Μια κακή συνταγματική ρύθμιση

Οι ώριμες από τις ανώριμες Δημοκρατίες διαχωρίζονται και από τον τρόπο με τον οποίο διερευνώνται οι αξιόποινες συμπεριφορές των μελών της κυβέρνησης. Οι πρώτες διακρίνουν με σαφήνεια την πολιτική από την ποινική ευθύνη

3' 16" χρόνος ανάγνωσης

Οι ώριμες από τις ανώριμες Δημοκρατίες διαχωρίζονται και από τον τρόπο με τον οποίο διερευνώνται οι αξιόποινες συμπεριφορές των μελών της κυβέρνησης. Οι πρώτες διακρίνουν με σαφήνεια την πολιτική από την ποινική ευθύνη. Για εκείνες είναι άλλο πράγμα η πολιτική λογοδοσία στις αίθουσες του Κοινοβουλίου (με ερωτήσεις, επιτροπές, προτάσεις δυσπιστίας) και άλλο ο ποινικός κολασμός, όπου οι υπουργοί αντιμετωπίζονται ως κοινοί θνητοί, χωρίς προνόμια VIP. Οι δεύτερες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, αναμειγνύουν τις δύο μορφές ευθύνης. Απονέμουν στη Βουλή, αντί για την τακτική Δικαιοσύνη, αποφασιστικό ρόλο για την άσκηση της ποινικής δίωξης και για την ωρίμανση της υπόθεσης. Η συγκεκριμένη επιλογή αναδίδει φόβο μήπως υπάρξουν προσχηματικά κατηγορητήρια και κατευθυνόμενοι δικαστές για να εξοντώσουν πολιτικούς αντιπάλους (σκεφτείτε τον Ιμάμογλου στη γείτονα χώρα). Μόνο που ο φόβος είναι κακός σύμβουλος. Η κοινοβουλευτική διαχείριση του ποινικού κολασμού, την οποία ευλογεί το άρθρο 86 του ελληνικού Συντάγματος, δεν προστατεύει ούτε τη Βουλή ούτε τα δικαστήρια, παρά μόνο προσβάλλει μια νομική διαδικασία, την ποινική, με το μικρόβιο της μικροπολιτικής.

Υπό το παραμορφωτικό πρίσμα του άρθρου 86 Σ αξιολογείται και το πρόσφατο αίτημα του κ. Τριαντόπουλου να παραπεμφθεί απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, χωρίς η υπόθεσή του (για το λεγόμενο «μπάζωμα») να εξετασθεί ενδελεχώς από προανακριτική επιτροπή της Βουλής, όπως προβλέπει ρητά η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου. Για την κυβερνητική παράταξη συνιστά θαρραλέα κίνηση ώστε το ζήτημα να καταλήξει τάχιστα στον «φυσικό δικαστή». Για την αντιπολίτευση πρόκειται για ελιγμό ώστε να παρακαμφθεί ένα κρίσιμο στάδιο διερεύνησης των ποινικών ευθυνών τόσο του ιδίου όσο και άλλων μελών της κυβέρνησης.

Η αλήθεια είναι πως η εσπευσμένη μεταφορά της υπόθεσης από τη Βουλή στο Ειδικό Δικαστήριο, εκτός του ότι απέχει από τη λογική του άρθρου 86 Σ, δεν επιταχύνει σημαντικά τις εξελίξεις. Χωρίς σοβαρή προκαταρκτική έρευνα, το μέλος του Αρείου Πάγου που θα ορισθεί ανακριτής θα δυσκολευθεί να αναζητήσει τις αξιόποινες συμπεριφορές με έναν σχεδόν άδειο φάκελο μπροστά του. Εάν πάλι προκύψουν στοιχεία τα οποία εμπλέκουν και άλλα μέλη της κυβέρνησης, θεωρώ ότι η υπόθεση θα επιστρέψει στη Βουλή για να κινηθεί νέα διαδικασία από την αρχή, αν μη τι άλλο για λόγους ασφάλειας δικαίου. Χωρίς να ξεχνάμε τον κίνδυνο παραγραφής των υποθέσεων. Το φάντασμα του «παλιού» άρθρου 86 –πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019– το οποίο περιόριζε ασφυκτικά το χρονικό πλαίσιο για την άσκηση διώξεων κατά υπουργών, ενδέχεται να πλανάται και πάνω από την υπόθεση των Τεμπών. Αυτή είναι, όμως, μια άλλη πονεμένη ιστορία.

Πίσω από την κυβερνητική πρωτοβουλία και τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης δεν κρύβεται η αγωνία να διαφυλαχθούν τα ιδεώδη του ποινικού δικαίου, αλλά κομματικές σκοπιμότητες.

Βρισκόμαστε μπροστά στο ακόλουθο παράδοξο. Η πλευρά της κυβέρνησης σκέφτεται να υπερπηδήσει τα κοινοβουλευτικά στάδια του άρθρου 86 ώστε η υπόθεση του υπουργού της να πάρει γρηγορότερα την οδό της «κανονικής» Δικαιοσύνης, όπως θα έπρεπε να ισχύει γενικά. Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, δεν διευκολύνει απαραίτητα την αποκάλυψη τυχόν ποινικών ευθυνών, ούτε συμμορφώνεται πιστά στο γράμμα του Συντάγματος. Η πλευρά της αντιπολίτευσης αντιδρά στο όνομα της πιστής τήρησης του άρθρου 86 και απαιτεί βαθύτερη ποινική έρευνα, αλλά το κάνει υπερασπιζόμενη έναν κατεξοχήν πολιτικό θεσμό: τις προανακριτικές επιτροπές της Βουλής, οι οποίες δεν προσφέρονται για ψύχραιμη αναζήτηση αξιόποινων συμπεριφορών.

Ας μην κρυβόμαστε. Πίσω από την κυβερνητική πρωτοβουλία και τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης δεν κρύβεται η αγωνία να διαφυλαχθούν τα ιδεώδη του ποινικού δικαίου, αλλά κομματικές σκοπιμότητες. Η ρετσινιά της μικροπολιτικής, δικαιολογημένη ή μη, θα συνεχίσει να λερώνει τον κοινοβουλευτικό βίο για όσο υπάρχει το άρθρο 86. Μιας και όλοι επικαλούνται ποικιλοτρόπως τον Νίκο Αλιβιζάτο, ας ανατρέξουν στη διαχρονική θέση του: στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι ανάγκη να ξεφύγουμε από την παγίδα της συγκεκριμένης ρύθμισης, με την υπαγωγή των υπουργών στην ποινική κανονικότητα: όλα τα στάδια της διαδικασίας να ανατίθενται σε ανώτατους δικαστές. Είναι η μόνη λύση ώστε το «σύστημα», τόσο το πολιτικό όσο και το δικαστικό, να ανακτήσει το κύρος του στα μάτια των πολιτών.

Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT