ΕΙΧΑ ΜΠΕΙ ΝΩΡΙΣ στο πιλοτήριο του Σημίτη. Αρχές του 1996. Ενα τεράστιο ξύλινο γραφείο χωρίς πόντο ανεκμετάλλευτο. Αριστερά τα άσπρα χαρτάκια, μετά τα κίτρινα, μετά τα πράσινα. Ενα κενό για σημειωματάρια, στιλό και μαρκαδόρους, κάποια αποκόμματα ελληνικών και ξένων εφημερίδων – κομμένα με ψαλίδι, όχι ολόκληρες σελίδες. Και μετά ξανά τα χαρτάκια. Μπλε, κόκκινα…
Ναι, ίσως να μην ήταν αυτή ακριβώς η διάταξη των χρωμάτων, αλλά αντιλαμβάνεστε τι σας λέω. Αυτό το πρωθυπουργικό γραφείο δεν είχε καμία σχέση με τα γραφεία όσων πρωθυπουργών είχα δει. Κι αν εξαιρέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά, τα έχω δει όλα.
Και ο Σημίτης από πίσω να ανανεώνει τις σημειώσεις του συνεχώς. Ακόμη και όταν του μιλούσες.
«Τι ξέρετε εσείς γι’ αυτό;» ήταν το αγαπημένο του ερώτημα. Και έπρεπε να του πεις κάτι συγκεκριμένο και όχι απλώς την άποψή σου. Και αν θεωρούσε ότι κάτι είχε αξία, το σημείωνε. Κι αν απαιτούσε απάντηση, θα σου τηλεφωνούσε να σου πει αν είχες δίκιο ή άδικο.
Στην πόρτα θα συναντούσες πάντα τον Νίκο Θέμελη. Και αυτός διαφορετικός από όλους τους διευθυντές πρωθυπουργικών γραφείων. Ναι, το ίδιο πρόσωπο που έγραψε –τα χρόνια που ήταν στο Μαξίμου– την «Αναζήτηση», την «Ανατροπή», την «Αναλαμπή». Τα βραβευμένα μυθιστορήματα του εκσυγχρονισμού που μπορεί να μην είχαν καμία σχέση με τα όσα αντιμετώπισε ο Σημίτης ως πρωθυπουργός, αλλά απέπνεαν το ίδιο άρωμα με τις αρχές ίσως και τις συζητήσεις και τα όνειρα που κυριάρχησαν στο Μαξίμου από τον Ίανουάριο του 1996 έως τον Μάρτιο του 2004.
Από εκεί λοιπόν πιλοτάριζε τη χώρα. Από εκεί και από πουθενά αλλού. Δεν έπαιρνε αποφάσεις στα τραπεζώματα, στις πλατείες, στα λόμπι των ξενοδοχείων. Ούτε στο κόμμα.
Ξυπνούσε ξημερώματα και κατηφόριζε με τα πόδια από την Αναγνωστοπούλου στο Μαξίμου. Εγώ και δύο – τρεις άλλοι δημοσιογράφοι, όταν μάθαμε τη συνήθειά του, κάναμε πως πίναμε καφέ το πρωί σε ένα μαγαζί στον δρόμο του. Με την ελπίδα ότι θα του πάρουμε μαζί με το «καλημέρα σας» και καμιά κουβέντα. Όταν κάποια στιγμή στο καφέ τα τραπέζια γέμιζαν με εκδότες και επιχειρηματίες, ο Σημίτης άλλαξε πεζοδρόμιο.
Χρόνια αργότερα, του είπα σε ένα τηλεοπτικό πλατό ότι, «εάν μπορούσατε να κάνετε τη δουλειά σας χωρίς να μας βλέπετε εμάς τους δημοσιογράφους, μάλλον θα νιώθατε καλύτερα».
Το αρνήθηκε, αλλά βρήκε την ευκαιρία να πει τι πολιτικός δεν είναι: «Υπάρχουν πολλοί που ασχολούνται εντατικά με την εικόνα τους. Τηλεφωνούν στους δημοσιογράφους, στα Μέσα, προσπαθούν να καλλιεργήσουν το image τους και μέσα σε αυτή την προσπάθεια, βέβαια, η δουλειά κάπως ξεχνιέται».
