Τη σταδιακή απαγκίστρωση από τη μονοθεματική πολιτική αντιπαράθεση με επίκεντρο την τραγωδία των Τεμπών επιθυμούν και θα επιδιώξουν, για διαφορετικούς βεβαίως λόγους, τόσο η κυβέρνηση όσο και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς τούτο να συνεπάγεται ότι η υφιστάμενη ακραία πόλωση θα υποχωρήσει και δεν θα μεταφερθεί σε άλλα πεδία. Τα Τέμπη είναι προφανές πως θα συνεχίσουν να απασχολούν την επικαιρότητα καθώς στις 28 του μηνός συμπληρώνονται δύο χρόνια από το πολύνεκρο δυστύχημα, αλλά στόχος του Μεγάρου Μαξίμου είναι να μην την μονοπωλούν και να μην επικαλύπτουν κάθε άλλη κυβερνητική δραστηριότητα. Πάντως, η κυβέρνηση εκτιμά πως μετά τον αιφνιδιασμό που προκάλεσαν τα ογκώδη συλλαλητήρια της προπερασμένης Κυριακής, έχει αρχίσει να διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα την υπόθεση. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η επιλογή της αντιπολίτευσης –πρωτίστως του ΠΑΣΟΚ– να εστιάσει στην κατηγορία της συγκάλυψης, που έχει αρχίσει να αμφισβητείται έντονα μετά τα νέα βίντεο που κατατέθηκαν στη Δικαιοσύνη. Παράλληλα, η Χαριλάου Τρικούπη διαπιστώνει πως ύστερα από δύο εβδομάδες σφοδρής σύγκρουσης με επίκεντρο τα Τέμπη, όχι μόνο δεν αποκομίζει κέρδη, αλλά υποχωρεί στις δημοσκοπήσεις. Αντιθέτως, άνοδο καταγράφουν οι αντισυστημικές δυνάμεις στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος. Υπ’ αυτήν την έννοια, αναζητούνται εναλλακτικά πεδία άσκησης αντιπολίτευσης, με ψηλά στην ατζέντα το επόμενο διάστημα την παιδεία, την οικονομία και το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους. Πάντως, παρά την περί του αντιθέτου φημολογία, η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να διευρύνει την αντιπολιτευτική του ατζέντα δεν συνεπάγεται ότι θα αποσυρθεί η προοπτική κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης. Oπως λέγεται, μια στρατηγική εβδομάδων, ακόμη και εάν εμπεριέχει «κενά», δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί «στα μισά του δρόμου» – πόσο μάλλον που το ζήτημα της τραγωδίας των Τεμπών έχει πρωτίστως ηθική διάσταση. Επίσης, εάν το ΠΑΣΟΚ υπαναχωρήσει, θα δικαιώσει την επιχειρηματολογία του Μεγάρου Μαξίμου ότι η μομφή περί συγκάλυψης είναι έωλη, αλλά και εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ σύμφωνα με την οποία η πρόταση δυσπιστίας θα έπρεπε να κατατεθεί νωρίτερα προκειμένου να είναι αποτελεσματική.
Τα μηνύματα από τη Δαμασκό
Σαφέστερη εικόνα για το νέο σκηνικό στη Συρία και ειδικότερα για τις πιθανές εξελίξεις αναφορικά με την προοπτική οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ της Aγκυρας και της Δαμασκού έχει η Αθήνα, στον απόηχο της επίσκεψης του Γ. Γεραπετρίτη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της συνάντησης που είχε με τον μεταβατικό πρόεδρο Αχμάντ Αλ Σάρα. Παρότι θα απαιτηθεί μακρός χρόνος προκειμένου η Συρία να αποκτήσει «νομιμοποιημένη» εξουσία, ο Αλ Σάρα μπορεί να προχωρήσει στην οριοθέτηση ΑΟΖ με την Τουρκία, «παρακάμπτοντας» την Κύπρο. Ομως, σύμφωνα με πληροφορίες, η συγκεκριμένη κίνηση δεν περιλαμβάνεται στην παρούσα φάση στις προτεραιότητες της Δαμασκού, ενώ στην τρέχουσα ατζέντα, παρά την περί του αντιθέτου φιλολογία στην Aγκυρα, δεν εντάσσεται ούτε η δημιουργία στρατιωτικών βάσεων από την Τουρκία στη Συρία. Επίσης, το νέο καθεστώς εμφανίζεται –σε αντίθεση με ό,τι αφορά τους Κούρδους– ανεκτικό έναντι των χριστιανών, η προστασία των οποίων συνιστά προτεραιότητα για την Αθήνα. Πάντως, η ισχυρότατη επιρροή της Τουρκίας στη Δαμασκό πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς επί της ουσίας ο Ερντογάν χρηματοδοτεί τη λειτουργία του συριακού κράτους. Η ελληνική πλευρά θεωρεί ως εκ τούτου κρίσιμο να ενισχυθεί η παρουσία στη Δαμασκό τόσο της Ευρωπαϊκής Eνωσης, όσο και του αραβικού κόσμου, μέσω της διαμόρφωσης των δικών τους εργαλείων οικονομικής στήριξης της Συρίας. Επίσης, προκειμένου να υπάρξουν πρόσθετες «δικλίδες ασφαλείας», Ελλάδα και Κύπρος προωθούν στις Βρυξέλλες μηχανισμό, ο οποίος θα επαναφέρει αυτόματα τις κυρώσεις της Ε.Ε. στη Δαμασκό στην περίπτωση που προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αγκυρα εις βάρος της Λευκωσίας ή οι διακηρύξεις της περί σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν επιβεβαιωθούν στην πράξη.
