Πρωτίστως από το 2012 και την κορύφωση της κρίσης και μετά, αλλά και νωρίτερα, το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα είναι «τριχοτομημένο», παρατηρεί έμπειρος αναλυτής δημοσκοπήσεων: Το ένα τρίτο των ψηφοφόρων επιλέγει κόμματα εντός των τειχών του συστημισμού, το δεύτερο τρίτο στρέφεται σε αντισυστημικές εκφάνσεις της πολιτικής σκηνής, ενώ οι υπόλοιποι κινούνται μεταξύ των δύο κατευθύνσεων, διαμορφώνοντας τους εκάστοτε συσχετισμούς. Είναι ενδεικτικό ότι και στην πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO (για τα «Παραπολιτικά») το 42,6% των ερωτηθέντων δηλώνει συστημικό, το 37,4% αντισυστημικό, ενώ το 20% δεν τοποθετείται στο συγκεκριμένο δίπολο. Διαμορφώνονται κατά την τρέχουσα συγκυρία συνθήκες ώστε υπό το βάρος της τραγωδίας των Τεμπών ο αντισυστημισμός –με όλες τις ιδιαιτερότητες και ασάφειες του όρου– να κυριαρχήσει; Ορισμένοι δεν το αποκλείουν. Τα κατεξοχήν συστημικά κόμματα, δηλαδή Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, στην τελευταία δημοσκόπηση της ALCO (για τον Alpha) συγκεντρώνουν αθροιστικά το 37,7% στην πρόθεση ψήφου, δηλαδή ποσοστό λίγο μεγαλύτερο του ενός τρίτου του εκλογικού σώματος. Παράλληλα, η πλειονότητα της κοινής γνώμης (GPO) τοποθετείται θετικά έναντι του αντισυστημισμού, καθώς σε ποσοστό 54% εκτιμά πως συνιστά δείγμα μιας κοινωνίας που διαθέτει αντανακλαστικά, έναντι μόλις του 36,2% που θεωρεί το φαινόμενο επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Βεβαίως, δεν υφίσταται ένα πολιτικό υποκείμενο –είτε πρόσωπο είτε κόμμα– που να μπορεί να υποδεχθεί το σύνολο σχεδόν της κοινωνικής δυσφορίας, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Ομως, ουδείς μπορεί να αποκλείσει –λόγω της διάδοσης των θεωριών συγκάλυψης στην υπόθεση των Τεμπών, αλλά και της οικονομικής πίεσης που υφίσταται μερίδα των πολιτών– τον κατακερματισμό της ψήφου όπως συνέβη στις εκλογές του Μαΐου του 2012, όταν η δύναμη της Ν.Δ. υποχώρησε κάτω του 20%. Ορισμένοι, πάντως, δεν αποκλείουν το σκηνικό που τείνει να διαμορφωθεί να μην αποτελέσει τελικά κίνδυνο, αλλά παράθυρο ευκαιρίας για την ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος. Ο Κυρ. Μητσοτάκης μπορεί να επιτύχει την άνοδο των ποσοστών της Ν.Δ. «κυριαρχώντας», όπως λέγεται, στον χώρο που τάσσεται κατά του αντισυστημισμού, εάν βεβαίως και η κυβερνητική μηχανή ανεβάσει ρυθμούς, καθώς το 55% αναφέρει πως δεν θα ήθελε να δει στη διακυβέρνηση της χώρας μια μη συστημική δύναμη. Το συγκεκριμένο εύρημα εξηγεί κατά πολλούς και τη μεταβολή της στρατηγικής του Μεγάρου Μαξίμου με τη γενικευμένη επίθεση κατά της αντιπολίτευσης: Καθώς ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, η κυβέρνηση επέλεξε, με αφορμή και τις αναφορές της Κουμουνδούρου στον θάνατο του Β. Καλογήρου, να στοχοποιήσει όχι μόνο τα κόμματα στα άκρα του πολιτικού φάσματος και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ευθέως και το ΠΑΣΟΚ αναφερόμενη σε «χυδαίες» και «τοξικές» πρακτικές, ενώ έβαλε στο τραπέζι και το χαρτί της πολιτικής σταθερότητας.