Έφτανε λοιπόν στο Μέγαρο Μαξίμου πριν οι περισσότεροι υπουργοί του ξυπνήσουν. Δούλευε και νωρίς το μεσημέρι ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία, αυτή τη φορά συνοδευόμενος από τη σύζυγό του. Έτρωγε, ξεκουραζόταν για καμιά ώρα και νωρίς το απόγευμα ξανά στο Μαξίμου μέχρι αργά το βράδυ. Θα έφευγε ξανά συνοδευόμενος από τη Δάφνη. Είτε προς το σπίτι είτε για ένα δείπνο με φίλους.
«Νέους φίλους σάς έφερε η πρωθυπουργία;», συνεχίζω εγώ τις ερωτήσεις.
«Οχι. Είμαι ιδιαίτερα δύσπιστος τώρα με αυτούς που παρουσιάζονται ιδιαίτερα φιλικοί. […] Ζήσαμε τα δύσκολα, την αστυνομία να μας παρακολουθεί, τις αντιδράσεις στην κοινωνία και μετρήσαμε τους φίλους μας. Αυτοί που ήταν τότε δίπλα μας, είναι και τώρα κοντά μας».
«Δεν έχετε μπει ποτέ στον πειρασμό να βρεθείτε απλός άνθρωπος σε μια ουρά, σε ένα λεωφορείο, σε μια εφορία…».
«Αυτά ανάγονται στα αραβικά παραμύθια. […] Δεν χρειάζομαι κάτι τέτοιο, γιατί προτού γίνω πρωθυπουργός, στη δουλειά μου –στην Πάντειο για παράδειγμα– πήγαινα με το λεωφορείο. Εμπαινα στον μπακάλη, ψώνιζα, γύριζα στις εφορίες, στις δημόσιες υπηρεσίες».
Μαθαίνει όμως κάποιος τι συμβαίνει στην κοινωνία, κάνοντας μόνο το δρομολόγιο Αναγνωστοπούλου – Ηρώδου Αττικού και συνομιλώντας τα βράδια μόνο με τους ίδιους παλιούς φίλους και τις φίλες της γυναίκας του;
ΠΑΣΟΚΙΚΕΣ ΥΠΕΡΠΑΡΑΓΩΓΕΣ
Είμαστε στους Αγίους Θεοδώρους. Για πρώτη φορά στο καταφύγιό του δέχθηκε να «φιλοξενήσει» έναν δημοσιογράφο. Απρίλιος του 2000. Και όταν ανοίγουν οι κάμερες, μετά από δύο-τρία ερωτήματα το «ρίχνω»: «Εάν σήμερα κάποιος ανηφορίσει τη Σταδίου, κατηφορίσει την Πανεπιστημίου, θα πει ότι το κόμμα που έχει το περισσότερο χρήμα είναι το ΠΑΣΟΚ. Αναφέρομαι στα εκλογικά κέντρα των υποψηφίων του κόμματός σας».
Η παρατήρησή μου τον ξάφνιασε πολύ. Μου έδωσε μια τυπική απάντηση, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι το κόμμα του πλούτου, αλλά μόλις έκλεισαν οι κάμερες, μου ζήτησε να περπατήσουμε λίγο στην παραλία. Εκεί κινδυνεύαμε να μας ακούσει μόνο ο σκύλος του.
«Τι θα δω αν ανηφορίσω τη Σταδίου και κατηφορίσω την Πανεπιστημίου;», με ρώτησε. Του είπα λοιπόν για τον υπουργό που είχε απλωθεί σε όλη σχεδόν την Κοραή, με πανάκριβες τεράστιες οθόνες υπολογιστών να υποδέχονται τους ψηφοφόρους του… Του είπα και για τον άλλο που, για να μοιράσει τα πολυσέλιδα ιλουστρασιόν φυλλάδιά του, είχε ανακαινίσει ένα τριώροφο κτίριο λίγο πριν η Πανεπιστημίου συναντήσει την Πατησίων.
«Την Εμμανουήλ Μπενάκη εννοείτε;»
«Ναι, πρόεδρε, την Εμμανουήλ Μπενάκη».
Λίγες μέρες μετά, μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι όντως η εικόνα των δύο εκλογικών κέντρων δημιουργεί εντυπώσεις με τη σπατάλη των χρημάτων που έχουν δαπανηθεί.
View this post on Instagram
«ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ»
Είχαμε παρελθόν με τον Σημίτη στη συζήτηση περί διαφθοράς. Περί τα τέλη της πρώτης τετραετίας του, βρέθηκα στο Μαξίμου. Η κουβέντα για τον υπερυπουργό που έσταζε λάδι από όπου κι αν περνούσε, ήταν καθημερινή στην κοινωνία.
