Η φράση αποδίδεται στον Ελευθέριο Βενιζέλο: «Η Δικαιοσύνη είναι σαν την πεταλούδα». Αν την κρατήσεις σφιχτά στα χέρια σου θα τη λιώσεις. Ακόμη κι αν προσπαθήσεις να την αγγίξεις, έστω λίγο, μπορεί να της χαλάσεις τα φτερά. Η δαιδαλώδης ανάκριση της υπόθεσης των Τεμπών λειτουργεί ως λόγχη στην ήδη ευάλωτη αξιοπιστία της. Η Δικαιοσύνη μπήκε ξανά στο στόχαστρο. Καλείται να κινηθεί στα διασταυρούμενα πυρά κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, ενώ οι πολίτες την αντιμετωπίζουν με έντονη καχυποψία. Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι δικαστές στην Ελλάδα; Επηρεάζονται οι ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων από την πολιτική εξουσία; Τι συμβαίνει όταν κλονίζεται το αποκαλούμενο «θεμέλιο της δημοκρατίας»; Πρώην και εν ενεργεία ανώτατοι δικαστικοί και επιστήμονες απαντούν στην «Κ».
Οι μετρήσεις
Το 2007, σε μια δημοσκόπηση της Public Issue, αυτοί που δεν εμπιστεύονταν τη Δικαιοσύνη δεν ξεπερνούσαν το 44%. Το 2024 εκτοξεύθηκαν στο 70%. Το ίδιο έτος, στην έρευνα της διαΝΕΟσις «Τι πιστεύουν οι Ελληνες», το ποσοστό όσων εξέφραζαν απόλυτη πίστη στη Δικαιοσύνη ήταν απογοητευτικό: 6,4%. Στη δε μέτρηση της RealPolls για τον ιστότοπο protagon.gr, λίγες ημέρες μετά τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη, το 83% των Ελλήνων απάντησε ότι η Δικαιοσύνη στη χώρα δεν λειτουργεί καλά. Τι σημαίνουν αυτά τα συντριπτικά αποτελέσματα; «Είναι πολύ λυπηρό, αλλά και επικίνδυνο για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας», λέει στην «Κ» ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ε.τ. και πρώην πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Δημήτρης Κυριτσάκης. «Ολοι οι πολίτες δικαιούνται να διατηρούν την ελπίδα ότι εάν αδικηθούν θα προστρέξουν στον δικαστή για να βρουν δικαίωση. Η αμφιβολία ότι η δικαίωση ενδεχομένως να μην έρθει ποτέ, τσακίζει όλες τους τις ελπίδες».

Για τον Νίκο Αλιβιζάτο, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, το φαινόμενο είναι εξόχως ανησυχητικό. «Αν εκλείψει η εμπιστοσύνη και οι θεσμοί απαξιωθούν, ο μεν εικοσάρης θα καταφύγει στη μολότοφ (όπως το 2008 μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου), ο δε πενηντάρης στην αυτοδικία», υποστηρίζει. Δηλώνει, πάντως, πεπεισμένος ότι η πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών στην Ελλάδα είναι αφοσιωμένη στο καθήκον. «Δεν επηρεάζονται από πιέσεις του πολιτικού συστήματος ούτε ισχυρών οικονομικών παραγόντων. Δυσανάλογα πολλοί δικαστές, ωστόσο, πάσχουν από αφόρητο νομικισμό, καθώς τους βολεύει να βλέπουν περισσότερο τον τύπο παρά την ουσία των υποθέσεων».
«Αν εκλείψει η εμπιστοσύνη και οι θεσμοί απαξιωθούν, ο μεν εικοσάρης θα καταφύγει στη μολότοφ, ο δε πενηντάρης στην αυτοδικία». -Νίκος Αλιβιζάτος
Ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σωτήρης Ρίζος, λέει στην «Κ» ότι μετά τη διαδήλωση της 26ης Ιανουαρίου για τα Τέμπη τέθηκε ξανά, πιο εντατικά, το ερώτημα αν έχει οργανωθεί δικαστική και πολιτική «συγκάλυψη», με αποτέλεσμα «να δημιουργηθεί έξαψη ουσιαστικά κατά του συνόλου αυτού που οι πολίτες συλλαμβάνουν ως “κράτος”. Δεν γίνεται διάκριση εξουσιών στη λαϊκή σύλληψη, η οποία σχηματίσθηκε έπειτα από μία συσσώρευση αρνητικών δράσεων και παραλείψεων του κράτους, με αποκορύφωμα τη θανάτωση 57 αθώων ανθρώπων», λέει. «Τα γεγονότα αυτά, όχι μόνο δεν απειλούν τη “δημοκρατική κοινωνία”, αλλά συνιστούν, κατ’ αρχάς, υγιή αντίδραση σε μια τακτική περιορισμού της κοινωνίας σε ρόλο θεατού», προσθέτει.
