Τα ξημερώματα της 24ης Δεκεμβρίου 1975 ένας εικοσάρης αγρότης που είχε ξεκινήσει σπουδές Νομικής στο Αριστοτέλειο ανέβηκε σε ένα θηριώδες όχημα τύπου Unimog και το φόρτωσε με ζαχαρότευτλα από τα χωράφια έξω από τα Γιαννιτσά, για να τα μεταφέρει στο εργοστάσιο ζάχαρης στο Πλατύ. Η «λούνη», η πηχτή, γλιστερή, ελαφρά γκρίζα ουσία που στάζει από τα φορτία των ζαχαρότευτλων είχε παγώσει σχηματίζοντας μια επικίνδυνη κρούστα στον δρόμο. Aνοιξε το ραδιόφωνο για να μην αποκοιμηθεί στο τιμόνι και τότε άκουσε ότι άγνωστοι δολοφόνησαν τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Ρίτσαρντ Γουέλς. Σάστισε, έχασε για λίγο τον έλεγχο και το αυτοκίνητο άρχισε τα ζιγκ ζαγκ.
Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, το φθινόπωρο του 1999, πήγε στο αρχηγείο της CIA στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια των ΗΠΑ ως υπουργός της ελληνικής κυβέρνησης. Μπαίνοντας στο κεντρικό κτίριο σταμάτησε μπροστά στη μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα όλων των στελεχών της υπηρεσίας που δολοφονήθηκαν σε διάφορες χώρες. Το βλέμμα του σταμάτησε πάνω στο όνομα του Γουέλς, του πρώτου θύματος της «17 Νοέμβρη».
«Δεν υπάρχει κάρμα»
Aραγε, αν είχε ντεραπάρει το φορτηγό, αν είχε σκοτωθεί το αγροτόπαιδο, η «17 Νοέμβρη» πόσο καιρό ακόμη θα παρέμενε ασύλληπτη; Ποιους άλλους θα είχε δολοφονήσει; «Μάλλον έχασες τον έλεγχο του οχήματος μόλις άκουσες για τη δολοφονία του Γουέλς επειδή εκδηλώθηκε σαν σπίθα μια χωροχρονική ανωμαλία. Συνδέθηκε η αρχή με το τέλος και ξύπνησε ασυνείδητα στο μυαλό σου το ήδη τετελεσμένο μέλλον…», του λέει ένας φευγάτος συνομιλητής του. Ο υπουργός δεν μασάει από κάτι τέτοια. «Δεν υπάρχει ήδη τετελεσμένο μέλλον, δεν υπάρχει κάρμα, αγαπητέ μου. Το πεπρωμένο είναι ένα χαλί που με κόπο ξετυλίγεις μόνος σου».
Κι όμως, υπήρξε και άλλο σημάδι που εκδηλώθηκε το φθινόπωρο του 1989, όταν ήταν πρωτάκι στη Βουλή. Τον πρώτο καιρό πήγαινε στο Κοινοβούλιο χωρίς γραβάτα και με μακρύ, κατσαρό μαλλί. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ την ημέρα της ορκωμοσίας των βουλευτών τον κοίταξε στραβά και είπε στον διπλανό του, Γεώργιο Ράλλη: «Κοίτα χάλια». Μια μέρα στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1989 περπατούσε σε έναν διάδρομο της Βουλής και πέρασε δίπλα του ο Παύλος Μπακογιάννης, τον οποίο δεν γνώριζε προσωπικά. «Γεια σου, Μιχάλη», του είπε απροσδόκητα. «Γεια σου, Παύλο», ανταπέδωσε αμήχανα και προχώρησε. «Πού με ξέρει;», αναρωτήθηκε. Υστερα από δύο εβδομάδες ο Μπακογιάννης δολοφονήθηκε.
Μήπως αυτό το «γεια σου, Μιχάλη» ήταν άλλο ένα σημάδι από το μέλλον; Μήπως οι άνθρωποι είμαστε εν αγνοία μας όργανα ενός αινιγματικού, ειρωνικού και ξεροκέφαλου πεπρωμένου; Μήπως είμαστε ήδη κεντημένοι πάνω στο χαλί που νομίζουμε ότι ξετυλίγουμε; Το σίγουρο είναι ότι αυτό το «γεια σου, Μιχάλη» αντηχεί στα αυτιά του μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό άλλωστε το αναφέρει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τίτλο «Στον ίδιο δρόμο» (εκδόσεις Πατάκη), με εξώφυλλο σε αποχρώσεις του κόκκινου και του μαύρου, σαν μια συμβολική «αντιπροκήρυξη».