Μεταγραφές και (αυτο)γκολ
Η προσπάθεια της Ν.Δ. να κυριαρχήσει στον συστημικό χώρο και να προβάλει ως ισχυρό το δίλημμα «Μητσοτάκης ή ακυβερνησία» διευκολύνεται από την αδυναμία του Νίκου Ανδρουλάκη να εμφανιστεί ως εναλλακτικός πόλος διακυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει ποσοστά που θα του επέτρεπαν να αμφισβητήσει την πρώτη θέση της Ν.Δ.· αντιθέτως, έχει απολέσει περί τις δύο ποσοστιαίες μονάδες από τον περασμένο Νοέμβριο. Επίσης, αδυνατεί να αρθρώσει στρατηγική κυβερνητικών συνεργασίων, καθώς ο «μεγάλος συνασπισμός» με τη Ν.Δ. αποκλείεται, ενώ έχει εκτιμηθεί πως κάθε σήμα σύμπλευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ θα απομάκρυνε τη Χαριλάου Τρικούπη από τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους. Επί της ουσίας, δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ οδεύει προς την κατάθεση της πρότασης μομφής με στόχο την πτώση του Κυρ. Μητσοτάκη χωρίς να μπορεί να «εγγυηθεί» την επόμενη ημέρα της χώρας σε κυβερνητικό επίπεδο. Μάλιστα, στελέχη που βρέθηκαν «απέναντι» στον Ν. Ανδρουλάκη κατά την αναμέτρηση για την ηγεσία εκτιμούν πως ο δρόμος για την αξιωματική αντιπολίτευση θα παραμείνει ανηφορικός, ανεξαρτήτως της πορείας της υπόθεσης των Τεμπών: Η επιστροφή στη «σημειακή» αντιπολίτευση –με προτάσεις για θέματα όπως η κοινωνική κατοικία και η δημόσια διοίκηση– στην οποία επενδύει η Χαριλάου Τρικούπη αποδείχθηκε ότι έχει πεπερασμένα αποτελέσματα. Παράλληλα, αν και ο Ν. Ανδρουλάκης είναι δεδομένο πως δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές η πολυφωνία εντός των οργάνων του ΠΑΣΟΚ δύσκολα θα αποφευχθεί, αφού εκτιμάται πως εάν οι Παύλος Γερουλάνος και Χάρης Δούκας παραμείνουν σιωπηλοί, «θα χάσουν τον κόσμο τους». Οπως λέγεται χαρακτηριστικά, προκειμένου το ΠΑΣΟΚ να υπερβεί το φράγμα του 20% χρειάζεται «ένα γκολ» και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μεταγραφής της Ράνιας Θρασκιά ή του Πέτρου Παππά.
Ασκήσεις ισορροπίας
Με διαφορετικές «ταχύτητες» θα κινηθεί τις αμέσως επόμενες εβδομάδες η Αθήνα στα μεγάλα διεθνή μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής. Αναφορικά με την Ουκρανία, η προσέγγιση της ελληνικής διπλωματίας θα είναι «συγκρατημένη», ενώ στη Μέση Ανατολή θα επιδιωχθεί η παρουσία της να είναι πιο ορατή. Η επιφυλακτικότητα της Αθήνας σε σχέση με το Ουκρανικό βασίζεται σε δύο παραδοχές: Πρώτον, είναι δύσκολο να σταθμιστεί η τελική στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και το πλαίσιο μιας πιθανής συμφωνίας. Δεύτερον, διαφαίνεται πως η Ευρώπη θα παραμείνει διχασμένη και αδύναμη να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στις εξελίξεις. Πρόσθετη περιπλοκή για την Αθήνα συνιστά ότι η όποια λύση με τη σφραγίδα Τραμπ θα έχει αρνητικές πτυχές, καθώς δεν αναμένεται να γίνουν σεβαστά τα ουκρανικά σύνορα – αρχή στην οποία ευλόγως αποδίδει μεγάλη σημασία η Ελλάδα. Τις επόμενες ημέρες, πάντως, θα υπάρξει ενδεχομένως καθαρότερη εικόνα για τις προθέσεις τις νέας αμερικανικής διοίκησης –και στα ελληνοτουρκικά– καθώς επίκειται η συνάντηση του Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Μάρκο Ρούμπιο. Στόχος της ελληνικής πλευράς σε κάθε περίπτωση είναι να γίνει «αντιληπτή» από την κυβέρνηση Τραμπ ως μια χώρα-κλειδί στην κρίσιμη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και όχι ως ένα ακόμη κράτος-μέλος της Ε.Ε.

