Η συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ από το περίπου 36% (Ιανουάριος 2015) στο 6% (δημοσκοπικά, σήμερα) έγινε σταδιακά και μετά απότομα, ακριβώς όπως είχε περιγράψει ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ την πορεία του προς τη χρεοκοπία παρά την τόση συγγραφική επιτυχία (gradually, then suddenly). Η φράση αυτή θα μπορούσε να συνοψίζει την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στη δεκαετία που συμπληρώνεται σε λίγες ημέρες από την εκλογική του νίκη στις 25 Ιανουαρίου του 2015.

Κατά τον Μάνο Ματσαγγάνη, καθηγητή στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, «η μεγάλη οικονομική κρίση στη Νότια Ευρώπη γέννησε κόμματα-κομήτες, με ιλιγγιώδη αναρρίχηση στην εξουσία και ιλιγγιώδη κατακρήμνιση, όπως το Podemos στην Ισπανία και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία που θα άλλαζαν τον κόσμο».
Η θορυβώδης πτώση του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει χρήσιμο υλικό στην πολιτική επιστήμη αλλά, ενδεχομένως, και στην ψυχανάλυση, ειδικά σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των «κλειστών» ομάδων, τον καθορισμό τους από ένα υψηλό ιδεώδες, την προβληματική ή και αδύνατη σύνδεσή τους με την πραγματικότητα.
Ο Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ, θυμάται τη μεγάλη έκπληξη: «Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 με 36% θεωρήθηκε παράδοξο συμβάν, άξιο παγκόσμιας προσοχής. Hταν η πρώτη εκλογική νίκη της Αριστεράς στην Ελλάδα, μια από τις σπάνιες στην Ευρώπη. Δεν είχαν ακόμα προκύψει η αριστερή συμμαχική κυβέρνηση στην Πορτογαλία (Νοέμβριος 2015) και η εκλογική επιτυχία του Podemos στην Ισπανία (21%, εκλογές Δεκεμβρίου 2015)».
Στη διάρκεια μιας δεκαετίας, στην αρχή και στο τέλος της, δημιουργήθηκαν πέντε νέα κόμματα μέσα από τα σπλάχνα του ΣΥΡΙΖΑ: τρία μετά τη μνημονιακή στροφή (με πρωταγωνιστές κατά χρονολογική σειρά τούς Λαφαζάνη, Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκη) και δύο μετά την παραίτηση του Αλ. Τσίπρα (Νέα Αριστερά, κόμμα Κασσελάκη).
Δεν έχουν ξανασυμβεί τόσες διασπάσεις, αλλά τίποτα δεν είχε ξανασυμβεί: ούτε η μείωση του ΑΕΠ κατά 26%, ούτε η εξαΰλωση του ΠΑΣΟΚ που έπεσε μέχρι το 4%, ούτε η άνοδος στην εξουσία ενός κόμματος που δεν είχε καμία εμπειρία διακυβέρνησης και πίστευε ότι με το δίκιο του (ηθικό πλεονέκτημα) θα επιβληθεί στο Βερολίνο και στο ΔΝΤ.
Για τον καθηγητή Νομικής στα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και της Οξφόρδης Παύλο Ελευθεριάδη, «ο θρίαμβος του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 ήταν το αποτέλεσμα μιας επιδέξιας εξαπάτησης. Το “πρόγραμμα” της Θεσσαλονίκης υποσχέθηκε παραμονή στο ευρώ χωρίς λιτότητα, κάτι εκ των πραγμάτων αδύνατο. Η φιλοσοφία των εθνολαϊκιστών βασιζόταν σε μια αλήθεια, την εκτεταμένη ανικανότητα και διαφθορά πολιτικών της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε πολλά θρασύτατα ψεύδη: ότι δήθεν τα μνημόνια έφεραν την κρίση, ότι δεν υπήρξαν ψευδή στατιστικά, ότι δεν υπήρξαν ελλείμματα, ότι τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα ήταν προδότες».