Λίγη κριτική δεν βλάπτει. Ισως μόνο στην Ελλάδα το βιβλίο ενός υπουργού Προστασίας του Πολίτη θα μπορούσε να κυκλοφορεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων δίπλα δίπλα με το τελευταίο βιβλίο του επίδοξου δολοφόνου του! Ο Βασίλης Παλαιοκώστας κατηγορείται για την απόπειρα δολοφονίας του Χρυσοχοΐδη που έγινε το 2010 με την έκρηξη βόμβας που εστάλη μέσω ΕΛΤΑ στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο υπασπιστής του, Γιώργος Βασιλάκης. Ιδού και το πιο πρόσφατο βιβλίο του Νο 1 καταζητούμενου που έχει τίτλο: «Ενα φυσιολογικό παιδί» (Εκδόσεις των Συναδέλφων).
Πόσο φυσιολογικό είναι να έχουμε αυτά τα δύο βιβλία δίπλα δίπλα; Ο Χρυσοχοΐδης θεωρείται από πολλούς ο πιο επιτυχημένος υπουργός διαχρονικά στο πεδίο της ασφάλειας, αλλά πόσο σπουδαία μπορεί να θεωρείται μια Αστυνομία όταν ένας κακοποιός που ανατίναξε το γραφείο του υπουργού της όχι μόνο παραμένει άφαντος, αλλά γράφει και εκδίδει με μεγάλη άνεση αυτοβιογραφικά βιβλία κοντά 15 χρόνια μετά το ανδραγάθημα;
«Η έρευνα συνεχίζεται»
Ο υπουργός αποφεύγει την παγίδα. Δεν σχολιάζει καν το βιβλίο του Παλαιοκώστα. «Η έρευνα συνεχίζεται», λέει ξερά. Υπενθυμίζει με νόημα ότι ο ίδιος επέστρεψε στην Κατεχάκη το 2019, έφυγε το 2021 και ήλθε ξανά μόλις πριν από ένα χρόνο. Στο δικό του βιβλίο εξιστορεί την τραγωδία του 2010, αναλύει τη σχέση του Παλαιοκώστα με τρομοκράτες που έφτιαξαν τη βόμβα, φωτογραφίζει άτομα από το περιβόητο «υποστηρικτικό κύκλωμα» της τρομοκρατίας (μεταξύ μας, Μεταξά) και στο τέλος αναφέρει το εξής: «Εύχομαι ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος της Ελληνικής Αστυνομίας να μην επιχειρήσει άλλο χτύπημα και σύντομα να συλληφθεί και να προσαχθεί σε δίκη».
Αλλά τι σημαίνει «εύχομαι» από έναν άνθρωπο που όπως λέει δεν πιστεύει στα ξόρκια, αλλά μόνο στη δουλειά; Προφανώς, δουλεύει αθόρυβα. Σίγουρα κάποια απόρρητη ομάδα θα έχει συσταθεί. Δεν του βγάζεις μιλιά. Μια άλλη «ευχή» του είναι να συλληφθούν οι δράστες της επίθεσης στη Marfin. Σε αυτά τα δύο εγκλήματα δίχως τιμωρία δίνει έμφαση εδώ και κάμποσα χρόνια. Το «χαλί του πεπρωμένου» θα δείξει αν θα αποτελέσουν το επιστέγασμα των αλλεπάλληλων επιστροφών του στον «λάκκο με τα φίδια» (όπως αποκάλεσε το υπουργείο όταν του τηλεφώνησε για να του το αναθέσει ο Κώστας Σημίτης το 1999).
Τη δεκαετία του ’70 με τους φίλους του ήθελαν να περάσουν στα Σκόπια, για να πουλήσουν φρούτα. «Λαδώναμε εκεί έναν αστυνομικό, δίναμε χαρτζιλίκι που το μοιράζανε μεταξύ τους στο φυλάκιο».
