Της Μαργαρίτας Πουρνάρα
Αν η εξόδιος ακολουθία αποτελεί την πρώτη πράξη του έργου που ονομάζεται υστεροφημία ενός δημοσίου προσώπου, τότε ο Κώστας Σημίτης θα ήταν ευχαριστημένος από εκεί ψηλά. Ο ύστατος αποχαιρετισμός ήταν ταιριαστός στην προσωπικότητά του. Είχε το μέτρο που χαρακτήριζε τον πολιτικό και τον ιδιωτικό βίο του. Στο «αντίο» δεν ήταν η λαοθάλασσα που συνόδευσε έως την τελευταία κατοικία άλλους Ελληνες πρωθυπουργούς όπως τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ή ακόμα και τον έκπτωτο βασιλιά Κωνσταντίνο. Δεν υπήρχαν τα δελεαστικά τηλεοπτικά πλάνα με θρηνούντες. Ούτε είχε γόους, δάκρυα, υπερβολές, προσωπολατρικές γραφικότητες και θεατρινισμούς παλιών ψηφοφόρων με φωτογραφίες του στα χέρια. Είχε, όμως, τη δέουσα θεσμική βαρύτητα, τον σεβασμό οικείων και πολιτικών αντιπάλων, το ειλικρινές συναίσθημα συμπαράστασης με το οποίο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αγκάλιασε τη Δάφνη Σημίτη, την έλευση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης, τους επικήδειους λόγους που αναφέρθηκαν στα σωστά ορόσημα της διαδρομής και στη μοναδικότητα του χαρακτήρα του. Με μια ματιά στη κατάμεστη Μητρόπολη Αθηνών αντιλαμβανόταν κανείς ότι δεν τον αποχαιρέτιζε απλώς μια ευρεία αντιπροσωπεία της πολιτειακής, πολιτικής, κοινωνικής και επιχειρηματικής ηγεσίας της χώρας. Τον αποχαιρέτιζε μια ολόκληρη εποχή με κάποιες ωστόσο ηχηρότατες απουσίες. Η Ελλάδα πριν από την κρίση.
Η παλαιά φρουρά
Διέκρινε κανείς τα στελέχη που ανέδειξε ή με τα οποία συνοδοιπόρησε και συνεχίζουν την καριέρα τους έως σήμερα, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και ο Γιώργος Φλωρίδης στις πρώτες σειρές. Ακροβολισμένα πιο πίσω, στελέχη που απέχουν πια από αξιώματα, όπως ο Δημήτρης Ρέππας, που έδειχνε συντετριμμένος. Η παλαιά φρουρά του κόμματος, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης, ο Τηλέμαχος Χυτήρης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Κώστας Λαλιώτης, ο Νίκος Σηφουνάκης. Υπουργοί και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, του ΚΚΕ, της Νέας Αριστεράς. Μέλη του ΠΑΚ. Αλλά και δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, άνθρωποι των γραμμάτων. Ξεχώριζαν οι φιγούρες των εγκάρδιων φίλων του, όπως ο Τάσος Γιαννίτσης (καθόλου τυχαία, ο μόνος προνοητικός που φορούσε μάσκα), ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και ο Γιάννης Βούλγαρης. Η πάντοτε αξιοπρεπής σύζυγος και οι θυγατέρες του, που έδιναν τον τόνο στο πώς οφείλει να είναι μια τέτοια τελετή: σεμνή, λιτή, ανυπόκριτη.
Απουσίαζαν δάκρυα, υπερβολές, προσωπολατρικές γραφικότητες και θεατρινισμοί παλιών ψηφοφόρων με φωτογραφίες του στα χέρια.
