί. Ο Βρετανός καθηγητής εξηγεί ότι παλαιότερα ήταν μια απόπειρα κάποιος να πιάσει σχέση ή φιλία με άλλο χωριό ή φατρία. Π.χ., ένας νέος από λιγότερο ισχυρό σόι σού έπαιρνε ένα ζώο για να σου αποδείξει την αξιοσύνη του ή ότι μπορεί να γίνει καλός σύμμαχος. Ο κ. Παπαγεωργίου προσθέτει ότι συγγενείς που αναζητούν τα κλοπιμαία ζωντανά –οι αρωτηχτάδες, οι μεσίτες– είναι πολύ σημαντικοί διότι αυτοί έκαναν τον συμβιβασμό, τον σασμό που θα έφερνε νέες συμμαχίες. Και σήμερα επιβιώνει και ο θεσμός των διαμεσολαβητών, ιδιαίτερα χρήσιμος πια στην αλυσίδα των πλασματικών δηλώσεων αιγοπροβάτων. Η πατρογραμμική διαδοχή δημιουργεί ακόμη ένα δεδομένο: την αίσθηση ότι υπάρχουν δυο νόμοι στο νησί, από τη μια μεριά αυτός που πηγάζει από την πολιτεία και από την άλλη ο άγραφος από το παρελθόν, ένας άλλος κώδικας που έχει σχέση πάλι με τις επιταγές της συγγένειας, λέει ο Χέρτσφελντ. «Μέσω των επιδοτήσεων», συμπληρώνει ο κ. Παπαγεωργίου, «όταν δόθηκαν για πρώτη φορά, το ίδιο το ελληνικό κράτος αναγνώρισε αυτόν τον άγραφο εθιμικό κώδικα. Οι κρατικοί υπάλληλοι της εποχής και με τη σειρά τους οι πολιτικοί ήξεραν σε ποιους ακριβώς ανθρώπους θα πήγαιναν οι οικονομικές ενισχύσεις. Αρα η πολιτεία ενσωμάτωσε κατά έναν τρόπο κώδικες που ρυθμίζουν παράτυπα τις σχέσεις των κατοίκων».
Μια βάπτιση – 500 ψήφοι Στην Κρήτη, ένας πολιτευτής πάει σε έναν αντιπρόσωπο μεγάλης φάρας, κερδίζοντας μεμιάς 500 ψήφους, αρκεί να κάνει μια βάπτιση σε κάποιο μέλος της. Η κοινωνική οργάνωσή τους επιτρέπει πολύ ευκολότερα στους πολιτικούς να εισχωρούν με διευθετήσεις. Μάικλ Χέρτσφελντ
«Γιατί δεν βάζεις πρόβατα;»
«Μια ερώτηση που άκουγα συχνά στην Κρήτη», συνεχίζει ο κ. Παπαγεωργίου, που έκανε επτά μήνες επιτόπια έρευνα, ήταν «γιατί δεν βάζεις πρόβατα;», υπονοώντας είτε πραγματικά είτε εικονικά ζώα. «Ξεκίνησα από εξιστορήσεις για τη δεκαετία του 1980 για να δω την απαρχή της γέννησης ενός τύπου ανθρώπου που κυνηγά επιδοτήσεις, όπως κάποιοι σήμερα κυνηγούν ΕΣΠΑ. Μίλησα με πολλούς που χρημάτισαν υπάλληλοι στο κρατικό σύστημα της χορήγησης των επιδοτήσεων. Αυτοί μου είπαν με τη σειρά τους πως η άνωθεν γραμμή εκείνα τα πρώτα χρόνια ήταν “δηλώστε ό,τι θέλετε”. Ετσι γεννήθηκε το “πανωγράψιμο”, οι πλασματικές δηλώσεις που και αυτές διασυνδέθηκαν με την πατρογραμμική δομή. Οσο πιο πολλά ζώα εμφάνιζε κάποιος τόσο χρήμα και κύρος αποκτούσε». «Ενα νομικό σύστημα αποτελείται από εσωτερικές αμφιθυμίες και αντιφάσεις», συμπληρώνει ο Χέρτσφελντ υπονοώντας γκρίζες ζώνες. «Ο “εξυπνος” πολίτης παίζει με αυτά τα περιθώρια. Αυτό έκαναν και οι Κρητικοί, ιδιαίτερα αυτοί που δικαιολογούσαν τις πράξεις επειδή αισθάνονταν μακριά, αποκλεισμένοι στα ορεινά τους χωριά. Η αλήθεια είναι όμως ότι οι πολιτικοί τούς προσέφεραν την ευκαιρία να το κάνουν».
