πότε-δεν-πρέπει-να-μιλάει-ο-πρόεδρος-563459800
24/7/1983. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής στον πρωθυπουργό ότι θα εκδήλωνε ανοικτά το ενδιαφέρον του για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα της χώρας.

Πότε (δεν) πρέπει να μιλάει ο Πρόεδρος

Να παρεμβαίνει ή όχι; Τέσσερις στιγμές στην ιστορία του θεσμού του ΠτΔ και το αποτύπωμά τους

24/7/1983. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής στον πρωθυπουργό ότι θα εκδήλωνε ανοικτά το ενδιαφέρον του για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα της χώρας.
ΠΙΕΡΡΟΣ Ι. ΤΖΑΝΕΤΑΚΟΣ

Αποκαλείται ακόμα και «διακοσμητικός». Δεν παύει όμως να είναι ο αρχηγός του κράτους, ρυθμιστής του πολιτεύματος αλλά και εγγυητής της συνταγματικής τάξης. Το Σύνταγμα του 1975 είχε εξοπλίσει τον θεσμό με εξουσίες. Με την τελευταία αναθεώρηση, δεν απαιτείται πλέον ούτε ο «οπλισμός» από την αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής. Ωστόσο υπήρξαν στιγμές τα τελευταία πενήντα χρόνια που ο/η Πρόεδρος κλήθηκε να παίξει ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Τις περισσότερες φορές η κριτική στο πρόσωπό του/της ήταν ότι δεν χρησιμοποίησε το ειδικό βάρος του αξιώματος για να παρέμβει. Πού τελειώνει το χρέος του Προέδρου να δρα και πού αρχίζει ο επικίνδυνος για την ισορροπία του πολιτεύματος παρεμβατισμός; Πού βρίσκεται η λεπτή γραμμή μεταξύ παρέμβασης και τήρησης του Συντάγματος; Λίγες ημέρες πριν από την εκλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα ειδικοί επιστήμονες απαντούν στην «Κ».

1. Το δυτικό κεκτημένο

Αν ο πρώτος Πρόεδρος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, εγγυήθηκε τη μετάβαση στο νέο πολίτευμα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έδρασε υπέρ της ομαλής εναλλαγής στην εξουσία και της διατήρησης της Ελλάδας στη Δύση. Στην πρώτη συνάντησή του με τον Ανδρέα Παπανδρέου –πρωθυπουργό του 48%, ο οποίος προεκλογικά είχε χαράξει αντιευρωπαϊκή και αντινατοϊκή πορεία– ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαμήνυσε ότι θα εκδήλωνε ανοικτά το ενδιαφέρον του για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα της χώρας. Ηταν αυτή μια ευθεία παρέμβαση έναντι της κυβερνητικής στρατηγικής;

«Ο Καραμανλής ενήργησε με μεγάλη περίσκεψη. Τόνισε εξαρχής στον Παπανδρέου ότι η δυτική ταυτότητα της χώρας –η συμμετοχή της στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ– θα ήταν η δική του “κόκκινη γραμμή”. Παράλληλα, όμως, αντιλαμβανόταν ότι οι λεγόμενες “υπερεξουσίες” του Προέδρου θα ήταν πιο αποτελεσματικές εάν δεν χρειαζόταν να ασκηθούν», λέει στην «Κ» ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου και γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, προσθέτοντας ότι ο Παπανδρέου εμπέδωσε τάχιστα τη σημασία των προτεραιοτήτων του Καραμανλή.

«Ο Καραμανλής επεδίωξε τις αυξημένες αρμοδιότητες του ΠτΔ ως μια “ασφαλιστική δικλίδα” απέναντι σε ακραίες πολιτικές πρακτικές, ιδίως αυτές που θα έθεταν σε κίνδυνο την πορεία της χώρας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», υπογραμμίζει ο Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος εξηγεί ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τις «υπερεξουσίες» του 1975 με τα «μάτια» του παρόντος: «Μόλις είχαμε εξέλθει από τη δικτατορία και ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας ήταν έντονα ριζοσπαστικοποιημένο. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι οι προεδρικές “υπερεξουσίες” ουδέποτε ασκήθηκαν και ο Καραμανλής δεν παρενέβη στα έργα του Παπανδρέου ως πρωθυπουργού».

«Η συνύπαρξη των δύο ισχυρών προσωπικοτήτων οδήγησε σε μια συναίνεση ως προς τη σχέση με τη Δύση», προσθέτει ο κ. Χατζηβασιλείου. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώθηκε η περίφημη ατάκα του Καραμανλή ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν».