Νηνεμία τέλος στο ΠΑΣΟΚ(;)
To ερώτημα κατά πόσον τα «ήρεμα νερά» στο εσωκομματικό τοπίο, που επικράτησαν μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία, αποτελούν οριστικά παρελθόν κυριαρχεί στη Χαριλάου Τρικούπη, στον απόηχο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ. Η παρουσία του Χάρη Δούκα ανέδειξε τις υφιστάμενες διαχωριστικές γραμμές στο ΠΑΣΟΚ, καθώς ο δήμαρχος Αθηναίων εμφανίσθηκε ως επικεφαλής «ομάδας», με το σύνολο σχεδόν των στελεχών της επιρροής του να λαμβάνουν τον λόγο. Μάλιστα, οι τοποθετήσεις που έγιναν δεν ήταν εστιασμένες αποκλειστικά στην κριτική των επιλογών της ηγεσίας, αλλά επί της ουσίας αποτέλεσαν εναλλακτική πλατφόρμα για την περαιτέρω πορεία του κόμματος. Η παρέμβαση Δούκα κατά πολλούς αποτέλεσε συνέχεια του «ρήγματος» που προκάλεσε λίγες εβδομάδες νωρίτερα ο Παύλος Γερουλάνος προτείνοντας το ΠΑΣΟΚ να συνεργαστεί για τον σχηματισμό κυβέρνησης όχι μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Γιάνη Βαρουφάκη. Επί της ουσίας, υποστηρικτές του Ν. Ανδρουλάκη αναφέρουν πως σε εξέλιξη βρίσκεται άτυπος «διαγκωνισμός» μεταξύ των Χ. Δούκα και Π. Γερουλάνου για το ποιος θα αποτελέσει τον κεντρικό πόλο μιας εν δυνάμει εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Απλώς, ο δήμαρχος Αθηναίων επέλεξε το «γήπεδο» της Κεντρικής Επιτροπής προκειμένου να τοποθετηθεί, καθώς διαθέτει οργανωμένες δυνάμεις στο κόμμα. Πάντως, αναφορικά με το κεντρικό ερώτημα, εάν δηλαδή το ΠΑΣΟΚ οδεύει σε νέα περίοδο εντάσεων, οι εκτιμήσεις δεν είναι αισιόδοξες για τη Χαριλάου Τρικούπη: οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι καταλογίζουν στον Ν. Ανδρουλάκη ότι μετά την επανεκλογή του δεν λειτουργεί «συνθετικά». Στον αντίποδα, υποστηρίζεται πως πολλοί στο ΠΑΣΟΚ εκτιμούν πως, σε αντίθεση με την πρώτη πρωθυπουργική του θητεία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα εξαντλήσει την τετραετία και ότι θα επιλέξει τον εκλογικό αιφνιδιασμό το 2026, με αποτέλεσμα να σπεύδουν να «τοποθετηθούν» ενόψει πιθανών εξελίξεων. Εμπειρος δημοσκόπος εκτιμά πως εάν κυριαρχήσει εικόνα «διχασμού» στο ΠΑΣΟΚ, η περαιτέρω αύξηση των ποσοστών του θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Oπως αναφέρει, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ σημειώθηκε το τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου, όταν η Χαριλάου Τρικούπη εξέπεμπε, παρά τον σκόπελο των εκλογών για την ηγεσία, εικόνα ενότητας. Αντιθέτως, απώλειες άρχισαν να καταγράφονται μόλις το σκηνικό μεταβλήθηκε με την εμφάνιση της πολυφωνίας, που είχε ως επίκεντρο τη συζήτηση περί κυβερνητικών συνεργασιών.