«Δεν θα κάνετε κάτι με τον ΤΑΔΕ;». Με κοίταξε αυστηρά.
«Δεν είμαι εισαγγελέας, κ. Θεοδωράκη».
«Ναι, αλλά εσείς ορίζετε τους υπουργούς».
«Εχετε κάτι συγκεκριμένο να μου πείτε;»
Και του είπα. Του ανέφερα δηλαδή χωρίς περιστροφές αυτά που έλεγε η πιάτσα για τον υπουργό του.
«Να συστήσετε σε αυτούς που τα λένε αυτά να πάνε να καταθέσουν στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας».
Οι «Αδιάφθοροι» είχαν ιδρυθεί μερικούς μήνες πριν και απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.
Όταν πια αυτός ο υπουργός εκδιώχθηκε από το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια οδηγήθηκε και στη φυλακή, του επανέφερα τη συζήτηση.
«Δεν θα έπρεπε να είχατε αντιδράσει νωρίτερα;»
«Δεν ήθελα να φανώ εκδικητικός με τους ανθρώπους που είχε στο πλευρό του ο Ανδρέας. Αλλωστε σας θυμίζω ότι αυτός που λέτε έβγαινε πάντα πρώτος σε ψήφους στα συνέδρια του ΠΑΣΟΚ».
Είχε έναν φόβο ο Σημίτης με τον μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ, που ένα μεγάλο μέρος του εξακολουθούσε να τον βλέπει ως αναγκαίο κακό και όχι ως τον ηγέτη του. Ακόμη και με τον Χριστόδουλο συντάχθηκαν κάποιοι για να την «πουν» στον Σημίτη. Λαϊκίζανε και απειλούσαν πότε με αφορμή την Τουρκία, πότε με το Ασφαλιστικό.
Και τον φόβο αυτόν τον υποδαύλιζαν δυστυχώς και άνθρωποι στο περιβάλλον του. «Θα τον ρίξουν αν πάει να συγκρουστεί μαζί τους», τους άκουγες να σου λένε. «Αυτός είναι ικανός να βγάλει τα τανκς στους δρόμους αν πάμε να τον απομακρύνουμε»… Την έχω ακούσει ο ίδιος αυτή την παλαβομάρα από συνεργάτη του που κατά τα άλλα σεβόμουν πολύ.
Στη διακαναλική συνέντευξη τον Απρίλιο του 2002, τον ρώτησα ξανά –εμμονή και αυτή!– για τη διαφθορά, που σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ η Ελλάδα με την Ιταλία είχαν την πρωτιά.
Η απάντησή του και η δικαιολογία του ήταν ότι για δύο χρόνια ήταν απολύτως αφοσιωμένος στον στόχο να μπει η Ελλάδα στο ευρώ.
Αυτή η προσήλωση στον έναν στόχο διέκρινε πάντα τον Σημίτη.
Το ’81 «κόπηκε» από υποψήφιος, αλλά αυτός δεν έφυγε όπως όλοι περίμεναν. Έμεινε και έγινε υπουργός (Γεωργίας έστω).
Ποια ήταν, αλήθεια, η «σύνδεσή» του με τον Ανδρέα;
Έχω καταγράψει την εξής εξομολόγηση: Ο Ανδρέας ήταν στις φυλακές Αβέρωφ επί χούντας. Εγώ ως δικηγόρος είχα κάποιους πελάτες στις φυλακές και, όταν πήγα να τους δω, είδα τον Ανδρέα στο παράθυρο του πρώτου ορόφου. Με κοίταξε πίσω από τα κάγκελα, μου χαμογέλασε, τον χαιρέτησα. Αισθάνθηκα ότι ήθελε συμπαράσταση. Από τότε, ενώ τους πελάτες μου τους έβλεπα μία φορά τον μήνα, άρχισα να πηγαίνω σχεδόν κάθε δεύτερη μέρα στις φυλακές. Είχαμε τρόπον τινά ένα ραντεβού. Αυτός στο παράθυρο της φυλακής, εγώ από κάτω. Στις 12 το μεσημέρι.
Ο «ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ»
Τον Οκτώβριο του ’12 ο Σημίτης έβγαλε τον «Εκτροχιασμό». Συνήθως οι πολιτικοί γράφουν απομνημονεύματα του τύπου «μπλα μπλα, τα βάσανά μου, μπλα μπλα, δοξάστε με», ο Σημίτης κατέγραφε, με εκατοντάδες παραπομπές και στοιχεία από έγκυρες πηγές, το δράμα της χώρας, το δράμα… των άλλων. Του Καραμανλή, του Παπανδρέου, του Σαμαρά, του Τσίπρα. Έγραψα τότε ένα άρθρο που τον πίκρανε.