Προβληματικές πλευρές
Ο Μάνος Ματσαγγάνης, επικεφαλής του προγράμματος ελληνικής – ευρωπαϊκής οικονομίας στο ΕΛΙΑΜΕΠ, σημειώνει: «Οι προβληματικές πλευρές της πολιτικής τους πρότασης –περιφρόνηση για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, παιδαριώδης ανάλυση της κρίσης ως συνωμοσίας σκοτεινών διεθνών κέντρων και των εγχώριων υπηρετών τους, χαρωπή συμμαχία (στην Ιταλία και στην Ελλάδα) με την εθνικιστική Ακροδεξιά– έχουν πλέον αναλυθεί επαρκώς. Oσοι αυτές τις προβληματικές πλευρές τις είδαν εγκαίρως, καλά θα κάνουν σήμερα να προχωρήσουν ένα βήμα πέρα από την ικανοποίηση ή χαιρεκακία που προκαλεί ο αυτοεξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ και του Podemos και του Κινήματος Πέντε Αστέρων, και να αναρωτηθούν για τις βαθύτερες αιτίες του θριάμβου τους τότε».
Αυτές τις βαθύτερες αιτίες ο ζωγράφος και καθηγητής στο ΕΜΠ Δημήτρης Σεβαστάκης (πρ. βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ) τις περιγράφει ως εξής: «Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ συνέλεξε αυτό που ήταν αδύνατο να επωμισθεί άλλη πολιτική δύναμη. Τη μαζική έκπληξη από την εξαλλαγή της “ισχυρής Ελλάδας” σε χρεοκοπημένη και απαξιωμένη χώρα και την έκπτωση από το φαντασιακό του ανερχόμενου μικροαστού στη συντριβή του οφειλέτη».

Το μεγάλο παράδοξο ήταν, κατά τον Δ. Σωτηρόπουλο, «ο ταχύτατος σχηματισμός συμμαχικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με ένα δεξιό, εθνικιστικό κόμμα, τους ΑΝΕΛ. Η ερμηνεία ότι τότε τα δύο κόμματα ήταν λαϊκιστικά δεν είναι επαρκής. Οι ΑΝΕΛ ήταν πραγματιστές, δεν είχαν έντονες προγραμματικές διαφορές από τον κυβερνητικό εταίρο τους. Επίσης, έρευνες πολιτικών επιστημόνων έχουν δείξει ότι οι ψηφοφόροι των δύο κομμάτων απείχαν ελάχιστα ως προς τις επιλογές τους στην οικονομική πολιτική, ενώ οι βουλευτές των δύο κομμάτων συνέκλιναν ως προς τον ευρωσκεπτικισμό και την κάθετη απόρριψη της πολιτικής της λιτότητας. Εντέλει, η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, δεν ήταν τόσο παράδοξη, ήταν λύση εφικτή για να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ».

Σημασία έχει ότι ήταν επιλογή, όχι ανάγκη. Στέλεχος του Ποταμιού τότε, ο Παύλος Ελευθεριάδης καταθέτει τη μαρτυρία του: «Είχαμε ετοιμαστεί στο Ποτάμι για ενδεχόμενη εκλογική συνεργασία αν δεν υπήρχε αυτοδυναμία. Είχα προσωπικά προετοιμάσει κάποιες ιδέες για τη δημόσια διοίκηση, έχοντας πειστεί κι εγώ ότι οφείλαμε να εξετάσουμε μια τέτοια πρόταση. Ο κ. Τσίπρας επέλεξε τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη: περισσότερα ψέματα, εθνικιστικές κορώνες, νέα χρεοκοπία με κλειστές τράπεζες τον Ιούλιο και προσγείωση στην πραγματικότητα με την κυβίστηση του Αυγούστου».
