Οι εκλογές στις ΗΠΑ έδειξαν ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι (cultural wars) δεν είναι λιγότερο πολιτικοί, ούτε τα πολιτισμικά ζητήματα βαραίνουν λιγότερο από τα πολιτικά. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, κωδικοποιημένα στους όρους «πολιτική ορθότητα» και «κουλτούρα ακύρωσης», τα ζητήματα αυτά έρχονται και επανέρχονται στη δημόσια συζήτηση. Υπάρχει «πολιτική ορθότητα» και «κουλτούρα ακύρωσης» στην Ελλάδα; Βεβαίως, και δεν θα γινόταν διαφορετικά, γιατί δεν είναι μόνο οι πολιτισμικές μεταβολές που καθορίζουν τις πολιτικές, αλλά και αντίστροφα.
Ο πολιτισμικός πόλεμος που έγινε αισθητότερος στην Ελλάδα, έως το κάθε χωριό που έβλεπε τηλεόραση, ήταν η διαμάχη για το εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, το 2006/07. Εκεί αναμετρήθηκαν παραδοσιακές με νεωτερικές αντιλήψεις για την εθνική ιστορία, εκδηλώθηκαν οι φόβοι ότι η παγκοσμιοποίηση θα διαλύσει την εθνική ταυτότητα, αλλά δοκιμάστηκαν και τα νέα μέσα στα οποία διεξάγονταν οι πολιτισμικοί πόλεμοι, δηλαδή το Διαδίκτυο. Δεν είχαν ακόμη τότε επινοηθεί οι όροι «πολιτική ορθότητα» και «κουλτούρα ακύρωσης», αλλά οι πολέμιοι του βιβλίου αισθάνονταν ως θύματα και των δύο. Η διαμάχη όμως για το βιβλίο Ιστορίας δεν ήταν ολόκληρος ο πόλεμος. Το 2000 η διαμάχη για τις ταυτότητες είχε συνταράξει τη χώρα. Το ζήτημα αν το θρήσκευμα θα έπρεπε να αναγράφεται ή όχι στα δελτία ταυτοτήτων έγινε ζήτημα εθνικής ταυτότητας και ιστορικής αντίληψης του έθνους. Είναι η Ορθοδοξία συνυφασμένη με το έθνος ή μήπως το έθνος είναι μια εκκοσμικευμένη κοινότητα; Το γεγονός ότι η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες αποτελούσε ευρωπαϊκή οδηγία αναζωπύρωσε φοβικά αντιευρωπαϊκά ανακλαστικά και συνωμοσιολογικές αντιλήψεις ότι οι Δυτικοί, ανέκαθεν, επιβουλεύονται τη θρησκεία και τον εθνισμό μας. Αλλά και η διαμάχη για τις ταυτότητες ήταν στοιχισμένη με τη διαμάχη για το όνομα της Μακεδονίας από το 1992, μια διαμάχη που μόνο φαινομενικά αφορούσε μία μόνο λέξη, δηλαδή το όνομα της Μακεδονίας. Συνάρθρωσε χρόνιες ανασφάλειες, αιτήματα αναγνώρισης των περιφερειακών πληθυσμών και των προσφύγων, δυσαρέσκειες για μια χρόνια οικονομική και κοινωνική καθίζηση, αλλά και μια ιδεολογική άμπωτη σε σχέση με την πλημμυρίδα της Μεταπολίτευσης, αλλά και δημαγωγία περί τα εθνικά.