«Η χώρα δεν ναυάγησε μόνο επειδή έχουμε γιατρούς φοροφυγάδες (σελ. 68), αναπήρους-μαϊμού (σελ. 522) και διεφθαρμένους δημόσιους υπάλληλους (σελ. 524). […] Σε όλη τη “διατριβή” του Κώστα Σημίτη δεν υπάρχει ούτε μία φορά η λέξη “μίζα”. Ούτε μία! Και όμως, από το 1996 ως το 2010 οι “μίζες” από εργολαβίες και πολεμικές δαπάνες έγιναν νεοκλασικά στην Αρεοπαγίτου και καταθέσεις στο εξωτερικό».
Οι συζητήσεις μας διακόπηκαν.
Ξαναβρεθήκαμε όταν άνοιξε η συζήτηση στην κοινωνία για ένα ευρύτερο προοδευτικό κίνημα. «Το ΠΑΣΟΚ ολοκλήρωσε τον κύκλο του», έλεγε τότε. Αρχίσαμε τους καφέδες –με μπισκοτάκια– στο σπίτι του. Πότε στο μικρό του γραφείο και πότε στη βεράντα.
«Να διαμορφωθεί μια ηγετική ομάδα απ’ ό,τι καλύτερο διαθέτει ο χώρος». Έθεσα υποψηφιότητα για πρόεδρος του νέου σχήματος, με μεγάλη πίεση και από τη μεριά του – και είναι η πρώτη φορά που το γράφω. Οι καφέδες, όμως, είχαν μαθευτεί και έπεσαν όλοι πάνω του να τον φάνε! Αποστασιοποιήθηκε εντελώς, γεγονός βέβαια που με πλήγωσε.
Οι τελευταίες μας επαφές ήταν την περίοδο του Μακεδονικού. Μου ζήτησε να τον ενημερώσω για τη λύση που συζητιόταν. Με άκουσε με μεγάλη προσοχή, ήταν θετικός και μου ζήτησε να τον κρατώ ενήμερο. Και εγώ του ζήτησα να στηρίξει το «Ποτάμι» στον γολγοθά εκείνων των ημερών.
«Με κάποια διαρροή», έστω.
«Να το δούμε, κ. Θεοδωράκη, την κατάλληλη στιγμή».
Πριν από την επίμαχη ψηφοφορία, που ουσιαστικά οδήγησε και στη διάλυση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του «Ποταμιού», τον «πέτυχα» τυχαία πριν μπει στο γραφείο του. Δύο πόρτες απείχαν τα γραφεία μας στη Βουλή.
«Θα πείτε κάτι σήμερα;»
Με κοίταξε σχεδόν με βλέμμα απορίας. Και μου είπε –όρθιοι και οι δύο στον διάδρομο– ότι ως πρώην πρωθυπουργός θέλει να είναι αποστασιοποιημένος από τα τρέχοντα της πολιτικής.
Δέκα μήνες μετά δήλωσε ότι ναι μεν το Σκοπιανό έπρεπε να λυθεί, αλλά η συγκεκριμένη συμφωνία δεν ήταν η καλύτερη δυνατή για τα ελληνικά συμφέροντα!
Αυτός δηλαδή που είχε φάει όλη τη λάσπη για το Ελσίνκι –αδίκως βέβαια– αδυνατούσε να δει ότι και οι Πρέσπες ήταν ένα κομμάτι του παζλ μιας πατριωτικής πολιτικής απαλλαγμένης από το φαρμάκι της λαϊκίστικης ακινησίας.
Αλλά πολλά είπα. Τη μέρα που έμαθα για τον ξαφνικό του θάνατο στους Αγίους Θεοδώρους, «γύρισα» ξανά σε εκείνον τον κοινό μας περίπατο στην παραλία.
«Και τον χειμώνα κολυμπάτε;»
«Κολυμπάω μέχρι τα Χριστούγεννα. Και πιάνω μετά ξανά από μέσα Απριλίου. Το σπίτι αυτό ήταν των γονιών μου. Στη θάλασσα έβλεπα χταπόδια, πετρόψαρα, γύλους, πέρκες… Πάντα ένιωθα ωραία εδώ».•



