«Εάν ο αρχηγός του κράτους δεν διαθέτει στοιχειώδεις εξουσίες, πώς είναι δυνατόν να παίξει τον ρυθμιστικό του ρόλο; Εάν μια Βουλή έρχεται σε εμφανή αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα, ποιος θα είναι εκείνος που θα προστατεύσει τη χώρα από τη σήψη και ενδεχομένως την αναρχία;». Αυτά τα ερωτήματα έθεσε τον Ιανουάριο του 1975 ενώπιον της Βουλής ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, υπερασπιζόμενος τις αυξημένες αρμοδιότητες που έδινε το νέο Σύνταγμα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ). Σύμφωνα με αυτό, ο αρχηγός του κράτους αποκτούσε δικαίωμα διάλυσης της Βουλής αν διαπίστωνε «δυσαρμονία» με το λαϊκό αίσθημα, παύσης της κυβέρνησης και προκήρυξης δημοψηφίσματος «επί κρίσιμων εθνικών θεμάτων».
Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά κι ενώ μεσολάβησαν τέσσερις αναθεωρήσεις, ο θεσμός του ΠτΔ έχει καταστεί σχεδόν διαμεσολαβητικός, με ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης ακόμη και σε περιπτώσεις οξείας πολιτικής κρίσης. Σε μια χώρα με αμιγώς «πρωθυπουργοκεντρικό» σύστημα, χωρίς ισχυρά θεσμικά αντίβαρα, προκύπτουν –ενόψει και της επερχόμενης αναθεώρησης– μια σειρά από ερωτήματα: Μήπως θα έπρεπε να ενισχυθούν ξανά οι αρμοδιότητες του Προέδρου; Ποια είναι η λεπτή ισορροπία μεταξύ των δύο κορυφαίων πόλων της εξουσίας; Τελικά, τι Πρόεδρο Δημοκρατίας χρειαζόμαστε;
Το βάρος του παρελθόντος
Το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε μόνο από την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, καθώς η αντιπολίτευση αντιδρούσε δυναμικά στις νέες εξουσίες του Προέδρου. Λίγους μήνες μετά την κατάργηση της βασιλείας, οι αυξημένες αρμοδιότητες του επικεφαλής του κράτους θύμιζαν στο Κέντρο και την Αριστερά την προμεταπολιτευτική εποχή, όταν τα ανάκτορα ήταν σε θέση να ελέγχουν την πολιτική ζωή της χώρας.
«Η Ελλάδα μόλις έχει εξέλθει από τη δικτατορία, το πολιτικό σκηνικό είναι ακόμη ρευστό και ακούγονται φωνές εναντίον της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας», επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Βλαχόπουλος. Προσθέτει ότι ο Καραμανλής και ο σχεδιαστής εκείνου του Συντάγματος, Κωνσταντίνος Τσάτσος, «θεωρούσαν απαραίτητη την ύπαρξη ενός ισχυρού Προέδρου, που θα ήταν ο εγγυητής της δημοκρατικής και ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδος».

Ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος μάς θυμίζει την απάντηση των Τσάτσου και Καραμανλή στην κριτική έναντι των διευρυμένων αρμοδιοτήτων του Προέδρου και κυρίως όσον αφορά το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής και παύσης της κυβέρνησης: «Ελεγαν ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο λαός, επομένως δεν τίθεται ζήτημα λαϊκής κυριαρχίας». Κάτι, όμως, που όπως υποστηρίζει είναι μόνο εν μέρει ακριβές: «Διότι η επιλογή του timing (του πότε δηλαδή θα διεξαχθούν εκλογές) από τον Πρόεδρο μπορεί να είναι καταλυτική. Κοντολογίς, οι ως άνω αρμοδιότητες ξέφευγαν από τα ισχύοντα σε ένα “κανονικό” κοινοβουλευτικό καθεστώς».
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ιφιγένεια Καμτσίδου, εκτιμά ότι ο Μακεδόνας πολιτικός στόχευε στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και πως μόνο σε περίπτωση ανωμαλίας ο Πρόεδρος είχε πραγματικό πεδίο δράσης. «Η έλλειψη συμπαγούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τις λεγόμενες “υπερεξουσίες” του Προέδρου. Η δυνατότητα παρέμβασής του ήταν, πάντως, διορθωτική της κοινοβουλευτικής αδυναμίας. Μπορούσε μεν έμμεσα να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, όχι όμως να μετεξελιχθεί σε “εξουσιαστή” του πολιτεύματος. Δεν ήταν, εξάλλου, τυχαίο ότι ο Καραμανλής επέλεξε τη θέση του πρωθυπουργού για να κάνει πράξη τις προβλέψεις του νέου Συντάγματος».
