Οσο ήμουν στην Οξφόρδη, ήμουν υπεύθυνος για ένα από τα τρία αρχικά του πτυχίου που έχει γίνει ευρέως γνωστό ως PPE: πολιτική επιστήμη – φιλοσοφία – οικονομικά. Η είσοδος στο PPE, όπως και σε κάθε άλλο πρόγραμμα σπουδών, περνούσε από ειδικές εξετάσεις και, κατόπιν προ-επιλογής, από μια συνέντευξη με έναν διδάσκοντα του κάθε τομέα. Μια από τις ερωτήσεις που έκανα στα παιδιά όταν ερχόταν η σειρά μου ήταν η ακόλουθη: έδειχνα το γράφημα που βλέπετε, τους ενημέρωνα πως τα νούμερα δίπλα από τις μπάρες υποδηλώνουν τον αριθμό κερδισμένων εδρών, και τους έλεγα πως το κοινοβούλιο της χώρας από την οποία προέκυψαν αυτά τα αποτελέσματα έχει 300 έδρες. Τους καλούσα έπειτα να μαντέψουν ποια κυβέρνηση δημιουργήθηκε κατόπιν αυτού του αποτελέσματος. Φυσικά δεν έδινα ούτε τα ονόματα των κομμάτων, ούτε αυτό της χώρας, την οποία αποκαλούσα Καρθήνια.

Δεν περίμενα, φυσικά, να μαντέψει κάποιος τη σωστή απάντηση. Αυτό που ήθελα να δω ήταν αν ο/η υποψήφιος θα καθοδηγούνταν μόνος του, έστω και ασυναίσθητα, προς τις δυο βασικές αρχές των θεωριών σχηματισμού κυβέρνησης: α) τα κόμματα διαλέγουν ως κυβερνητικούς εταίρους κόμματα που συγγενεύουν ιδεολογικά μαζί τους· και β) προσπαθούν να φτιάξουν συνασπισμούς που θα τους δώσουν όσο μεγαλύτερο κομμάτι της κυβερνητικής πίτας γίνεται. Πρακτικά αυτό το τελευταίο σημαίνει πως τα μεγάλα κόμματα που ψάχνουν εταίρο, θα διαλέξουν, ceteris paribus, το μικρότερο κόμμα που μπορεί να τους αποφέρει κυβερνητική πλειοψηφία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μωβ κόμμα ψάχνει δύο έδρες. Πού θα τις βρει;
Οπως φαντάζεστε, οι επικρατέστεροι συνδυασμοί ήταν μωβ-κόκκινο, μωβ-πορτοκαλί, ή, και για όσους λάμβαναν αρκετά υπόψη το δεύτερο κριτήριο, μωβ-πράσινο. Αφού τους άφηνα να επιχειρηματολογήσουν, τους έδινα τη σωστή απάντηση: μωβ-γαλάζιο. Και τους ρωτούσα αν είχαν κάποια εξήγηση γι’ αυτό. Ή, καλύτερα, αν αυτός ο συνδυασμός τους έδινε κάποια χρήσιμη πληροφορία για την πολιτική πραγματικότητα της Καρθήνιας.
Το πέρασμα δέκα χρόνων δεν μας μεταφέρει ξαφνικά στην Καρθήνια. Δίνει όμως μια απόσταση που παρέχει μια πιο ψύχραιμη ματιά σ’ αυτό που για πολλούς ήταν και παραμένει ακόμη ανεξήγητο. Γιατί, απ’ όλες τις επιλογές, το μωβ διάλεξε το γαλάζιο; Μήπως προσπάθησε πρώτα να προσεγγίσει τα άλλα χρώματα; Ξέρουμε πολύ καλά πως όχι. Τι εξηγεί λοιπόν αυτήν την επιλογή και τι μάθαμε από αυτήν;
Εάν βλέπεις το γράφημα και μαθαίνεις ότι ο συνδυασμός ήταν μωβ-γαλάζιο, ένα πράγμα γίνεται σίγουρο: η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς μάλλον δεν μετράει σ’ αυτήν τη χώρα. Και εδώ μάλλον βρίσκεται και η εξήγηση: η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, η τόσο χρήσιμη αυτή διάσταση για την κατανόηση της πολιτικής πραγματικότητας της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, σταμάτησε να λειτουργεί ως πολιτική πυξίδα εν μέσω της κρίσης χρέους και της πολιτικής θύελλας που αυτή έφερε. Προσοχή: δεν σταμάτησε να λειτουργεί επειδή το μωβ διάλεξε το γαλάζιο, αλλά η επιλογή ήταν αυτή που ήταν, γιατί η διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς είχε ήδη σταματήσει να λειτουργεί. Για την ακρίβεια, είχε αντικατασταθεί από το δίλημμα «Ευρώ με θυσίες» ή «Ρήξη με ρίσκο να χαθεί το ευρώ». Ουσιαστικά, το γράφημα ενέχει ήδη αυτήν τη διαιρετική τομή, μόνο που για να τη διακρίνουμε πρέπει να το φανταστούμε διπλωμένο συμμετρικά γύρω από το σημείο 5 του οριζόντιου άξονα. Με διπλωμένο τον οριζόντιο άξονα, το μωβ είναι όντως κοντύτερα στο γαλάζιο.