Η βραδύτητα
Σύμφωνα με εν ενεργεία σύμβουλο της Επικρατείας, ο οποίος μιλάει ανωνύμως στην «Κ», το έλλειμμα εμπιστοσύνης είναι διαχρονικό, αλλά ανακόλουθο με την πραγματικότητα. «Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων γίνεται αγώνας για να αποδοθεί δικαιοσύνη», υποστηρίζει, χωρίς όμως να κρύβει την ανησυχία του: «Οι αριθμοί στους οποίους αναφέρεστε οδηγούν στη σκέψη ότι “θα γίνουμε ζούγκλα”». Η αμφισβήτηση, εκτιμά, αφενός είναι ανάλογη με τη δυσπιστία έναντι του πολιτικού συστήματος συνολικά, αφετέρου αναπαράγεται επί προβεβλημένων υποθέσεων, όπου οι πολίτες βλέπουν τη Δικαιοσύνη να δρα αργά ή αναποτελεσματικά. «Αυτό το οποίο πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν από τα ΜΜΕ».
Οταν από τη μια πλευρά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δηλώνει ότι «μια σειρά υποθέσεων, με κορυφαία την τραγωδία των Τεμπών» έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη του στη Δικαιοσύνη και από την άλλη ο πρωθυπουργός διαμηνύει πως «σε μια περίοδο που πολλοί αμφισβητούν ευθέως τη Δικαιοσύνη, έχω διπλό χρέος να υψώσω τείχος προστασίας στους λειτουργούς της», τότε κάτι δεν πάει καλά. Οι χειρισμοί αλλεπάλληλων δύσκολων υποθέσεων –όπως η Novartis, οι παρακολουθήσεις και τώρα τα Τέμπη– φαίνεται ότι ρίχνουν νερό στον μύλο της αμφισβήτησης. Είναι λοιπόν η πολιτική ηγεσία αυτή που με τις πράξεις της γιγαντώνει το κύμα της δυσπιστίας έναντι της Δικαιοσύνης;
«Η ευθύνη των πολιτικών είναι να μην τοποθετούνται θετικά ή αρνητικά σε εκκρεμείς υποθέσεις. Το ενδιαφέρον τους πρέπει να εξαντλείται στο να εξασφαλίζουν στους δικαστές τις αναγκαίες υποδομές για να υποβοηθούνται στο έργο τους. Το να μεταθέτουν ευθύνες στις πλάτες των δικαστών, κυρίως η κατά καιρούς αντιπολίτευση, είναι ολέθριο λάθος που θα το βρίσκουν μπροστά τους», υποστηρίζει ο κ. Κυριτσάκης. Ο Νίκος Αλιβιζάτος συμπεραίνει ότι «σε κάθε πολύνεκρη τραγωδία υπάρχει και η πολιτική πλευρά, την οποία οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών περιφρονούν ή έστω υποβαθμίζουν, για να γλιτώσουν το πολιτικό κόστος. Το καλύτερο παράδειγμα χειρίστου χειρισμού είναι η λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών που εκάστοτε συγκροτούνται στη Βουλή. Οι κυβερνήσεις αυθαιρετούν για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια».
«Η ευθύνη των πολιτικών είναι να μην τοποθετούνται θετικά ή αρνητικά σε εκκρεμείς υποθέσεις. Το ενδιαφέρον τους πρέπει να εξαντλείται στο να εξασφαλίζουν στους δικαστές τις αναγκαίες υποδομές». -Δημήτρης Κυριτσάκης
Σύμφωνα με τον σύμβουλο Επικρατείας, σε ορισμένες περιπτώσεις η πολιτική τάξη κλονίζει έτι περαιτέρω την εμπιστοσύνη. «Πάντοτε η αντιπολίτευση κάνει κριτική στις αποφάσεις που δεν είναι ευνοϊκές. Η δε εκάστοτε κυβέρνηση κάνει αυτό που εμείς λέμε “θεσμική μηχανική”. Εισάγει μια παντελώς νέα διαδικασία με σκοπό να πάρει την υπόθεση από τους δικαστές που χειρίζονται κάτι δυσάρεστο για την ίδια». Οι δε δημόσιες δηλώσεις ορθώνουν περισσότερα εμπόδια. «Ο δικαστής για να βγάλει μια απόφαση πρέπει να είναι νηφάλιος. Δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις απόψεις ενός πρωθυπουργού ή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Ποιος επιλέγει την ηγεσία
Πόσο ανεξάρτητη είναι η ηγεσία της Δικαιοσύνης (Αρειος Πάγος, ΣτΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο) από τη στιγμή που την επιλέγει το υπουργικό συμβούλιο; Αλλά και ποια άλλη οδός ανάδειξης υπάρχει χωρίς να την καθιστά ανεξέλεγκτη έναντι της δημοκρατικά νομιμοποιημένης κυβέρνησης; Ουδείς πάντως αγνοεί το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 59η θέση στον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας, τόσο εξαιτίας ελλειμμάτων στο κράτος δικαίου, όσο και των αμφιβολιών περί του βαθμού ανεξαρτησίας της ηγεσίας.