Εξω από τη Μητρόπολη κυριαρχούσε ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό, όχι οι σφυρίχτρες της Τροχαίας και η φασαρία που ακούγονται σε κηδείες πολιτικών ή διασήμων. «Ηρθαμε διότι τον εκτιμούσαμε για ό,τι έδωσε στην πατρίδα, όχι γιατί μας κινητοποίησε κάποια κομματική βάση. Και το αυθεντικό πένθος που νιώθουμε θα ήταν πολύ πιο σημαντικό για εκείνον από το να έρθουν άνθρωποι που θα θεωρούσαν το ύστατο χαίρε θέαμα. Ποτέ του δεν ήθελε να είναι είδωλο της πολιτικής», μου είπε ένας πενηντάρης, ο κ. Απόστολος Ρήγας, που στεκόταν έξω από τη Μητρόπολη. Ο ίδιος αισθάνθηκε ότι όφειλε –με τη συμβολική έννοια– στον εκλιπόντα: «Ετυχε και πήρα αξιοκρατικά μια κρατική υποτροφία που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση επί της πρωθυπουργίας του. Οι σπουδές μου στο εξωτερικό με βοήθησαν να βρω μια καλή δουλειά, την οποία έχω ακόμα, στον τομέα της διοργάνωσης Ολυμπιακών Αγώνων. Συνεπώς με έναν περίεργο τρόπο νιώθω ότι του χρωστώ». Λίγα μέτρα πιο κει, μαζί με τους απλούς πολίτες ήταν ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ομότιμος διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών: «Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από τον Κώστα Σημίτη είναι ότι υπήρξε, πέρα από πολιτικός, και ένας άνθρωπος ταπεινός, απλός, καθημερινός θα τολμούσα να πω. Και πως η Ελλάδα, παρά τη ροπή που έχει συνήθως, κατάφερε και εξέλεξε δύο φορές στην πρωθυπουργία έναν ηγέτη που δεν είχε αυτή τη σχέση με τον λαό που είχαν οι προκάτοχοί του· να η κληρονομιά του», είπε στην «Κ».
Οι πολίτες
Η περιποιημένη 80χρονη κ. Σάντρα, από την άλλη, εξέφρασε τον θυμό της: «Αν είχε πεθάνει κανένας ηθοποιός ή τραγουδιστής θα είχε τριπλάσιο κόσμο. Αλλά όπως είπε και ο ίδιος: “Αυτή είναι η Ελλάδα”. Και παρότι ήξερε τι είναι η Ελλάδα, προσπάθησε να τη βελτιώσει και όχι απλώς να την εκμεταλλευθεί για προσωπικό του όφελος. Να μην το ξεχνάμε αυτό». Η κ. Μαρία ήρθε από την Ηλεία, συνταξιοδοτημένη υπάλληλος του ΙΚΑ, διορισμένη, όπως είπε, «στις παλιές, καλές εποχές». Στην ερώτησή μου αν σήμερα θα ψήφιζε Σημίτη ή Ανδρέα, απέφυγε να απαντήσει: «Αλλο ΠΑΣΟΚ το ένα, άλλο ΠΑΣΟΚ το άλλο, καλά και τα δυο για την εποχή τους».
Αθελά της η τελευταία αναφέρθηκε στον δυϊσμό που καθόρισε το κόμμα. Και όταν το φέρετρο του Κώστα Σημίτη τοποθετήθηκε δίπλα στον τάφο του Ανδρέα Παπανδρέου και από πρώην πρωθυπουργός έγινε ο «κεκοιμημένος δούλος του Θεού Κωνσταντίνος», ένας συγκινημένος κύριος που στεκόταν δίπλα μου σχολίασε: «Ενδιαφέρουσες συζητήσεις θα έχουν από εδώ και πέρα αυτοί οι δυο…».

O εκσυγχρονισμός, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός και το «μπλοκάκι»
Της Δώρας Αντωνίου
Με αναφορές στην πολιτική παρακαταθήκη, αλλά και σε ένα διαφορετικό υπόδειγμα που υιοθέτησε στον ιδιωτικό βίο του, η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία αποχαιρέτισε χθες τον Κώστα Σημίτη. «Ο Κώστας Σημίτης υπερασπίστηκε, με συνέπεια και πεποίθηση, πάθος και λογική, λέξεις και πράξεις, σε όλη του τη ζωή, τη δημοκρατία και τις αρχές της», τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Μιλώντας για τη θητεία του στην πρωθυπουργία της χώρας υπογράμμισε ότι «εισήγαγε στην πολιτική μας συνείδηση και κουλτούρα μια νέα μέθοδο και αντίληψη της διακυβέρνησης», καθώς και ότι «ο εκσυγχρονισμός του δεν υπήρξε μόνον ένα πολιτικό και επίκαιρο πρόγραμμα, αλλά και διαρκής θεσμική και κοινωνική άσκηση, μια συνεχής και ανοικτή μέχρι σήμερα μεταρρυθμιστική πρόκληση». «Η ένταξη στην Ευρωζώνη και η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπερβαίνουν τη συγκυρία και λάμπουν ως εθνικά επιτεύγματα στον μακρύ ιστορικό μας χρόνο», τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Οι τρεις παρακαταθήκες