Η στροφή του 1986
Πολλά από τα παραπάνω ανατράπηκαν με την αναθεώρηση του 1986, όταν το ΠΑΣΟΚ μαζί με το ΚΚΕ απογύμνωσαν τον θεσμό της Προεδρίας από τις εξουσίες του και συνέβαλαν στη διαμόρφωση του πολιτειακού συστήματος όπως περίπου το γνωρίζουμε στις μέρες μας. «Η αναθεώρηση αυτή σηματοδοτούσε ένα παραδοσιακό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινοβουλευτισμού από τον 19ο αιώνα: τον πλειοψηφικό του χαρακτήρα, κατά το Westminster model: εναλλαγή δύο κατ’ αρχήν αυτοδύναμων κομμάτων στην εξουσία. Κάτι όχι απαραιτήτως κακό, το οποίο ωστόσο μπορεί υπό ορισμένες περιστάσεις να αποβεί επικίνδυνο», υποστηρίζει ο κ. Αλιβιζάτος.
Πώς, λοιπόν, θα χαρακτήριζαν σήμερα τον θεσμό οι συνομιλητές μας; «Τόσο οι πολιτικές δυνάμεις όσο και η συνταγματική θεωρία οδηγήθηκαν στην αντίληψη ενός “διεκπεραιωτικού” Προέδρου της Δημοκρατίας. Οπου στην πράξη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαδραμάτισε κάποιο ουσιαστικό ρόλο, αυτό έγινε “behind the scenes” και λόγω του προσωπικού του κύρους», επισημαίνει ο Σπύρος Βλαχόπουλος. Υπενθυμίζει, όμως, ότι ακόμη και υπό τις παρούσες συνθήκες ο Πρόεδρος μπορεί, έστω θεωρητικά, να ασκήσει παρεμβατικά τον ρόλο του: «Περιμένω πάντως τη στιγμή που κάποιος Πρόεδρος θα αρνηθεί προσχηματική πρόωρη διάλυση της Βουλής ή θα αναπέμψει ψηφισμένο νομοσχέδιο στη Βουλή για λόγους αντισυνταγματικότητας».

Σύμφωνα με την Ιφιγένεια Καμτσίδου, αρκεί που ο Πρόεδρος κινείται ως «υπερκομματικός διαμεσολαβητής, που μεριμνά ώστε η διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας να απορρέει από τον δημοκρατικό ανταγωνισμό των πολιτικών δυνάμεων». Σε ουδεμία περίπτωση, λέει, δεν πρέπει να απασχολείται με λειτουργικά ζητήματα: «Ο αρχηγός του κράτους, όργανο μοναρχικής καταγωγής, μονοπρόσωπο και ανέλεγκτο, είναι επισφαλές να αναμειγνύεται στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Η αποστολή του στον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό πρέπει να συνδέεται με την τήρηση των συνταγματικών διαδικασιών. Τέτοιες αρμοδιότητες διαθέτει ο Ελληνας Πρόεδρος και σε ορισμένες περιστάσεις τις έχει ασκήσει, όπως όταν ο Κ. Στεφανόπουλος απέκρουσε το αίτημα της Εκκλησίας της Ελλάδος να διενεργηθεί δημοψήφισμα για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες».
Για τον Νίκο Αλιβιζάτο ο θεσμός πλέον είναι «συμβολικός, με ονομαστικές παρά ουσιαστικές αρμοδιότητες», αλλά δεν παύουν να υπάρχουν στιγμές που ο ΠτΔ θα μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικότερα τις εξελίξεις. Αναφέρεται στην αποκαλούμενη «τέταρτη φάση» των διερευνητικών εντολών, όταν δηλαδή δεν υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αφού οι τρεις πρώτες διερευνητικές εντολές απέβησαν άκαρπες. «Στην περίπτωση αυτή –πολύ πιθανή, σημειωτέον, στις προσεχείς εκλογές υπό τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα– το Σύνταγμα δεν θέτει προθεσμία. Επομένως, η επιτυχία των σχετικών διαβουλεύσεων υπό τον ΠτΔ για τον σχηματισμό κυβέρνησης εξαρτάται αποκλειστικά από τον Πρόεδρο: θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ή θα οδηγήσει μάνι μάνι τη χώρα σε υπηρεσιακή κυβέρνηση, υπό την προεδρία ανώτατου δικαστή;», αναρωτιέται ο έμπειρος συνταγματολόγος. «Το δίλημμα είναι σοβαρό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι το πολιτικό ζητούμενο στην Ελλάδα είναι, σε μεγάλο βαθμό, το σπάσιμο της αδικαιολόγητης πόλωσης και η επίτευξη συναινέσεων για τα βασικά», προσθέτει.
