Εντυπη έκδοση. Οι ταχύτατες εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων, όπως αυτές δρομολογήθηκαν μετά τις επικοινωνίες του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για το Ουκρανικό, κυρίως όμως μετά τις δημόσιες δηλώσεις του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς την περασμένη Παρασκευή, είναι ενδεικτικές της ρευστότητας του διεθνούς σκηνικού και εξετάζονται από την Αθήνα με εξαιρετική προσοχή. Είναι απολύτως σαφές ότι οι χειρισμοί που απαιτούνται πρέπει να είναι εξαιρετικά λεπτοί, καθώς η Ελλάδα πέρα από χώρα που επιθυμεί να βρίσκεται κοντά στον πυρήνα των αποφάσεων της Ε.Ε., έχει συνδέσει μεταπολεμικά την ασφάλειά της με την παρουσία των ΗΠΑ. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ήδη από την πρώτη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ είχε προχωρήσει στην υπογραφή συμφωνιών που εμβάθυναν τη σχέση αυτή (επέκταση της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας σε χρόνο και αύξηση τοποθεσιών πέρα από τη Σούδα).
Στη παρούσα φάση, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη καλείται ουσιαστικά να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη ενεργής συμμετοχής στις αποφάσεις για την ισχυροποίηση πυλώνων της ευρωπαϊκής πολιτικής, όπως η κοινή εξωτερική πολιτική και η κοινή άμυνα, ταυτόχρονα, όμως, δεν επιθυμεί να φανεί ότι βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των κρατών-μελών της Ε.Ε. που επιχειρούν να υψώσουν τείχη προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αλλωστε, τόσο σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο όσο και σε διπλωματικό (με πλέον χαρακτηριστική την επικείμενη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη στις ΗΠΑ), γίνονται προσπάθειες για τη διάνοιξη και επίσημων διαύλων με τη νέα κατάσταση στην Ουάσιγκτον. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η απόφαση για πρόσληψη εταιρείας lobbying ρεπουμπλικανικών αποχρώσεων, με σκοπό τη δημιουργία προσβάσεων προς το προεδρικό περιβάλλον.
Η αμηχανία που επικρατεί στην Αθήνα είναι ίσως λιγότερο διακριτή από εκείνη που καταγράφεται στις χώρες που θεωρούσαν εαυτούς ως τους πιο στενούς συμμάχους των ΗΠΑ εντός της Ε.Ε., και ιδίως της Πολωνίας και των βαλτικών χωρών, που αυτή τη στιγμή έρχονται αντιμέτωπες με ένα δίλημμα το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα, καθώς γι’ αυτές η Ουκρανία αποτελεί ζήτημα εθνικής ασφαλείας ύψιστης προτεραιότητας.
Την ίδια στιγμή, όπως υπενθύμισε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, ο πρωθυπουργός μαζί με τον Πολωνό ομόλογό του Ντόναλντ Τουσκ είχαν καταθέσει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο την πρόταση περί κοινής αεράμυνας, ενώ ο κ. Μητσοτάκης ευθύς εξαρχής, πολύ πριν η συζήτηση αυτή τεθεί στην ατζέντα λόγω εξελίξεων, είχε ταχθεί υπέρ ενός πιο ευέλικτου πλαισίου για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας με την πρόβλεψη, μεταξύ άλλων, να μην υπολογίζονται οι δαπάνες αυτές στον υπολογισμό του ελλείμματος.
Ο κ. Μαρινάκης αναφέρθηκε και στην έκτακτη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε χθες στο Παρίσι με πρωτοβουλία του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν.
«Σε κάθε περίπτωση, δεσμευτικές αποφάσεις για τις επόμενες ενέργειες και τις πολιτικές της Ε.Ε. μπορεί να ληφθούν μόνο σε επίπεδο συμβουλίου. Εδώ μιλάμε για μια άτυπη σύνοδο και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον ρόλο της Ελλάδας», ανέφερε επ’ αυτού ο κ. Μαρινάκης.
Δύο ερωτήματα
Για την Αθήνα υπάρχουν δύο ερωτήματα ως προς την επόμενη ημέρα στην Ουκρανία, που είναι, ούτως ή άλλως, κεντρικά. Κατ’ αρχάς, τι ρόλο θα κληθεί να παίξει η Ε.Ε. σε μια πιθανή συμφωνία για την Ουκρανία. Και, στη συνέχεια, τι ρόλο θα διαδραματίσει ως τρίτη χώρα που έχει, ωστόσο, ζωτικά συμφέροντα στη Μαύρη Θάλασσα η Τουρκία. Είναι απολύτως σαφές ότι η Αγκυρα επιθυμεί να διαδραματίσει ρόλο στην Ουκρανία και η αποδοχή από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ενός ρόλου της Τουρκίας στο Ουκρανικό ίσως λειτουργήσει ως αφορμή για πιο στενές σχέσεις της Αγκυρας με την Ε.Ε. και σε άλλα επίπεδα.