Τα παράθυρα του «λάκκου με τα φίδια» με την πανοραμική θέα στην πανίδα και στη χλωρίδα της Αθήνας θα πρέπει λίγο να ταρακουνήθηκαν από την πρόσφατη έκρηξη βόμβας που σμπαράλιασε μια ολόκληρη πολυκατοικία στους κοντινούς Αμπελοκήπους. Αν οι λεγάμενοι είχαν προλάβει να μεταφέρουν το πακετάκι στον προορισμό του, θα μιλούσαμε σήμερα για φιάσκο της Αστυνομίας στην καλύτερη περίπτωση, διότι στη χειρότερη θα είχαμε νεκρούς. Αιφνιδιάστηκε; Ανησυχεί; Μήπως απογοητεύτηκε που τα κεφάλια της τρομοκρατίας κόβονται και ξαναφυτρώνουν σαν αυτά της Λερναίας Υδρας;
Οχι. Ούτε αιφνιδιάστηκε ούτε απογοητεύτηκε. Η τρομοκρατία είναι μορφή εγκλήματος και η εγκληματικότητα, όπως το αγριόχορτο στον αγρό, πάντοτε ξαναφυτρώνει και γι’ αυτό χρειάζεται όργωμα τακτικό. Αλλά ναι, ανησυχεί. «Ανησυχώ πάντα, ανησυχώ και όταν δεν γίνεται κάτι». Παράλληλα μας παροτρύνει να σκεφθούμε ότι πριν από 30-40 χρόνια έσκαγε μια βόμβα κάθε τρεις και λίγο. Τώρα μάλλον σπανίζει το φαινόμενο. Αρα έχει γίνει δουλειά.
Ποιες άλλες δουλειές μένουν να γίνουν στους αγρούς και στους βάλτους του νόμου και της τάξης; Πολλές και διάφορες. Εμείς οι πολίτες από τη μια προσβλέπουμε στη ρώμη των αστυνομικών όταν πατάμε τα κάθε λογής «κουμπιά πανικού» (panic buttons) και από την άλλη γινόμαστε έξαλλοι όταν μαθαίνουμε π.χ. ότι ένας αστυνομικός της Βουλής αποδείχθηκε άνθρωπος σε τόσο μεγάλη ηθική κατάπτωση. «Δεν το χωράει ο νους μου», λέει για την υπόθεση αυτή με τον αστυνομικό-τέρας, αλλά επιμένει ότι το περιστατικό δεν πρέπει να παίρνει σβάρνα τη γνώμη μας για τους χιλιάδες ακέραιους και άξιους ενστόλους.
Το βιβλίο του έχει πολλά ξέφωτα αφοπλιστικής ειλικρίνειας. Για παράδειγμα είναι ο μόνος πολιτικός που παραδέχεται ότι έχει λαδώσει αστυνομικούς! Το έκανε στη γλυκιά δεκαετία του ’70 όταν ήθελε με τους φίλους του να περάσουν με ένα φορτηγό στα Σκόπια, στο Μοναστήρι, για να πουλήσουν φρούτα και λαχανικά. «Λαδώναμε εκεί έναν αστυνομικό, δίναμε χαρτζιλίκι, που το μοιράζανε μεταξύ τους στο φυλάκιο».
Μια χαρά! Μήπως όμως δεν έχουν αλλάξει και πολύ οι εποχές; Ευκαιρία να ρωτήσουμε τον αρμόδιο υπουργό: Πώς θα τα βγάλει πέρα ένας αστυνομικός χωρίς μια δεύτερη δουλίτσα το βραδάκι ή χωρίς ένα καλό «χαρτζιλίκι» το μεσημεράκι; Ακολουθεί θεσμική απάντηση: «Οι μισθοί των ενστόλων στην Ελλάδα είναι λίγο καλύτεροι από τους μέσους μισθούς στον δημόσιο τομέα, αλλά όντως υπάρχει ένα ζήτημα, ιδίως λόγω του μεγαλύτερου κόστους ζωής στην Αθήνα σε σχέση με την επαρχία. Μία από τις πρωτοβουλίες μας είναι ότι πρόκειται σύντομα να αναγνωριστεί το επικίνδυνο του επαγγέλματος και αναμένονται ανακοινώσεις από τον πρωθυπουργό». Προβλέπουμε χριστουγεννιάτικο δωράκι.