Φραγμός ναι, αλλά ποιος;
Θα έπρεπε να μπουν θεσμικά αναχώματα στην παντοδυναμία της κυβερνώσας πλειοψηφίας μέσω αυξημένων αρμοδιοτήτων του ΠτΔ; «Συνταγματικά, ειδικά στον πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό, θα πρέπει να υπάρχουν φραγμοί που θα αποτρέπουν το κυβερνών κόμμα να εκμεταλλευτεί τη θέση του για να διαιωνίσει την παραμονή του στην εξουσία. Δεν είναι προφανές σε όλες τις χώρες ότι ο ιδανικότερος φραγμός είναι ο Πρόεδρος», εκτιμά ο κ. Αλιβιζάτος.
Για την κ. Καμτσίδου το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη θεσμικών αντίβαρων, αλλά η έλλειψη των ήδη θεσμισμένων εξουσιών τους. «Αναφέρομαι κατ’ αρχάς στις κυβερνητικές παρεμβάσεις στη συγκρότηση και λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών, που συρρικνώνουν την ανεξαρτησία τους και δυσκολεύουν την εγγυητική παρέμβασή τους στα πεδία της αρμοδιότητάς τους», επισημαίνει και προσθέτει ότι «οι ανεξάρτητες Αρχές και τα δικαστήρια είναι οι “φύλακες” των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Υποκατάστασή τους από τον ΠτΔ θα συνιστούσε αυτόνομη, κανονιστική μεσολάβησή του για τον σεβασμό της προσωπικής, συλλογικής και πολιτικής αυτονομίας. Τούτο θα καθιστούσε τον αρχηγό του κράτους εν δυνάμει εγγυητή του Συντάγματος, άρα και επικυρίαρχο της λειτουργίας του πολιτεύματος».

Ο Σπύρος Βλαχόπουλος εκτιμά ότι η συζήτηση περί αλλαγής αρμοδιοτήτων του ΠτΔ είναι πλέον επιβεβλημένη. «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να ενισχυθεί με σημαντικές πολιτειακές αρμοδιότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα εμπλέκεται στις πολιτικές διαμάχες. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να του ανατεθεί η αρμοδιότητα της επιλογής των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των μελών των ανεξαρτήτων διοικητικών Αρχών, ύστερα από γνωμοδότηση επιτροπών ευρείας σύνθεσης», υπογραμμίζει.
«Ανήκω σε εκείνους που έχουν υποστηρίξει από παλιά ότι για την ισόρροπη λειτουργία του πολιτεύματος θα έπρεπε όντως να αναγνωρισθούν κάποιες νέες αρμοδιότητες στον Πρόεδρο, ιδίως στο πεδίο της Δικαιοσύνης και συγκεκριμένα για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της τελευταίας», προσθέτει ο Νίκος Αλιβιζάτος και αναφέρει, επίσης, ως παραδείγματα τον διορισμό των ανωτάτων δικαστών και των ανεξαρτήτων Αρχών και την αναπομπή κραυγαλέα αντισυνταγματικών νομοσχεδίων στο Ανώτατο Δικαστήριο και όχι στη Βουλή.
Η κ. Καμτσίδου διαφωνεί, ειδικά καθώς μετά την αναθεώρηση του 2019 ο ΠτΔ εκλέγεται μόλις με 151 ψήφους: «Επομένως, η ανάθεση σε αυτόν εξουσιών που αφορούν τη λειτουργία των θεσμών εγκυμονεί κινδύνους. Ειδικά για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, η ανάθεσή της σε ένα μονοπρόσωπο, έμμεσα εκλεγμένο, όργανο κλονίζει τη σχέση της δικαστικής εξουσίας με τον λαό και τους αντιπροσώπους του».

Αντί επιλόγου, όμως, προκύπτει κι ένα τελευταίο ερώτημα: είναι έτοιμο το πολιτικό σύστημα –και δη τα κόμματα εξουσίας και ο εκάστοτε πανίσχυρος πρωθυπουργός– να απολέσουν έστω ένα μικρό μερίδιο της δύναμής τους; «Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα χωρίς θεσμικά αντίβαρα οφείλεται κυρίως στην πολιτική κουλτούρα της χώρας με την ιστορικά έντονη επιρροή των ηγετών στα κόμματα και το Κοινοβούλιο», εκτιμά ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Χρύσανθος Τάσσης και προσθέτει: «Η αύξηση της ισχύος του ΠτΔ δεν αποτελεί λύση, καθώς θα μειώσει τις δυνατότητες παρέμβασης της κοινωνίας». Πάντως, λίγες εβδομάδες πριν ανοίξει η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, τίποτα δεν δείχνει ότι σ’ αυτήν θα συμπεριλαμβάνονται οι αρμοδιότητες του ΠτΔ.
___________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Εθιμοτυπία και συμβολισμοί. Πενήντα χρόνια και τέσσερις αναθεωρήσεις μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει καταστεί σχεδόν διαμεσολαβητικός, με ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης ακόμη και σε περιπτώσεις πολιτικής κρίσης. Ενόψει και της επερχόμενης αναθεώρησης, η συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος έχει ανοίξει. [ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ / ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ]