Για τον κ. Παπαγεωργίου, οι σχέσεις πατρωνίας στην Κρήτη έχουν κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά πολλά έχουν αλλάξει: «Διακρίνω τρεις ιστορικές φάσεις στις πελατειακές σχέσεις. Αρχικά υπήρχε ο κοζαλής, έτσι λέγεται ο άνδρας που είχε κύρος και δίκτυα σχέσεων. Υστερα με την ΕΟΚ ήρθαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που φτιάχτηκαν μαζί με τις επιδοτήσεις και έγιναν και συλλογικοί κομματικοί μηχανισμοί. Το ενδιαφέρον είναι πως με την κατάργηση των τελευταίων δημιουργήθηκαν εταιρείες αγροτικών συμβούλων που ήρθαν να πατάξουν τη διαφθορά, αλλά δεν έγινε αυτό. Πολλοί νόμιζαν ότι το ιδιωτικό θα φέρει τη διαφάνεια. Το ίδιο έγινε και με την ψηφιοποίηση. Ατελείωτα κλικ χωρίς διασταύρωση στοιχείων στις ψηφιακές αιτήσεις. Μέσα σε αυτούς τους μετασχηματισμούς οι σχέσεις συγγένειας και πατρωνίας, όπως και το πανωγράψιμο, συνεχίζουν να υπάρχουν», εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου, που μιλάει και για τους πραγματικούς χαμένους της υπόθεσης. Είναι βοσκοί και αγρότες που βλέπουν να εμπορευματοποιείται το αντικείμενο της εργασίας τους και να νέμονται πόρους κάποιοι που δεν έχουν καμιά σχέση με τη γη και τον μόχθο. Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν τα παιδιά τους να μην πηγαίνουν σχολείο, για να δηλωθούν από μικροί βοσκοί και να βγάζουν χρήματα χωρίς να μαθαίνουν γράμματα επειδή θα παίρνουν επιδοτήσεις.
Τα στερεότυπα
Ο καθηγητής Χέρτσφελντ συνεχίζει να αναφέρεται στην καταστρεπτική ισχύ των στερεοτύπων: «Είναι πολύ γελοίο να ακούω ότι οι Μυλοποταμίτες ελέγχουν τα πάντα στην Κρήτη. Υπάρχουν ισχυροί, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οταν πω σε κάποιον πως έκανα έρευνα στα Ζωνιανά θα μου πει αμέσως τη λέξη χασίσι. Καλλιεργούν όλοι κάνναβη; Οχι. Είναι ένα χωριό που παρακολουθεί η αστυνομία συνεχώς. Ποιος όμως ελέγχει την αστυνομία; Αλλο κλισέ είναι ότι οι άνδρες εκεί είναι παντοδύναμοι. Πολλές φορές έχω δει τις συζύγους να τους ειρωνεύονται ακόμη και για θέματα “υπερηφάνειας”, όπως η ζωοκλοπή. Επαναλαμβάνοντας συνεχώς αυτά τα πράγματα δεν κατανοούμε ότι εγκλωβίζουμε και τους ανθρώπους στους οποίους αναφερόμαστε να τα αναπαράγουν. Επίσης έτσι δεν εστιάζουμε στους πολιτικούς, οι οποίοι ξέρουν πολύ καλά να αξιοποιούν την πατρογραμμική κοινωνική δομή για ψηφοθηρικούς λόγους. Θα σας πω ένα παράδειγμα που λίγοι ξέρουν. Κάποτε στα Ζωνιανά τα μέλη των λιγότερο ισχυρών σογιών αυτοοργανώθηκαν σε σύλλογο για να μπορούν να αντέξουν τις πιέσεις των δυνατών και πέτυχαν κάποια αποτελέσματα. Οσο για τους πολιτικούς και το πώς βλέπουν την Κρήτη, σκεφτείτε λίγο την εκλογική ιστορία της Μεταπολίτευσης. Θα μπορούσε κάποιο κόμμα να νικήσει στις κάλπες αν δεν είχε μαζί του το νησί; Την περίοδο που έκανα την έρευνα, βοσκοί που τους είχαν πιάσει να κλέβουν πρόβατα μου έλεγαν ότι διαπραγματεύονταν με άλλους πολιτικούς πως θα τους έδιναν ψήφους αν οι μάρτυρες πιέζονταν για να αλλάξουν τις καταθέσεις τους. Κρητικός πολιτικός παλιότερης γενιάς βροντοφώναζε στη Βουλή για την ηθική, ενώ την ιδια ώρα παζάρευε πώς θα κερδίσει ψήφους φροντίζοντας να τους απαλλάξει», τονίζει.
Συμπληρώνει ωστόσο: «Ως ανθρωπολόγος δεν κάνω ηθικές κρίσεις, μόνο περιγράφω, κρατώ αποστάσεις. Αν ήταν όμως να μιλήσω για την ηθική θα έλεγα ότι η πατρωνία που βλέπουμε στην Κρήτη αντανακλά τη σχέση που έχει η Ελλάδα στην πρόσφατη Ιστορία της με ισχυρότερα κράτη. Κοντολογίς, οι τοπικές πελατειακές σχέσεις διαιωνίζονται εξαιτίας των πελατειακών σχέσεων και πατρωνιών που έχει η ίδια η χώρα με ισχυρότερες χώρες και την Ε.Ε. Μιλώ για την κρυπτοαποικιοκρατία δηλαδή. Αν δεν εκπαιδευθεί μια νέα ελληνική πολιτική τάξη που να βλέπει τα χωριά όχι ως πηγή πλούτου, κύρους, εξουσίας και ψήφων, αλλά ως τόπους που πρέπει να αναπτυχθούν με κατοίκους που θα βασίζονται στο καθήκον και στη συνείδησή τους, τότε δύσκολα θα αλλάξει κάτι. Οι πολιτικοί έχουν μεγαλύτερη ευθύνη».

