Επιμέλεια: Δώρα Αντωνίου
Η ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη της επιλογής του Κωνσταντίνου Τασούλα ως υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας συνοδεύθηκε από τη γνωστοποίηση της πρόθεσής του στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, που όπως είπε θα αρχίσει το 2026, να προτείνει μία εξαετή θητεία για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αντί της δυνατότητας που υπάρχει από τις υφιστάμενες συνταγματικές προβλέψεις για έως και δύο πενταετείς θητείες.
Η ιδέα δεν ακούγεται για πρώτη φορά, καθώς κατατέθηκε στον δημόσιο διάλογο στην πρόταση για ριζική αναδιάρθρωση του Συντάγματος με τον τίτλο «Ενα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα», η οποία είχε δημοσιοποιηθεί στις 5 Ιουνίου 2016 στην «Καθημερινή» της Κυριακής. Προκάλεσε, όμως, με την επαναφορά της ως πρόθεση του πρωθυπουργού για την επικείμενη αναθεώρηση, συζητήσεις και αντιδράσεις, καθώς οι απόψεις για την ανάγκη μιας τέτοιας αλλαγής ή για το αν θα συμβάλει στην αναβάθμιση του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας διίστανται. Η συζήτηση τώρα αρχίζει.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Θωράκιση του ενοποιητικού ρόλου
Του Στέλιου Κουτνατζή*
Οποιος διαβάσει για πρώτη φορά το κείμενο του Συντάγματος σχηματίζει την εντύπωση ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί εξαιρετικά σημαντικές αρμοδιότητες για τη λειτουργία του πολιτεύματος. Ως «ρυθμιστής του πολιτεύματος», διορίζει τα μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς, απαλλάσσει την κυβέρνηση από τα καθήκοντά της, διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει δημοψήφισμα, ενώ επίσης εκπροσωπεί διεθνώς το κράτος. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, ωστόσο, οι επιμέρους αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας αναδεικνύονται κατ’ αρχήν ως απλώς ονομαστικές. Την ουσιαστική αρμοδιότητα διατηρούν άλλα κρατικά όργανα, η κυβέρνηση και η Βουλή. Εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, που απαριθμούνται στο Σύνταγμα, οι πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύουν ούτε εκτελούνται χωρίς τη λεγόμενη «προσυπογραφή» του αρμόδιου υπουργού.
Κρίσιμες δεν είναι όμως τόσο οι επιμέρους αρμοδιότητες. Πέρα από αυτές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκφράζει την ενότητα και τη συνέχεια του κράτους. Με τον δημόσιο λόγο του και την εν γένει παρουσία του, επιτελεί θεμελιώδη ενοποιητικό ρόλο εντός της πολιτείας, πέρα από τις δεδομένες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και εντός του κοινωνικού συνόλου. Ωστόσο, η προεχόντως ενοποιητική αποστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας εξακολουθεί να μην εναρμονίζεται πάντα με τη γραμματική διατύπωση του συνταγματικού κειμένου, η οποία με τη σειρά της εξακολουθεί να αποτυπώνει τα ίχνη μιας μακράς ιστορικής εξέλιξης. Προς τον σκοπό της εναρμόνισης του γράμματος του Συντάγματος με την πραγματική αποστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ήδη με την αναθεώρηση του 2019, η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας αποσυνδέθηκε από τη διάλυση της Βουλής και την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων.
Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οι επιμέρους αρμοδιότητες του ΠτΔ αναδεικνύονται κατ’ αρχήν ως απλώς ονομαστικές.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται η εξαγγελία του πρωθυπουργού για την πρόβλεψη μίας εξαετούς θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση. Ενώ η αύξηση της διάρκειας της θητείας ενισχύει την αποσύνδεσή της από τον πολιτικό κύκλο, ο αποκλεισμός της δυνατότητας επανεκλογής εναρμονίζεται περισσότερο με τον σημερινό συνταγματικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, για τον οποίο αποκτούν μεγαλύτερο βάρος οι έννοιες της συναίρεσης και της σύνθεσης σε σχέση με την αντιπαράθεση των επιχειρημάτων και τη σύγκρουση των πολιτικών δυνάμεων υπέρ ή κατά μιας ενδεχόμενης επανεκλογής. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλωστε πολιτικό πρόγραμμα, ώστε να απαιτείται περισσότερος χρόνος για την υλοποίησή του. Αν ο αποκλεισμός της δεύτερης θητείας των μελών δικαιοδοτικών οργάνων ή ανεξαρτήτων αρχών συνιστά εγγύηση ανεξαρτησίας, στην περίπτωση του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι αναγκαία για τη θωράκιση της ενοποιητικής αποστολής του.
* Ο κ. Στέλιος Κουτνατζής είναι γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
«Συμβολικός» συνταγματικός θεσμός
Της Κωνσταντίνας Γεωργάκη**
Στην κλασική μελέτη του 1867 με τίτλο «Το Αγγλικό Σύνταγμα», ο δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του Economist Γουόλτερ Μπάτζετ διέκρινε μεταξύ δύο τύπων συνταγματικών θεσμών: των «αποδοτικών» (efficient), ο ρόλος των οποίων είναι να κυβερνούν το κράτος, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά του, και των «συμβολικών» (dignified), οι οποίοι, αν και δεν διαθέτουν ουσιαστικές αρμοδιότητες, προσωποποιούν στα μάτια του λαού το απρόσωπο Σύνταγμα, συσπειρώνοντάς τον και διατηρώντας αμείωτη την αφοσίωσή του στο κράτος και στη συνταγματική τάξη.
Σε μια προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία όπως η Ελλάδα, ο ρόλος του «συμβολικού» συνταγματικού θεσμού ανήκει αδιαμφισβήτητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ). Ως ρυθμιστής του πολιτεύματος και ανώτατος πολιτειακός άρχοντας, ο ΠτΔ συμβολίζει την ενότητα του λαού και έχει, προς τούτο, υπερκομματικό χαρακτήρα. Σε αντίθεση με «αποδοτικούς» θεσμούς, όπως η κυβέρνηση, που έχουν κατ’ ανάγκη προσωρινή εντολή, το πρόσωπο του ΠτΔ μπορεί και οφείλει να έχει συνέχεια στον χρόνο, προκειμένου να ανταποκρίνεται καλύτερα στον ρόλο του ως θεσμικού συνταγματικού συμβόλου.
Το 2019 η εκλογή του ΠτΔ αποσυνδέθηκε από τη διάλυση της Βουλής, με στόχο την αποφυγή εργαλειοποίησης της διαδικασίας για (μικρο)πολιτικούς σκοπούς. Οπως παρατήρησε τότε και ο πρωθυπουργός, η εφεξής παρεχόμενη δυνατότητα εκλογής ΠτΔ ακόμη και με απλή πλειοψηφία δεν αναιρούσε την πολιτική ευθύνη της εκάστοτε πλειοψηφίας να αναζητεί τις ευρύτερες δυνατές κοινοβουλευτικές συναινέσεις στο πρόσωπο του υποψηφίου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συμβολίζει την ενότητα του λαού και έχει, προς τούτο, υπερκομματικό χαρακτήρα.
Μόλις μία προεδρική θητεία αργότερα και για λόγους κομματικής συσπείρωσης, ο πρωθυπουργός πρότεινε έναν υποψήφιο από το κυβερνών κόμμα που δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη για την επιτέλεση του συμβολικού του ρόλου διακομματική συναίνεση. Περαιτέρω, σε μια προσπάθεια αιτιολόγησης της κυβερνητικής επιλογής μη ανανέωσης της τρέχουσας προεδρικής θητείας, προτάθηκε να καταστεί η προεδρική θητεία μη ανανεώσιμη.
Ωστόσο, η δυνατότητα άπαξ ανανέωσης της θητείας του υπηρετούντος ΠτΔ αποτελεί στοιχείο άρρηκτα συνυφασμένο με τη συνέχεια που οφείλει να έχει ο φορέας του «συμβολικού» αυτού θεσμού, με τη μη ανανέωσή της να αποτελεί σήμερα το μοναδικό εργαλείο απόδοσης πολιτικής μομφής, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι ο ΠτΔ υπέπεσε σε θεσμικά ατοπήματα στην πρώτη θητεία. Πέραν του ότι δεν νοείται η περιστολή της θητείας ενός θεσμού που από το 1986 δεν διαθέτει ουσιαστικές αρμοδιότητες, μια τέτοια αλλαγή, σε συνδυασμό και με τη διαφαινόμενη έκλειψη του υπερκομματικού χαρακτήρα, θα οδηγούσε σε περαιτέρω τρώση του προεδρικού θεσμού, στερώντας του κατ’ ουσίαν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του ως συνταγματικού συμβόλου.
** Η κ. Κωνσταντίνα Γεωργάκη είναι διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και επίκουρη καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