«Οι κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να αιτιολογήσουν γιατί προτίμησαν τον Α που έχει αποδεδειγμένα λιγότερα προσόντα από τον Β που υπερέχει κατάδηλα. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη ότι από το 1993 οι θέσεις των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων αυξήθηκαν σε δέκα στο καθένα, θα αντιληφθεί γιατί η επιρροή της εκάστοτε κυβέρνησης στη λειτουργία της Δικαιοσύνης αυξάνεται δυσανάλογα», υπογραμμίζει ο κ. Αλιβιζάτος. Ο κ. Ρίζος επισημαίνει ότι «τα ανώτατα δικαστήρια συγκροτούνται διά προαγωγής κατωτέρου βαθμού δικαστών. Επομένως, η αξιοκρατία ή αναξιοκρατία, σε όσο βαθμό επικρατούν εντός αυτών, είναι έργο των δικαστικών συμβουλίων». Προσθέτει μάλιστα ότι η «μετάθεση της αρμοδιότητος σε άλλα όργανα είναι πειραματισμοί που οδηγούν σε χειρότερες εξαρτήσεις, με χείριστη λύση την εκλογή από τους ίδιους τους δικαστές».
«Η ηγεσία θα έπρεπε να επιλέγεται μέσα από τις τάξεις της Δικαιοσύνης. Μεταξύ μας γνωρίζουμε ποιος είναι ο ικανότερος να ηγηθεί ενός δικαστηρίου», αντιτείνει ο συνομιλητής μας από το ΣτΕ, προσθέτοντας πάντως ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάμε την επιρροή της ηγεσίας προς τα κάτω: «Ουδέποτε αισθάνθηκα ότι απειλείται η ανεξαρτησία μου ή ότι κάποιος προσπάθησε να με ποδηγετήσει».
Δικαστές υπάρχουν
Δικαστές και επιστήμονες συνηγορούν ότι τα ελλείμματα της Δικαιοσύνης έχουν βαθιές ρίζες. Καθυστερήσεις, πολυνομία, ατιμωρησία. Για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση απαιτούνται κατά μέσον όρο πάνω από 1.600 ημέρες, παρά το γεγονός ότι στη χώρα υπηρετούν περίπου 5.000 δικαστές – η μεγαλύτερη αναλογία ανά κάτοικο στην Ε.Ε. Ο διευθυντής περιεχομένου της διαΝΕΟσις, Ηλίας Νικολαΐδης, μας λέει ότι τα σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της Δικαιοσύνης αποτυπώνονται αδρά στις έρευνες: «Μόνο το 26,4% του πληθυσμού αξιολογεί θετικά τη λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των επιλογών που δίνει η συγκεκριμένη ερώτηση – ανάμεσά τους τα ασφαλιστικά ταμεία, η πολεοδομία και η εφορία. Αυτά επηρεάζουν πολλές όψεις της απονομής της δικαιοσύνης».
Για τις καθυστερήσεις δεν ευθύνονται μόνο οι δικαστές, εκτιμά το μέλος του ΣτΕ. «Για να διεκπεραιώσεις μια υπόθεση, με δεκάδες κούτες γεμάτες στοιχεία, απαιτούνται απίστευτες ώρες. Πολλές φορές δεν υπάρχει βοηθός ή δικαστικός πραγματογνώμονας. Ακόμη και ο πιο έμπειρος δικαστικός λειτουργός είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα βγάλει εις πέρας». «Και οι άριστοι των δικαστών δοκιμάζονται και αποτυγχάνουν όταν έχουν να αντιμετωπίσουν αφενός μεν πλημμυρίδα νομοθετημάτων, αφετέρου δε μία διοίκηση η οποία υπηρετεί οργανωμένο πελατειακό σύστημα υπό την ασφυκτική καθοδήγηση της πολιτικής», προσθέτει εμφατικά ο κ. Ρίζος.
Οσο δε για το αίσθημα της ατιμωρησίας και ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, ο κ. Αλιβιζάτος υποστηρίζει ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών χρήζει νέας αλλαγής. «Να καταργηθεί η απαρχαιωμένη διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος που αναθέτει –και μάλιστα “αποκλειστικά”– στη Βουλή τη δίωξη των υπουργικών αδικημάτων». Και γι’ αυτόν, πάντως, το μείζον πρόβλημα είναι η πολυνομία. «Δεν είναι δυνατόν να αλλάζει ο νόμος κάθε λίγους μήνες. Ακόμη και για λόγους πρεστίζ, για να επιδείξει ένας υπουργός έργο, αλλάζει το έργο του προηγούμενου ακόμη κι αν προέρχονται από την ίδια παράταξη», προσθέτει ο ανώτατος δικαστής.
Ο κ. Αλιβιζάτος επιμένει ότι ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας πρέπει να τροποποιηθεί: «Με εμπλοκή και του Προέδρου της Δημοκρατίας, ύστερα από υπόδειξη της Βουλής, όχι με αυξημένη πλειοψηφία, αλλά με ξεχωριστές προτάσεις της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης για κάθε θέση και επιλογή από τον Πρόεδρο». Ο κ. Κυριτσάκης είναι αφοπλιστικός: «Εάν συνεχίσει να καλλιεργείται η αμφιβολία για τους δικαστές, ο Θεός ο ίδιος να κάνει την επιλογή, εμπιστοσύνη δεν θα υπάρξει».