Θα περίμενε κανείς ότι το μείζον γεγονός της μεταπολεμικής μας ιστορίας, δηλαδή η δεκαετία 1940-1950, θα αποτελούσε το επίκεντρο των πολιτισμικών πολέμων και κουλτούρας ακύρωσης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αν και η γενική εικόνα που έχει επικρατήσει είναι ότι η εκδοχή των νικητών στον Εμφύλιο αντικαταστάθηκε από την εκδοχή των ηττημένων, τα πράγματα εξελίχθηκαν αρκετά πιο σύνθετα. Στην πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, εκείνο που αναδεικνύεται συναινετικά είναι η Αντίσταση, χωρίς ιδιαίτερες ρητές αναφορές, ενώ ο Εμφύλιος απωθείται στη σιωπή και στη σκιά. Είναι μια περίοδος στην οποία, παρά τις επιμέρους και μεμονωμένες αντιστάσεις, εκφράζεται ένα πνεύμα συμφιλίωσης, όπως στο Μνημείο Συμφιλίωσης στην πλατεία Κλαυθμώνος. Η δεύτερη περίοδος, από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, οι αναφορές στην ΕΑΜική αντίσταση πυκνώνουν, και η ίδια γίνεται μετωνυμία της Αντίστασης. Το συμφιλιωτικό πνεύμα, πάντως, επικρατεί και κορυφώνεται με την καύση των φακέλων το 1989, από μια κοινή κυβέρνηση των νικητών και των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου.
Οι μεγάλες διαμάχες που σημάδεψαν τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα.
Η επαναφορά του Εμφυλίου στη δημόσια μνήμη αρχίζει να γίνεται αισθητή στη δεκαετία του 1990, όταν χαρακτηρίζεται από το ΚΚΕ ως το «ανώτατο στάδιο της ταξικής πάλης στην Ελλάδα», πράγμα που έχει να κάνει με την αναδίπλωση – αυτοκριτική – διάσπαση αυτού του κόμματος μετά τους πειραματισμούς να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας στα 1989-1991. Την ίδια εποχή, σηκώνουν τη σημαία των εγκαταλελειμμένων από τη Ν.Δ. εορτών των νικητών του Εμφυλίου οι ακροδεξιές οργανώσεις ως ταυτοτικό στοιχείο. Η μνησικακία φαίνεται να συναγωνίζεται με τη συμφιλίωση, αλλά συνυπάρχοντας, χωρίς να ακυρώνει η μια την άλλη.
Ενας πόλεμος για την ιστορία της δεκαετίας του 1940-50 έγινε και ανάμεσα στους ιστορικούς. Εφερε στο τραπέζι ζητήματα όπως η βία της Αριστεράς, η έναρξη των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων ήδη από την Κατοχή και η έκταση του δωσιλογικού φαινομένου στην Ελλάδα και οι ποικίλες αιτίες που το εξέθρεψαν. Αν και μεγάλο μέρος της διαμάχης έγινε στις εφημερίδες, αν και οξύτητα –αναπόφευκτα– υπήρξε, αν και χαρακτηρισμοί εκτοξεύτηκαν αμοιβαία, εντούτοις είναι υπερβολικό, αν δεν είναι ανακριβές, ότι λειτούργησε ως κουλτούρα ακύρωσης. Ηταν στις ίδιες εφημερίδες, στα ίδια συνέδρια, και κυρίως στο Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων που διεξήχθη η διαμάχη.
Η Ελλάδα έχει μια μακρά παράδοση πολιτισμικών πολέμων, με μακροβιότερη τη διαμάχη δημοτικιστών – καθαρευουσιάνων. Διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, αλλά και για την ταυτότητα και την εκπαίδευση, με δυο λόγια για το μυαλό και την καρδιά του έθνους. Οι πολιτισμικοί πόλεμοι άλλωστε προηγήθηκαν ακόμη και των πολέμων της Ανεξαρτησίας, με μεγάλο φανατισμό και με χαώδεις διαφορές, ανάλογες του διακυβεύματος. Και στα πρώτα χρόνια της συγκρότησής του το ελληνικό κράτος ήταν ένα πεδίο ακύρωσης της κουλτούρας της οθωμανικής περιόδου (απαλλαγής του από τα «ράκη της δουλείας», όπως έλεγαν τότε) και υιοθέτησης του νεοκλασικού ιδεώδους και της δυτικοευρωπαϊκής αισθητικής. Επομένως δεν είναι ξένα τα ζητήματα αυτά στα καθ’ ημάς. Γι’ αυτό πρέπει να μπαίνουν σε ένα πλαίσιο πολυφωνίας, διαλόγου και αντιλόγου. Οχι μονοφωνίας.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών.