Βουλευτής ή αρχιζητιάνος;
Ενα άλλο ξέφωτο ειλικρίνειας είναι η περιγραφή του για το άγος του ρουσφετιού που αγόγγυστα οφείλει να επωμίζεται κάθε βουλευτής. Εκεί στα βάθη της δεκαετίας του ’90, προτού τον κάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου υφυπουργό Εμπορίου, ομολογεί ότι η βαλίτσα στο εβδομαδιαίο πηγαινέλα Αθήνα – Ημαθία ήταν ασήκωτη, όχι από τα λιγοστά ρούχα που κουβαλούσε, αλλά από τα ρουσφέτια. «Ως βουλευτής ένιωθα ότι είχα γίνει ένας αρχιζητιάνος. Αυτό με διέλυε ψυχικά. Αυτή η ιστορία με το ατελείωτο ρουσφετολόι με είχε ξεκάνει».
Αλλοι αναγνώστες του βιβλίου μπορεί να ξαναθυμηθούν τον κινηματογραφικό εντοπισμό και τη σύλληψη του «Ψηλού», του «Λάμπρου», του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου στους Λειψούς εκείνο το αξέχαστο καλοκαίρι του 2002. Κι άλλοι μπορεί να γελάσουν με την καρδιά τους επειδή οι αστυνομικοί της Ασφάλειας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας νόμιζαν ότι κάποιος τους έκανε πλάκα όταν κατέβηκε από ένα ταξί και τους είπε: «Είμαι ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ήρθα για να με συλλάβετε».
Υπάρχει και μια στάλα παράπονο. Ο πατέρας του είχε το παρατσούκλι «Τσαγανός» και ο πρωτότοκος γιος του Τσαγανού είχε το παράπονο του εφήβου που ήταν χωμένος στα χωράφια του πατέρα όλο το καλοκαίρι. Μελαγχολία τον έπιανε όταν το φθινόπωρο ερχόταν και το σχολείο άρχιζε. «Ακουγα μάλιστα το τραγούδι του Χατζιδάκι που έλεγε: “Απόψε φθινοπώριασε / και τ’ όνειρο ξεθώριασε / καρδιά μου κάνε υπομονή / κι ο ήλιος θα ξαναφανεί”, και έπειτα το τραγουδούσα κι έκλαιγα, μην τυχόν και δούνε οι άλλοι τον γιο του Τσαγανού λυγισμένο». Ο γιος του Τσαγανού δεν είχε μάθει καλά μόνο το όργωμα, το φρεζάρισμα και τη σπορά, αλλά και το ακορντεόν. Και μάλιστα τόσο καλά ώστε έβγαλε κάμποσα μεροκάματα στο στούντιο παίζοντας στην ορχήστρα του Χρήστου Νικολόπουλου.
Το ζουμί όμως του βιβλίου είναι το πώς και το γιατί, η μεθοδολογία της δουλειάς. Υποστηρίζει ότι το κλειδί για την τρομοκρατία δεν είναι η θεωρητική ανάλυση των προκηρύξεων, αλλά η ψυχρή και συστηματική συγκέντρωση των στοιχείων. «Η τύχη ευνοεί τον προετοιμασμένο νου», είπε ο Λουί Παστέρ.
Μόνο η προετοιμασμένη Αστυνομία, εκείνη που έχει μελετήσει με επιμέλεια τις «επιχειρήσεις» μπορεί να τσιμπήσει τον ύποπτο μόλις ξεμυτίσει από τη γιάφκα για να σκαρώσει την επόμενη «επιχείρηση».
«Η τρομοκρατία είναι η πρώτη σου προτεραιότητα», του είπε ο Σημίτης το 1999. Σήμερα ποια είναι η πρώτη του προτεραιότητα; «Η επαγρύπνηση. Να μην αφήσουμε τίποτα χωρίς μέριμνα, χωρίς προσοχή και χωρίς φροντίδα». Αυτή η επαγρύπνηση είναι παλιά ιστορία. Μάλλον ξεκίνησε επάνω στο τιμόνι του φορτηγού εκείνο το ξημέρωμα της παραμονής Χριστουγέννων του 1975. Κι εκείνα τα επικίνδυνα ζιγκ ζαγκ μάλλον είναι ταυτόσημα και παράλληλα με τα πολιτικά ζιγκ ζαγκ που τον έφεραν στην Κατεχάκη ξανά και ξανά, συνολικά πέντε φορές. Εως τώρα…