Σε τρεις παρακαταθήκες του Κώστα Σημίτη αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. «Η πρώτη είναι η πίστη του, η αταλάντευτη πίστη του στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και η διαρκής προσπάθειά του η Ελλάδα να συγκλίνει με τα πιο ανεπτυγμένα, τα πιο δυναμικά κράτη της ηπείρου μας. Η δεύτερη ήταν ο τρόπος διακυβέρνησής του, με πρωταγωνιστή το περίφημο “μπλοκάκι”, τις σημειώσεις δηλαδή όπου καταγράφονταν μεθοδικά οι προτεραιότητες που από διακηρύξεις έπρεπε να γίνουν πράξεις. Μια απόδειξη της σημασίας που πρέπει κάθε ηγέτης να δίνει στον σχεδιασμό, στην επίπονη δουλειά και στον έλεγχο, με στόχο πάντα το μετρήσιμο αποτέλεσμα. Οπως και ένα χαρακτηριστικό που ίσως δεν ήταν ανεξάρτητο από την τρίτη ιδιότητα του Κώστα Σημίτη, αυτήν του πολιτικού που δίπλα στα καθημερινά πολιτικά του καθήκοντα έβρισκε πάντα χρόνο να διαβάζει, να ακούει μουσική, να παρακολουθεί θέατρο ή να συναντά γόνιμους συνομιλητές. Αλλά και εκείνου που, ως ανθρώπινος χαρακτήρας, αγάπησε αληθινά, τον ρόλο του απλού συζύγου και του πατέρα». Ο πρωθυπουργός, μιλώντας για τις επιτυχίες του Κώστα Σημίτη, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη δημοκρατική συνέπειά του, στις σοβαρές υποδομές που απέκτησε η χώρα κατά τη θητεία του, στην ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ και στην είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε.
«Το πολιτικό αντίδοτο»
«Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο καταλληλότερος ηγέτης σε μια εποχή ραγδαίων μεταβολών και τεράστιων προκλήσεων», τόνισε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης. «Τα επιτεύγματα της κυβέρνησής του είναι εθνικά, είναι σταθμοί στην ιστορία του τόπου», πρόσθεσε, χαρακτηρίζοντας τον πρώην πρωθυπουργό «συνδιαμορφωτή της Ιστορίας, όχι επικοινωνιακό παρακολούθημά της». Οπως είπε, το 2004 άφησε την Ελλάδα πιο αισιόδοξη και ισχυρή από ποτέ, ενώ πρόσθεσε ότι «η σημαντικότερη παρακαταθήκη που αφήνει είναι το όραμα για διαρκή κοινωνική σύγκλιση με τις πιο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Πίστευε βαθιά ότι η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη στην υστέρηση». Ο κ. Ανδρουλάκης μίλησε για τις προτεραιότητες του Κώστα Σημίτη για ισχυρό κοινωνικό κράτος, στήριξη του κόσμου της εργασίας και συνετή δημοσιονομική πολιτική, αλλά και για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Και υπογράμμισε ότι ήταν «το πολιτικό αντίδοτο στην αλαζονεία της εξουσίας».
Το ιστορικό αίτημα
Ο Τάσος Γιαννίτσης σημείωσε ότι «η παρουσία όλου του πολιτικού φάσματος αποδεικνύει το μέγεθος της τιμής για τον Κώστα Σημίτη. Μας έκανε υπερήφανους, μας έδωσε υπόσταση. Αφιέρωσε τη ζωή του για να πάει η Ελλάδα πολύ ψηλότερα. Και την πήγε». Ο Γιάννης Βούλγαρης επισήμανε ότι «η κοινωνία τον επέβαλε στο ΠΑΣΟΚ, το σύνθημα “εκσυγχρονισμός και εξευρωπαϊσμός” δεν ήταν μια τεχνοκρατική υπόσχεση, ήταν το ιστορικό αίτημα μιας χώρας που κινδύνευε να μείνει πίσω, να χάσει την επαφή με τη βασική δυναμική της εποχής της». Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς υπογράμμισε ότι ο Κώστας Σημίτης ήταν «έμμονα προσανατολισμένος στην ανάγκη βελτίωσης της χώρας μας, εξέφραζε τη βαθιά πεποίθηση ότι η δημοκρατική Ελλάδα πρέπει να λειτουργεί μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όχι για λόγους που αναφέρονται στο παρελθόν, στην αρχαία Ελλάδα, αλλά για λόγους που αναφέρονται στο παρόν και κυρίως στο μέλλον».