Πότε (δεν) πρέπει να μιλάει ο Πρόεδρος-1
Ο Κώστας Σημίτης συνομιλεί με τον Κωστή Στεφανόπουλο, ενώ στο βάθος αριστερά διακρίνεται ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας βρήκε κλειστή την πόρτα του Προεδρικού Μεγάρου για το ζήτημα των ταυτοτήτων. Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ

2. Οι υπογραφές για τις ταυτότητες

Το καλοκαίρι του 2001 η Ελλάδα συνταρασσόταν από ένα κατεξοχήν ταυτοτικό ζήτημα. Με πρωτοβουλία του δημοφιλούς Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου, η Ιερά Σύνοδος είχε συγκεντρώσει περί τα 3 εκατομμύρια υπογραφές με στόχο να αποτραπεί η απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Στη μία άκρη του διπόλου βρισκόταν η κυβέρνηση Σημίτη. Στην άλλη, η Εκκλησία, με την οποία συντάχθηκε και η τότε αξιωματική αντιπολίτευση, Νέα Δημοκρατία. Ο Χριστόδουλος ζήτησε να συναντηθεί με τον ΠτΔ, ουσιαστικά για να εκμαιεύσει νομιμοποίηση της συλλογής υπογραφών για δημοψήφισμα.

«Ο ΠτΔ όχι μόνον δεν είχε αρμοδιότητα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος για το θέμα των ταυτοτήτων αλλά ούτε καν για την ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας. Από συνταγματική άποψη ήταν ουσιαστικά και διαδικαστικά αναρμόδιος να ανταποκριθεί στο αίτημα της Εκκλησίας», επισημαίνει στην «Κ» ο Νίκος Σημαντήρας, επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών. «Το Σύνταγμά μας προβλέπει το δημοψήφισμα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες δεν συγκαταλέγεται το θέμα των ταυτοτήτων», προσθέτει ο κ. Βλαχόπουλος, αξιολογώντας ως ορθή τη στάση του Στεφανόπουλου.

ΕΟΚ και ΝΑΤΟ Στην πρώτη συνάντησή του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος προεκλογικά είχε χαράξει αντιευρωπαϊκή και αντινατοϊκή πορεία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διαμηνύσει ότι η συμμετοχή της χώρας σε ΕΟΚ και ΝΑΤΟ θα ήταν η δική του «κόκκινη γραμμή».

Τότε, βέβαια, το Γραφείο της Προεδρίας της Δημοκρατίας εξέδωσε μια ανακοίνωση κατά γενική ομολογία σε σκληρό τόνο, ειδικά αν κανείς αναλογιστεί την πολιτική προέλευση του Κωστή Στεφανόπουλου, αλλά και το γεγονός ότι στη δεύτερη θητεία του είχε εκλεγεί και με τις ψήφους και Νέας Δημοκρατίας. «Η ανακοίνωση που ανέφερε ότι “οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος”, δίνοντας την εντύπωση έκνομων ενεργειών, δεν ήταν ίσως η νηφαλιότερη που θα μπορούσε να είχε επιλεγεί στο πολωμένο κλίμα της εποχής», εκτιμά ο Σπύρος Βλαχόπουλος.

«Διατυπώσεις που καταλείπουν περιθώρια για τέτοιες παρερμηνείες δεν συντείνουν ούτε στην άμβλυνση των εντάσεων ούτε στη βέλτιστη εκπλήρωση του ενωτικού ρόλου του ΠτΔ», προσθέτει ο κ. Σημαντήρας. «Πρόβλεψη για διεξαγωγή δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας δεν υπάρχει στο ελληνικό Σύνταγμα», τονίζει ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Παν. Κρήτης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος. «Η στάση του Κωστή Στεφανόπουλου υπήρξε θεσμικά άψογη και διότι απέφυγε να λάβει ουσιαστική θέση επί ενός ζητήματος το οποίο είχε διχάσει την εποχή εκείνη την ελ-ληνική κοινωνία», προσθέτει.

3. Το δημοψήφισμα

Ως επιστέγασμα μιας –όπως αποδείχθηκε– αδιέξοδης διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ζήτησε στις 5 Ιουλίου του 2015 από τους Ελληνες να απαντήσουν «ναι» ή «όχι» σε μια πρόταση δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία είχε ουσιαστικά αποσυρθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οπως συνέβη αρκετές φορές στο παρελθόν, το δημοψήφισμα λειτούργησε διχαστικά. Το γεγονός ότι μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος η χώρα βρέθηκε στο χείλος της εξόδου από την Ευρωζώνη ήγειρε τότε μια συζήτηση για το αν ο ΠτΔ Προκόπης Παυλόπουλος είχε τότε τη δυνατότητα να μην προσυπογράψει τη διεξαγωγή του.

«Ο ΠτΔ προβαίνει στην προκήρυξη του δημοψηφίσματος, χωρίς να του καταλείπεται ευχέρεια να κρίνει ο ίδιος ούτε αν το θέμα είναι αρκούντως “κρίσιμο” ούτε αν η σημασία του το καθιστά πράγματι “εθνικό”: Οι εν λόγω αξιολογήσεις είναι πολιτικής φύσεως και ως εκ τούτου διενεργούνται από την κυβέρνηση, που φέρει την αντίστοιχη πολιτική ευθύνη», εξηγεί ο κ. Σημαντήρας, προσθέτοντας ότι μια πολιτική αξιολόγηση εκ μέρους του κ. Παυλόπουλου θα προκαλούσε μείζον συνταγματικό ζήτημα.