«Λάθος απαντήσεις»
Για τους φανατικότερους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, η εξήγηση για την πορεία του είναι προφανής: εκτινάχθηκε μέσα στην κρίση λαϊκίζοντας και καταστράφηκε με την επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα;
Ο Μάνος Ματσαγγάνης καταφεύγει στον Κας Μούντε, μελετητή του λαϊκισμού που στη φάση ανόδου του φαινομένου έγραψε ότι «οι λαϊκιστές θέτουν τα σωστά ερωτήματα, αλλά τους δίνουν λάθος απαντήσεις». «Ηταν και πάλι εύστοχος όταν πρόσφατα διατύπωσε την εκτίμηση ότι ο λαϊκισμός είναι μια “δημοκρατική ανελεύθερη (illiberal) απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό”, εννοώντας τον φιλελευθερισμό που απομακρύνει από το πεδίο της δημοκρατικής επιλογής, αναγορεύοντας σε ιερά θέσφατα, που δεν επιτρέπεται να αμφισβητούνται, όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων».
Για τον Δ. Σεβαστάκη, «ο ΣΥΡΙΖΑ με νηπιακή αφέλεια (ή διεκδικητική αυταρέσκεια) δεν μπορούσε να αναλάβει την αφομοίωση των αντιφάσεων, αλλά παρέλαβε αυτό που του ανέθεσαν οι πολίτες: τον ρόλο του ανορθωτή».
Εκ των υστέρων προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποδοκιμάστηκε περισσότερο ως αντιπολίτευση παρά ως κυβέρνηση. Μία ερμηνεία είναι ότι το τραύμα που δημιούργησε στο συλλογικό υποσυνείδητο με την εξουθενωτική φορολόγηση της μεσαίας τάξης, την ανάληψη εθνικά επικίνδυνων ρίσκων (δημοψήφισμα 2015), την εμπάθεια έναντι πολιτικών αντιπάλων (Novartis), τη διαχειριστική ανεπάρκεια – επικοινωνιακή ανοησία (Μάτι) κ.ο.κ. δεν σταμάτησε να αιμορραγεί γιατί δεν αντιμετωπίστηκαν οι αιτίες που το προκάλεσαν.
Μετά την εκλογική συντριβή του 2023, ο καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης στο Πάντειο Γεράσιμος Μοσχονάς είχε περιγράψει (στην «Κ» της Κυριακής) ως βασική αιτία της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι ως αντιπολίτευση δεν μπόρεσε, ούτε καν προσπάθησε, να διαχειριστεί τον «αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμό» που «αναπτύχθηκε γύρω από τρεις –αλληλοενισχυόμενους– θεματικούς άξονες: τον άξονα της αναποτελεσματικότητας/ανεπαρκούς αρμοδιότητας, εκείνον της αναξιοπιστίας (δυσπιστία προς τις υποσχέσεις, “ψεύτες”, “κωλοτούμπες”) και έναν τρίτο, πολιτικο-πολιτισμικό, που έχω ονομάσει, από αυτές τις στήλες, “ισχυρό έλλειμμα στο λεξιλόγιο της πολιτικής αντιπροσώπευσης” (θυμωμένος λόγος, μακριά από τον κοινό νου αλλά και την ψυχή της πλειοψηφίας του ίδιου του δικού τους εκλογικού σώματος)».
Πολύ πιο σκληρό είναι το συμπέρασμα του Παύλου Ελευθεριάδη: «Η πρόσφατη εξαέρωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια δίκαιη ανταπόδοση της κοινής γνώμης σε ένα κόμμα που έβλαψε όσο λίγα την ελληνική δημόσια ζωή».

Σε διαφορετικό μήκος κύματος ο Δ. Σεβαστάκης: «Εάν η κατηγορία είναι ότι ναι μεν επανεισήγαγε τον διάχυτο αντικοινοβουλευτισμό των χρεοκοπημένων πολιτών στο πολιτικό τυπικό, αλλά δεν χρησιμοποίησε την ισχύ του για να αλλάξει τους πολιτιστικούς όρους άσκησης πολιτικής, όντως η κριτική είναι δίκαιη, αλλά έξω από τις δυνατότητες του κόμματος. Εμεινε ως ένα ατυχές πείραμα. Η συλλογική εκδικητικότητα προς την πολιτική εκφράζεται σήμερα και με τη μαζική παραδοχή των πιο ποταπών όρων της».