Πέρασα φέτος για πρώτη φορά μέσα από τη σήραγγα του Φρεζούς, από τη Γαλλία προς την Ιταλία. Μπαίνοντας η θερμοκρασία ήταν 2 βαθμοί Κελσίου. Κάπου στη μέση της διαδρομής, στο 7ο χλμ., η θερμοκρασία είχε φτάσει τους 25 βαθμούς Κελσίου, για να επιστρέψει στα αρχικά επίπεδα καθώς φτάναμε στην έξοδο. Ο Γενάρης του 2015 ήταν αυτό ακριβώς το σκοτεινό σημείο στο μέσο του τούνελ. Και ως τέτοιο η πολιτική θερμοκρασία είχε πια φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει και η επιστροφή σε μια πολιτική κανονικότητα έδειχνε μακρινή. Οποιαδήποτε σκέψη για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των πολιτικών αποφάσεων εκείνης της περιόδου φάνταζε πολυτέλεια. Το μόνο που μετρούσε ήταν το σήμερα.
Οταν όμως έρχεσαι αντιμέτωπος με την πολιτική πραγματικότητα, κάποια στιγμή θα τη βρεις μπροστά σου. Οσο η κυβέρνηση Τσίπρα ομαλοποιούσε τη στάση της ως προς την παραμονή της χώρας στο ευρώ, τόσο γινόταν κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου. Οσο ο ΣΥΡΙΖΑ έμπαινε και μαζί ξανάβαζε τη χώρα σε μια συστημική κανονικότητα, τόσο η κηλίδα των ΑΝΕΛ μεγάλωνε. Η σταδιακή επιστροφή της πολιτικής ηρεμίας επανέφερε την κλασική διάκριση με την οποία μάθαμε να πορευόμαστε –αυτής μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς– στο προσκήνιο. Και όταν ήρθε επιτέλους η ρήξη με τους ΑΝΕΛ ελέω Πρεσπών ήταν πια πολύ αργά: μπορεί η δουλειά να είχε γίνει, το στίγμα, όμως, είχε μείνει.
Ξαναβλέποντας τον Πάνο Καμμένο στη νέα του glam εκδοχή, αναπόφευκτα επιστρέφει το ερώτημα: έπραξε τότε σωστά το μωβ; Τι μπορεί να είχε κάνει καλύτερα; Εχοντας δημοσιεύσει εκτεταμένη έρευνα για το δημοψήφισμα και για την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γενικότερα, δεν στέκομαι τόσο στο αν η κατάληξη εκείνων των προσπαθειών είχε θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Στέκομαι στο πώς εξελίχθηκε και τι άφησε πίσω της στη δημόσια μνήμη και στον δημόσιο διάλογο γενικότερα. Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο που ακόμη θεωρώ δεν έχει γίνει ευρέως κατανοητό. Τα χρόνια της κρίσης και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν έτρεξαν προς αντίθετες κατευθύνσεις στη διεθνή και την εγχώρια ρητορική. Η Ελλάδα ως μαύρο πρόβατο της Ευρώπης με το 60% του «ΟΧΙ» έχει πια εναγκαλιάσει και αναδείξει σε πολιτικό κυρίαρχο τον βασικό πολιτικό εκπρόσωπο του «ΝΑΙ». Την ίδια στιγμή, το αφήγημα της κρίσης στην Ευρώπη συγκλίνει πια στην άποψη πως οι χειρισμοί της Ε.Ε. και ειδικά του ΔΝΤ ήταν λάθος, η στάση απέναντι στην Ελλάδα εθελοτυφλικά σκληρή και κοινωνικά άδικη. Την ίδια στιγμή που η περίοδος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει καταγραφεί στο εσωτερικό ως η ύστατη πολιτική παλινωδία της κρίσης, η ίδια η Μέρκελ αναγνωρίζει ως μεγάλο της σφάλμα την αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, επαινεί τον Τσίπρα, ενώ οι ΝΥΤ κάνουν αναφορά στη στρουθοκαμηλική εμμονή της Ε.Ε. απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και φτάνουν μάλιστα να συνδέουν αυτή τη στάση με την άνοδο της άκρας Δεξιάς σήμερα. Ο λόγος, πιστεύω, που εξηγεί αυτήν την απόκλιση είναι ότι όταν η χώρα που εμπλέκεται δεν είναι η χώρα σου αλλά η Καρθήνια οι συμβολισμοί μετράνε λιγότερο και αυτό που μένει είναι η μεγάλη εικόνα. Για τους κατοίκους της Καρθήνιας, όμως, οι πολιτικοί συμβολισμοί πάντα είχαν και θα συνεχίσουν να έχουν ιδιαίτερη αξία.
*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