Ο Γιώργος Τσεμπελής, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, έχει διαφορετική άποψη. «Το δημοψήφισμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν κατά τη γνώμη μου ένα συνταγματικό και θεσμικό τερατούργημα. Σ’ αυτό το τερατούργημα έβαλε την υπογραφή του ο κ. Παυλόπουλος. Επίκληση του άρθρου 120 (επιβάλλει τον σεβασμό και την προάσπιση του Συντάγματος από όλους τους Ελληνες) θα ήταν μια πολύ λογική επιλογή. Με δεδομένη τη σπουδή της όλης υπόθεσης ακόμα και καθυστέρηση της υπογραφής μπορούσε να αποτρέψει το δημοψήφισμα», λέει στην «Κ», προτάσσοντας το επιχείρημα ότι το ερώτημα αφορούσε δημοσιονομικό θέμα, κάτι που σε πολλές δυτικές χώρες απαγορεύεται. «Επιπλέον, το ερώτημα ήταν ασαφές, διατυπωμένο σε ξένη γλώσσα και ανύπαρκτο, καθώς το κείμενο είχε αποσυρθεί από τους δανειστές. Ο χρόνος διαβούλευσης ήταν απειροελάχιστος. Τέλος, η πρώτη αναγραφόμενη απάντηση, κατά παράβαση διεθνών πρακτικών, ήταν η αρνητική», εξηγεί ο κ. Τσεμπελής.

Ο κ. Βλαχόπουλος αναδεικνύει τη σημασία της τότε κοινωνικής συνθήκης και των επιπτώσεων που θα προκαλούσε η αντίθεση του ΠτΔ σε μια κυβέρνηση που διέθετε πρόσφατη λαϊκή εντολή. «Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο θα εκτραχυνόταν το πολιτικό κλίμα σε μια ήδη διχασμένη κοινωνία, εάν ο Πρόεδρος έθετε veto στο δημοψήφισμα. Πέρα από όλα τ’ άλλα, θα είχε αναιρέσει έμπρακτα και την πρωταρχική του λειτουργία ως σύμβολο ενότητας του ελληνικού λαού». «Ενδεχόμενη διαφοροποίηση από την πλευρά του Προκόπη Παυλόπουλου για πολιτικούς λόγους θα συνιστούσε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, δεδομένου ότι ο θεσμικός ρόλος του αρχηγού του κράτους δεν του επιτρέπει να λειτουργεί ως αντίβαρο απέναντι στις αποφάσεις της Βουλής ή της κυβέρνησης», προσθέτει ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος.

4. Δικαιώματα και διακηρύξεις

Με την υπόθεση των υποκλοπών να παρασύρει το πολιτικό σύστημα σε περιδίνηση, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης ζήτησαν εμμέσως πλην σαφώς την παρέμβαση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου υπέρ της διαλεύκανσης της υπόθεσης με το επιχείρημα ότι παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα περί απορρήτου των επικοινωνιών. Η ΠτΔ παρέπεμψε στη Βουλή και στη Δικαιοσύνη ως αρμόδιες αρχές.

«Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας οριοθετούνται από το Σύνταγμα και σαφώς δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνει στα έργα της Βουλής και της Δικαιοσύνης», υπογραμμίζει ο κ. Βλαχόπουλος. «Η Πρόεδρος εκδήλωσε πως δεν είχε θεσμικά μέσα – αυτά ανήκουν στη Βουλή. Συμφωνώ με την ανάλυσή της. Η μόνη δυνατότητά της ήταν να εκφράσει δημόσια διαφωνία με την κυβέρνηση», σχολιάζει ο κ. Τσεμπελής, ενώ ο Νίκος Σημαντήρας επισημαίνει ότι «τυχόν παρέμβαση της ΠτΔ θα υπερέβαινε τον θεσμικό της ρόλο». «Από την άλλη, ο λόγος του Προέδρου έχει πάντοτε μια βαρύτητα για τον λαό», προσθέτει ο κ. Βλαχόπουλος: «Σε προφανείς παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά ένας προεδρικός λόγος που θα τόνιζε εμφατικά την αξία των δικαιωμάτων για τη δημοκρατία».

Φέροντας τη βαριά –και σε πολλές περιπτώσεις διχαστική– κληρονομιά της μοναρχίας, όσοι υπηρέτησαν τα τελευταία 50 χρόνια τον θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας δεν παρενέβησαν στο κυβερνητικό έργο. Επικεντρώθηκαν στα θεσμικά καθήκοντά τους. «Αυτά είναι καλές ενδείξεις για την ώριμη ελληνική δημοκρατία», λέει ο κ. Χατζηβασιλείου και προσθέτει: «Εάν ανακύψει κάποια έκτακτη ανάγκη, ο αρχηγός του κράτους θα μπορούσε να ενεργήσει μόνον με τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων και με προϋπόθεση ότι δεν θα υπερβαίνει τα όρια που θέτει το Σύνταγμα. Αλλά η ελπίδα είναι πως δεν θα χρειαστεί κάτι τέτοιο».

_____________________________________________________________________________

Κεντρική φωτό: 24/7/1983. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής στον πρωθυπουργό ότι θα εκδήλωνε ανοικτά το ενδιαφέρον του για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα της χώρας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT